Φραντζέσκα Άβερμπαχ, Ο βυθός του Ιακώβου [2014]

Αρχείο 23.6.2014

Mια κρύα νύχτα του Αυγούστου τα ψάρια κοιμόντουσαν και τα τζιτζίκια μόλις είχαν επιστρέψει από γλέντι και ήταν μεθυσμένα. Ο Ιάκωβος ένιωθε την ηρεμία στη βεράντα του εξοχικού του σπιτιού. Τα τσιγάρα άρχισαν να τελειώνουν κι όπως πάντα πήρε την ερωμένη του, τη μηχανή στο γκαράζ και εξαφανίστηκε μαζί της για το κέντρο του χωριού. Ξέχασε το κράνος του αλλά σκέφτηκε πως η απόσταση ήταν σχεδόν μηδαμινή. Ο έντονος αέρας στα μάτια του έφερνε δάκρυα, τα μόνα δάκρυα που δεν ήτανε από παλαιές πληγές. Έφτασε, άφησε το μηχανάκι του και πήγε στο κόκκινο περίπτερο. Έτσι τ’ ονόμαζαν οι κάτοικοι γιατί τα παλιά χρόνια ήταν κόκκινο το βάφανε συχνά για να κάνει έντονη την παρουσία του. Όμως πια ντύθηκε με διαφημίσεις και έχασε την κόκκινη απόχρωσή του που οι παλιοί μελαγχολούν στην ανάμνησή του. ‘’Κύριε Μίμη καλησπέρα δυο πακέτα τσιγάρα ξέρεις ποια’’ είπε ο Ιάκωβος
‘’Καλωσήρθες Ιάκωβε όσο πας μεγαλώνεις θα κάτσεις μέρες στο χωριό μας?’’ του απάντησε
‘’Για σαββατοκύριακο ήρθα κύριε Μίμη μόνος μου’’
‘’ Από μικρός σου άρεσε να είσαι μόνος. Να περάσεις να σε κεράσω τσικουδιά που έφερε ο Χρήστος από την Κρήτη’’
‘’Εντάξει κύριε Μίμη καλό σας βράδυ’’ και το μηχανάκι του αχνοφαινόταν στα μάτια του κύριου Μίμη.
Τελευταία τον απέφευγε δεν ήθελε πολλές συναναστροφές με τους ανθρώπους γ’αυτό επέλεξε να έρθει στο χωριό για το Σαββατοκύριακο.
Στην επιστροφή σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει για το Σαββατοκύριακο αφού πραγματικά ήτανε μόνος, δεν είχε πάρει μαζί του ούτε το κινητό του τηλέφωνο, ούτε τον φορητό υπολογιστή του, δεν επιθυμούσε την επικοινωνία με τον οποιοδήποτε. Δεν υπήρχε κανένας λόγος απλώς ο Ιάκωβος, έτσι ήτανε από μικρός ήθελε κάποιες μέρες να τις περνάει μόνος για να χάσει και να γνωρίσει τον εαυτό του, για να βλέπει τον εαυτό του ν’ αλλάζει. Το εξοχικό ήταν η μόνη του ηρεμία αφού του θύμιζαν τα παιδικά του χρόνια όταν ακόμα φοβόταν τον Σκοτ τον παλιό μαύρο φύλακα που γάβγιζε τις νύχτες και η αδερφή του τον κορόιδευε που έτρεμε τις νύχτες στο κρεβάτι του.
Φτάνοντας στο σπίτι το τοπίο ήταν όπως το άφησε, ήρεμο.
Έβαλε να πιει ένα ποτό και κάπνιζε τα καινούργια του τσιγάρα με τον ίδιο ρυθμό που η θάλασσα έστελνε τα κύματα στην αμμουδιά ώσπου ένα δυνατό φύσημα του αέρα εγκατέλειψε τη βάρκα και την έστειλε στην αδειανή αμμουδιά.
Κι η βάρκα ξέμεινε μονάχη της όπως και ο Ιάκωβος. Ξυπόλητος κατέβηκε προς την παραλία, αντίκρισε την παρατημένη βάρκα και προσπάθησε να την βάλει μέσα στη θάλασσα αλλά δεν τα κατάφερνε με τίποτα. Σκέφτηκε να πάρει δυο σκοινιά και να την σύρει στη θάλασσα αύριο το πρωί αλλά ανησυχούσε μήπως τα παιδιά αύριο κάνουν τους καουμπόηδες και την χαλάσουν …Έψαξε στην αποθήκη του σπιτιού του για τα σχοινιά και άρχισε να την σπρώχνει ώσπου μπήκε στη θάλασσα ‘’Καλό ταξίδι να έχεις κάθε μέρα, όλη σου τη ζωή’’ και έφυγε από την παραλία και πήγε να ηρεμήσει τα βλέφαρά του.
Κοιμήθηκε ήρεμος όπως τις περισσότερες φορές στο χωριό. Αύριο το πρωί μόλις σηκωνόταν θα πήγαινε για βόλτα στην παραλία κι έπειτα στην αγορά να δει τον κόσμο που πηγαινοέρχεται κι επιτέλους ξεκούρασε τα μάτια του από την κούραση της ημέρας.
Το επόμενο πρωι τα τζιτζίκια ξεμέθυσαν κι άρχισαν να τραγουδούν και τα ψάρια προσποιούνταν τις υπερκινητικές μπαλαρίνες. Έτσι δεν ήταν δύσκολο να ξυπνήσει. Έβαλε ένα καφέ, σκέτο με γάλα, -έτσι τον έπινε από τότε που ξεκίνησε να πίνει καφέ- και βγήκε στην αυλή ν’ αγναντεύσει…
Όμως ένα παράξενο θέαμα ερχόμενο μόνο από τα παραμύθια είδε μπροστά του
‘’Η βάρκα, η βάρκα επέστρεψε στη θάλασσα του σπιτιού μου!! Μα την έσυρα καλά και της ευχήθηκα καλό ταξίδι, τι συμβαίνει?’’ και έφυγε με γρήγορα τρεχαλητά προς τη θάλασσα…
‘’ Δε μπορώ να καταλάβω την έβαλα πολύ μέσα πώς γίνεται να ξαναβγαίνει η βάρκα έξω’’ κοιτώντας έντονα τη βάρκα, τη δαιμονισμένη βάρκα….’’δεν είμαι πια παιδί δε γίνονται τέτοια πράγματα’’ σκέφτηκε παίρνοντας το παρατημένο σχοινί για δεύτερη φορά και πήγε να τη σύρει…όμως αυτή τη φορά είδε έναν άσπρο φάκελο μέσα στη βάρκα. Του προκάλεσε περιέργεια και το άνοιξε…’’ Κρίμα.. από την ανασφάλειά σου με αφήνεις να φύγω μακριά, δε μπορώ να ερωτεύομαι μόνη μου και ο δικός σου πόθος για μένα… ένας φόβος που τον κλείνεις μέσα σου, όμως δεν το ονειρεύτηκα έτσι γ’ αυτό σε αφήνω μαζί με το κύμα της θάλασσας να κολυμπήσεις στα μοναχικά κύματα που μόνος σου βυθίζεσαι, θα σε σκέφτομαι ελπίζοντας παράλληλα και να σε ξεχάσω, Μαρία’’

‘’Μαρία’’ σκέφτηκε, Μαρία… όλοι είχαμε μια Μαρία κάποτε αλλά είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ….Μαρίααααααα’’
‘’Κάποτε κι εγώ άφησα μια Μαρία να φύγει μακριά, οι Μαρίες δεν είναι για να τις αφήνεις, είναι για να της κρατάς μαζί σου….
Ο Ιάκωβος διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα ώσπου τα καστανά στεγνά του μάτια γινόντουσαν κρύοι ποταμοί σαν τα νερά της θάλασσας και μονολογούσε ‘’Μαρίαααα έφταιξα πού έφυγες, δε θέλω άλλο να βυθιστώ στα μοναχικά κύματά μου, γύρνα Μαρία’’ αλλά η βάρκα πια ήταν στην αμμουδιά δε μπορούσε να στείλει μηνύματα στον παλιό έρωτά του.
Σκεφτόταν συνεχώς μήπως η ‘’Μαρία’’ ήταν άλλο πρόσωπο, τόσες Μαρίες υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο, αλλά το γράμμα ήτανε καθρέφτης της παλαιάς του σχέσης.
Είτε ήταν η δική του Μαρία είτε άλλη γ’ αυτόν η Μαρία έστειλε το γράμμα, το παραπονιάρικο γράμμα….
Φώναξε. ‘’Μαρίααα δε φοβάμαι πια, δε σε φοβάμαι είμαι στην αμμουδιά δε κολυμπάω στα κύματα, Μαρία έλα να παίξουμε μαζί με την άμμο θα σου δίνω όμορφα κοχύλια μέσα στη χούφτα σου’’ αλλά δε κουνιόταν τίποτα. Ο αέρας δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, τα ψάρια κάνανε έρωτα μεταξύ τους και οι καρχαρίες ήταν στις καλές του.
‘’Μπορεί να μην είναι η δικιά μου Μαρία’’ σκέφτηκε αλλά ακόμα κι αν ήταν το ίδιο θα μου έγραφε… Μαρία γύρνα!!!!
Άρχισε να φεύγει από την παραλία παίρνοντας μαζί του το γράμμα με τον παλιό του έρωτα που προσπαθούσε να ξεχάσει πολλά χρόνια…. κάθισε στο τραπέζι της αυλής ακούγοντας τις έντονες φασαρίες των τζιτζικιών.

‘’ Τέρμα πια οι φόβοι, τέρμα’’ θα σε κυνηγήσω Μαρία μα κι αν εσύ τώρα κολυμπάς σε μια πιο φωτεινή παραλία θα κυνηγήσω τα δικά μου ήρεμα κύματα, την αμμουδιά με τα κοχύλια μοιράζοντάς τα, τα κοχύλια είναι για να τα μοιράζεσαι έτσι μου έλεγες’’
Πήρε το μηχανάκι του κρατώντας σφικτά το γράμμα στο ένα του χέρι και έτρεξε για να βρει τη Μαρία, ίσως να μην την βρήκε ακόμα γιατί την άφησε να πετάξει σαν τα πουλί αλλά την επόμενη φορά, η επόμενη Μαρία του Ιάκωβου θα κοιτάει τα κοχύλια της αμμουδιάς που θα τα έχει βρει στο βυθό σέρνοντάς τα έξω, στην αμμουδιά.

Αυτή τη Μαρία όμως πάντα θα την θυμάται.

Του έμαθε πόσο κακό κάνει ο βυθός το χειμώνα και τώρα είναι έτοιμος να βγει έξω απ’ αυτόν…
Έτρεχε με το μηχανάκι του ενώ τα πουλιά που καθόντουσαν επάνω του, του τραγουδούσαν μουσικές για το μέλλον.

Τις άκουγε.

vintage_under2

©Φραντζέσκα Άβερμπαχ
Εικόνα: Triumph Bonneville t120, 2011 -επεξεργασία Στάχτες