Ισμήνη Καρυωτάκη, Φυγόδικος δεν ήμουν ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Ισμήνη Καρυωτάκη, Φυγόδικος δεν ήμουν ―εκδόσεις Ποταμός

Ο Σπήλιος αισθάνθηκε σαν ένα ζώο που επιτέλους αντιλήφτηκε ότι το παράθυρο στο δωμάτιο –απ’ όπου λογάριαζε ν’ αποδράσει– δεν ήταν παρά η είσοδος στο κλουβί που τον περίμενε απέξω.

Σηκώθηκα. Άρχισα να κόβω βόλτες στο δωμάτιο, κι επειδή δεν ήξερα τι άλλο να σκεφτώ, σκέφτηκα ότι η Εριφύλη με σκέφτεται, άναψα ένα τσιγάρο και τη σκεφτόμουν κι εγώ. Στο κρεβάτι μαζί μου. Γιατί όχι; Δεν πάει στον διάολο. Έπιασα μια καρέκλα κι ανέβηκα για να κοιτάξω απ’ τον φεγγίτη, ήθελα να τον ανοίξω και να βάλω τις φωνές. Πες κάτι τέλος πάντων, λέω μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε έξαφνα το χαϊδευτικό που της αρέσει: Καβουρμά μου, λέω. Ξαναλέω τη λέξη. Βγαίνει από τα χείλη μου χωρίς να το σκεφτώ. Λέω την Εριφύλη καβουρμά μου και την ίδια στιγμή η Εριφύλη με το καλοκαιρινό φουστάνι της –πόδια και ώμοι γυμνοί– εμφανίζεται στον διάδρομο, πάει να περάσει την πόρτα του δωματίου της, γυρίζει να κοιτάξει πίσω της, νιώθει το βλέμμα μου στον αυχένα της κι εγώ περιμένω να διασταυρώσω το δικό της για να έρθουν τα πάνω κάτω απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Γαμώτο. Η πόρτα κλείνει πίσω της. Διάβολε, φωνάζω, και την ίδια στιγμή στην κοιλάδα του Αώου αντηχεί μια σπηλαιώδης φωνή. Δεν είναι δική μου. Έρχεται από μακριά και φτάνει ως εδώ: «Ο Κατήφορος» ουρλιάζει η ντουντούκα. Ακούω ν’ ανοίγει μια πόρτα και εύχομαι να είναι της Εριφύλης. Δεν είναι. Ανάβει το φως στον διάδρομο και σαρώνει το δωμάτιό μου. Φωνές. Μην τα βάζεις μαζί μου… Δεν φταίω εγώ… Δεν είναι δυνατόν… Δεν μπορώ να ακούω… Κλείσε την πόρτα να μην ακούς… Μην κανείς έτσι… Δεν θα πω τίποτε άλλο… Λαχανιάζω… Σκέφτομαι πως κάποιος απ’ αυτούς στον διάδρομο βλέπει τη σκιά μου στον φεγγίτη –δεν είναι καλή ιδέα–, κατεβαίνω και καταφεύγω στο πάτωμα. Θα χάσετε τον ύπνο σας –βογκάει η πλατεία–, θα βγείτε απ’ τα ρούχα σας, θα σας ρουφήξει ο κατήφορος, θα σκορπίσει η φαμελιά σας όπως τα φύλλα στον αέρα –το μεγάφωνο χτυπάει κόκκινο–, οι πόρτες ανοιγοκλείνουν στον διάδρομο, τις ανοιγοκλείνουν χτυπώντας τες, και οι φωνές φορτσάρουν, με κάνουν να φρενιάσω –βρίσκομαι σε ζώνη εχθρική, λέω–, σαν να με ψάχνουν, τώρα θα χτυπήσει η πόρτα μου. Έξω καταφθάνει φουλαριστή η νύχτα –σαν καθυστερημένο τρένο σε ανεμοδαρμένη αποβάθρα– κι εγώ βυθίζομαι στους ήχους της περιμένοντας να γίνει αθόρυβη. Ανάβω τη λάμπα στο κομοδίνο, πιάνω συγχυσμένος ένα βιβλίο κι απ’ τις σελίδες του αναδύεται η φωτογραφία της. Της Εριφύλης. Μου τη χάρισε στο λεωφορείο. Την παίρνω στα χέρια, την κοιτάζω, μυρίζω το χαρτί. Η Εριφύλη έρχεται και στήνεται απέναντί μου –μέσα στο δωμάτιο του βουνού–, κι εγώ την τρώω με τα μάτια. Κατά βάθος, Σπήλιο –ομολόγησε–, την περιμένεις χωρίς ρούχα και χωρίς παπούτσια –ομολογώ– και να παίζει και τον ρόλο της προσευχής στα δάχτυλα. Στην άκρη του κατήφορου είναι στημένο το καρτέρι –αλαλάζει η πλατεία–, καρτέρι ναι, στην άκρη του διαδρόμου, επαναλαμβάνω εγώ σαρκάζοντας και ταυτόχρονα ξεκλειδώνω την πόρτα μου. Μπαίνω στη διαδικασία να φτιάξω το κρεβάτι. Το ξαναφτιάχνω με στοργή, αλλάζω τη θέση στο κομοδίνο και στο πορτατίφ, το δωμάτιο μετατρέπεται με μαεστρία σε ερωτική φωλιά. Και αν η σεβαστότατη καθ’ όλα θεια-Φλώρα γνώριζε αυτή την υποθετικά αμαρτωλή φαντασίωσή σου, Σπήλιο, μπορεί βέβαια να μην έπεφτε με ορμή από το μπαλκόνι του Αώου, πολύ πιθανόν όμως ν’ αποφάσιζε να κάνει ένα ταξιδάκι μέχρις εδώ, όπου εκτός της διακαώς ευχόμενης και ως εκ θαύματος επερχόμενης εξοντώσεώς σου από τις θείες δυνάμεις θα της δινόταν η ευκαιρία να παρευρεθεί και στις τελευταίες σπίθες των παραληρητικών σου ονειροπολήσεων, μέχρι να χαθούν οι βαθιές της ρυτίδες πίσω απ’ τ’ αυτιά της και να ξεσπάσει νικηφόρο το γέλιο της…

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω τη νύχτα που είναι φωτεινή σαν μέρα και σκέφτομαι ότι όλα όσα συμβαίνουν αυτό το βράδυ είναι μια τρέλα που περιέχει και μένα και την Εριφύλη και τη θεια της τη Φλώρα και τον Τάσο και τον Κατήφορο της Ζωής Λάσκαρη στη μέση της πλατείας, όπου πριν μερικούς μήνες δέσποζε το άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας –της ιδίας αυτής Μεγαλειότητας της δεσπόζουσας και στις φωτογραφίες της τραπεζαρίας ενώ θωπεύει με το χαμόγελό της όσους πνέοντες τα λοίσθια χύσανε το αίμα τους για να μη χαθεί ο μη γένοιτο το θαλερό της χαμόγελο– και σκέφτομαι ότι για να κλείσει σωστά η βραδιά χρειάζεται να συμβεί κάτι ακόμη, ενόσω εγώ είμαι στο πάτωμα –όπως σας είπα–, με σβηστό ή αναμμένο το φως και τα μάτια ανοιχτά χωρίς καμία ελπίδα να πάω για ύπνο –εδώ είναι παραμεθόριος δεν είπε η Φλώρα;–, μια επίσκεψη υπό μορφήν ένστολης εξουσίας ή αλλιώς της αστυνομίας, για παράδειγμα – οι μπάτσοι, φίλε μου, δεν κοιμούνται ποτέ, εκτός από το ότι τους τρώνε οι ενοχές, τους πιάνει και φαγούρα στη σκέψη πως κάποιος τους έχει ξεφύγει. Οι κουρτίνες τώρα κουνιούνται αριστερά δεξιά και το κομοδίνο έχει αλλάξει θέση –εγώ του την άλλαξα– και αναρωτιέμαι αν είναι τόσο εύκολο να αλλάζουν και οι ιδέες θέση, κι αν αλλάζουν πότε αλλάζουν οι ιδέες, και αν υπάρχουν μέθοδοι που να αλλάζουν τις ιδέες ή μέθοδοι που να τις επηρεάζουν –αυτό το τελευταίο το ξέρεις, ρε Σπήλιο, δεν είναι ανάγκη να αναρωτιέσαι– και αν η Εριφύλη, που ίσως έχει αν όχι απαραίτητα διαφορετικές ιδέες –οπωσδήποτε όμως διαφορετικές από μένα ιδέες–, αν θα τις άλλαζε ποτέ, και πότε θα συμβεί αυτό: Να φτάσουμε δηλαδή εγώ κι η Εριφύλη να έχουμε τις ίδιες ιδέες.

*

©Ισμήνη Καρυωτάκη