
Τελικά ήρθε χτες. Το ήξερα πως θα έρθει. Τον περίμενα. Αυτός νόμιζε ότι πέρασαν μόλις δυο χρόνια. Έχουν περάσει έξι. Και εικοσιένα από τότε που περνούσε εδώ, σε μένα, όλα του τα σαββατοκύριακα. Οι τρεις μας.
✳︎
Ο Αντρέας είχε επιστρέψει για να μείνει. Άφησε πίσω του το Σεντ Λούις, τα πειραματόζωά του που υπέφεραν στο εργαστήριο της νευροφυσιολογίας, μια θλιμμένη Αμερικανοπολωνή αρραβωνιαστικιά, απογοήτευση.
Ο Παύλος είχε μόλις επιστρέψει από μια σκονισμένη πόλη στα σύνορα ανάμεσα στην Κένυα και τη Σομαλία. Άφησε πίσω του ξηρασία και πείνα, κυνικούς aid workers να πίνουν τζιν τόνικ στο Ναϊρόμπι, δύο υποτροπές ελονοσίας, μοναξιά . Ο Παύλος επέστρεψε μόνο για να προετοιμάσει την επόμενη, μεγαλύτερη φυγή του.
Όσο για μένα, εγώ δεν έφυγα ποτέ, ούτε ποτέ θα φύγω.
Οι δυο τους μένανε στη διπλανή πόλη για τρία χρόνια. Ψηλά βουνά, μια λίμνη, εγκαταλελειμμένοι μιναρέδες και ανακαινισμένες εκκλησίες, σκληροί χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Βαλκάνια. Όχι Μεσόγειος.
Ο Αντρέας έπαιζε λαούτο. Ήξερε να τραγουδάει. Ο Παύλος ακολουθούσε με μια αδέξια, δεύτερη φωνή, όχι εντελώς φάλτσα. Παίζεις κανένα όργανο; ρώτησε τον Παύλο όταν πρωτογνωριστήκανε, προσκαλώντας τον σε μένα, στο χωριό των παππούδων του.
Από τότε οι τρεις μας περνούσαμε όλα τα Σαββατοκύριακα μαζί στο χωριό. Εκτός αν είχαν εφημερία.
Το χωριό. Τα Κάτω Ορεινά. Το χωριό μου. Τίποτα να δεις. Τίποτα να κάνεις. Ένας αρχαίος τάφος, μερικά ερείπια του 13ου, 14ου και 16ου αιώνα, όλα αόρατα. Σαράντα ένας κάτοικοι, βοσκοί κι αγρότες, ηλικιωμένοι, εγκαταλελειμμένοι, εσωστρεφείς.
Κι εγώ το ίδιο. Ηλικιωμένος, εγκαταλελειμμένος, εσωστρεφής. Οι δυο τους έκαναν τα πάντα για να με κρατήσουν ακμαίο. Και το πετύχαιναν. Πόσο το πετύχαιναν! Κάθε Παρασκευή βράδυ έλαμπα, περιμένοντάς τους. Πόσο μου λείπουν! Αυτοί με κράτησαν στη ζωή, ακόμη κι αν με παράτησαν.
Του Παύλου του άρεσε να τρώει σε μπαρ και παραλίμνιες ταβέρνες. Στο χωριό όμως είχαμε μόνο τυρί, ψωμί και κρασί. Και τις πίτες με τυρί, σπανάκι και πράσο της Δήμητρας. Τις Κυριακές το μεσημέρι μας έφερνε τα περισσέματα του οικογενειακού τραπεζιού. Εκείνη και τα δύο παιδιά της, ένα αγόρι επτά και ένα κορίτσι δεκατριών ετών. Ποτέ ο πατέρας. Αυτοί ήταν οι μόνοι καλεσμένοι μας. Το κορίτσι ήταν εντελώς ερωτευμένο με τον Αντρέα. Δεν ήξερε τι να νιώσει για τον Παύλο και για μένα.
Τους έμαθα πώς να αναμειγνύουν νερό με ποταμίσια άμμο και τσιμέντο και πώς, χρησιμοποιώντας τις γυμνές τους παλάμες και τα δάχτυλά τους, να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στους σχιστόλιθους των εσωτερικών τοίχων. Κάποιες χειμωνιάτικες μέρες ο Παύλος έβραζε το νερό πριν από την ανάμειξη- το κονίαμα έμενε μόνο για μια στιγμή ζεστό, αλλά ήταν αρκετό για να μας κάνει ευτυχισμένους. Τους έμαθα πώς να φτιάχνουν μαρμελάδα, μόνο και μόνο επειδή λυπόμουν τη γριά μουριά στον μπροστινό κήπο που λύγιζε από το βάρος των φρούτων της και επειδή ήταν τόσο απλό: ένα μέρος φρούτο, ένα μέρος ζάχαρη, δυο τρεις σταγόνες λεμόνι, μερικά φύλλα αρμπαρόριζα.
Κάθε βράδυ ο Αντρέας έπαιζε το λαούτο του κι ο Παύλος καθόταν στον άβολο καναπέ ή στο ξύλινο τραπέζι δίπλα του και έγραφε ιστορίες κι ασύνδετους διαλόγους και στη συνέχεια μας τους διάβαζε δυνατά.
Εγώ καθόμουν και τους καμάρωνα και τους αγαπούσα.
Έπαιζαν μερικά από τα πιο μελαγχολικά τραγούδια που ξέρω, νανουρίσματα του Μάνου Χατζιδάκι, μπαλάντες των Simon and Garfunkel.
Ο Αντρέας αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα, τα παλιά τραγούδια του τόπου των παππούδων του, του τόπου που στεκόμασταν. Μια μουσική αρρενωπή, αρχέγονη, μονότονη. Μια μουσική που έπρεπε να παίζεται με αγέρωχα κλαρίνα, διαπεραστικά βιολιά και βροντερά νταούλια. Με το λαούτο μόνο να συνοδεύει. Μια μουσική που έπρεπε να τη χορεύεις. Όμως με το μοναχικό λαούτο του και την απαλή φωνή του Αντρέα τα τραγούδια ξαναγεννιόντουσαν – τρυφερά, ευγενικά και θηλυκά.
Με έκαναν να θέλω να κλαίω.
Ο Αντρέας κοιμόταν στο μεγάλο, πάντα παγωμένο, κυρίως υπνοδωμάτιο. Ο Παύλος στο μικρότερο «χειμωνιάτικο». Είχε ένα μεγάλο τζάκι και ήταν δροσερό τα καλοκαίρια. Όταν έκανε πολύ κρύο, ο Αντρέας γλιστρούσε κάτω από τις κουβέρτες του Παύλου, κρατώντας τον σφιχτά. Ένιωθα τα παγωμένα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών τους. Τον Αντρέα τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Ο Παύλος έμενε ξύπνιος όλη τη νύχτα, τρομοκρατημένος κι ευτυχισμένος, σχεδόν ανακουφισμένος που δεν είχε να κρύψει μια στύση.
Ο Αντρέας έκανε μπάνιο γυμνός στην πίσω αυλή, ο Παύλος πλένονταν με το λάστιχο στον μπροστινό κήπο κάτω από τη μουριά, κάποιες μέρες γυμνός, κάποιες φορώντας εσώρουχα.
Ο Αντρέας ήταν αδύνατος. Ο Παύλος γεροδεμένος.
Εγώ καθόμουν και τους καμάρωνα και τους αγαπούσα.
Κάποιες Κυριακές κολυμπούσανε γυμνοί στο Βοϊδομάτη, στα παγωμένα, γαλαζοπράσινα νερά. Δεν με πήραν μαζί τους ποτέ αλλά δεν με πείραζε.
Ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι τότε.
Ήμασταν τόσο ζωντανοί.
Ο Παύλος κι εγώ είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Ο Παύλος έφυγε πρώτος για την Αφρική. Το περίμενα. Το ήξερα πως δεν είχε έρθει για να μείνει. Ο Αντρέας ήταν που έπρεπε να μείνει. Αλλά έφυγε κι αυτός. Παντρεύτηκε κι απέκτησε τρία παιδιά και μετακόμισαν όλοι στη Θεσσαλονίκη. Οι μεγαλουπόλεις είναι σκληρές, μου έλεγε κι ένιωθα ότι ασφυκτιά, αλλά τα παιδιά έχουν φίλους. Θυμόμουν τα παιδιά της Δήμητρας αλλά δεν έλεγα τίποτα.
Ο Αντρέας είναι θαμμένος εδώ δίπλα.
Ο Παύλος ήρθε στον τάφο του σήμερα. Νόμιζε ότι πέρασαν μόλις δυο χρόνια. Έχουν περάσει έξι. Και εικοσιένα από τότε που περνούσε εδώ, σε μένα, όλα του τα σαββατοκύριακα. Οι τρεις μας.
Μετά το νεκροταφείο ήρθε να δει εμένα. Με μάτια κλαμένα άνοιξε την πόρτα μου. Η πόρτα έτριξε. Εγώ ολόκληρος έτριξα. Δεν είμαι καλά πια. Οι τοίχοι μου ξεφλουδίζουν, η σκεπή μου βαριά, οι πλάκες του σχιστόλιθου ασήκωτες, δεν μπορώ πια να τις κρατήσω. Ρημάζω. Καταρρέω.
Χάρηκα τόσο που ήρθε να με δει. Μεγάλωσε κι αυτός. Μπορεί, αν ξανάρθει, εγώ να μη στέκομαι πια. Ή να με έχουν αναπαλαιώσει. Να με έχουν κάνει ξενώνα.
Έπεσε από τη στέγη του καινούριου σπιτιού που έχτιζε στη Θεσσαλονίκη, η Κλειώ, η αδελφή του Αντρέα πήρε τηλέφωνο τον Παύλο κλαίγοντας από την εντατική.
Τι καινούριο σπίτι; ούρλιαξε ο Παύλος, και τον άκουσα μέχρι εδώ. Ο Αντρέας είχε σπίτι.
*
©Πέτρος Ισαακίδης
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✿
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.