Αναψηλάφηση της δίκης της ARB στο Εφετείο στις 21 Φεβρουαρίου 2019

Ονορέ Ντωμιέ, «Ένας αμερόληπτος δικαστής», μεταξύ 1832-1850, λεπτομέρεια, Rijksmuseum.

Καταθέσαμε αίτηση αναψηλάφησης της γνωστής δίκης στο Εφετείο Αθηνών μετά την πρόσφατη δημόσια ομολογία Κοτζιά ότι εθήτευσε στον σταλινισμό, πράγμα το οποίο υποκρινόταν ότι θεωρούσε συκοφαντία. Επί της επαράτου υπουργίας Κοτζιά υποστήκαμε από «δικαστές-εργαλεία», όπως τους χαρακτήρισε η Neue Zürcher Zeitung, δύο άδικες δίκες-παρωδία και δύο αντίστοιχες τρομοκρατικές δικαστικές αποφάσεις. Οι «δικαστές-εργαλεία» αποφάνθηκαν ότι… «αποδείχθηκε» πως αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση η αξιολογική κρίση φανατικός σταλινικός («γκαουλάιτερ του σταλινισμού»). Συνεχίστε την ανάγνωση του «Αναψηλάφηση της δίκης της ARB στο Εφετείο στις 21 Φεβρουαρίου 2019»

Η ετήσια δημοσίευση των φορολογικών στοιχείων των βουλευτών

Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις

Του Παντελη Μπουκαλα

Η ετήσια δημοσίευση των φορολογικών στοιχείων των βουλευτών, που θεωρητικά ανταποκρίθηκε στη λαϊκή απαίτηση για διαφάνεια και σχετική έστω αντιμετώπιση της θριαμβεύουσας διαπλοκής και διαφθοράς, συγκαταλέγεται στα νεότερα έθιμά μας. Πρόλαβε ωστόσο να φθαρεί, όπως συμβαίνει με όλα τα κατά τόπους «αναβιούμενα» ή αναπαλαιούμενα έθιμα, που τα πνίγει το φολκλορικό φαίνεσθαι και τα ξεραίνει η εκμεταλλευτική πρόθεση· εφόσον δεν τα υποστηρίζει η συλλογική μνήμη ούτε ένα γνήσιο, αυθόρμητο λαϊκό αίσθημα, γρήγορα ξεφτίζουν σε εγχειρήματα τουριστικής θήρας που χρησιμοποιούν σαν δέλεαρ το κέλυφος των παλιών εορτών και πανηγύρεων· για να καταντήσει έτσι παρωδία η παράδοση, στο εξιδανικευμένο όνομα της οποίας γίνονται όλα αυτά.
Με το «πόθεν έσχες» και την εθιμική δημοσίευσή του, παρωδία κατάντησε μια θεσμοθετημένη υποχρέωση των πολιτικών. Στην περίπτωση αυτή τα πολυπόθητα θηράματα δεν είναι αφελείς τουρίστες, αλλά εύπιστοι πολίτες. Οι σολωμικοί «ευκολόπιστοι» πρέπει να απαγορεύσουν στον εαυτό τους τις αμφιβολίες που ευλόγως δικαιούται και να τον πείσουν ότι το άπαν της διαφάνειας είναι η ολιγοήμερη παραμονή του τρέχοντος «πόθεν έσχες» στο Διαδίκτυο, όπου έχουν απαλειφθεί τα προηγούμενα ώστε να δυσχεραίνεται η σύγκριση.
Κανείς, δυστυχώς –ούτε καν οι ίδιοι οι πολιτικοί– δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει πως αυτή η ενιαύσια άνευρη τελετή είναι η πανήγυρις της διαφάνειας και της δημοκρατίας. Μοιάζει περισσότερο με πονηρό κλείσιμο του ματιού, με πανηγυράκι που γίνεται επειδή το καλεί η συνήθεια και το επιβάλλει η ρουτίνα. Ή με παιχνιδάκι στο οποίο δεν υπάρχει νικητής και ωφελημένος, αφού βγαίνουν όλοι χαμένοι. Ετσι όμως η πολιτική τάξη δεν έχει την παραμικρή ελπίδα ότι θα αναιρέσει την εδραία πεποίθηση που τρέφει ο λαός πως είναι όλοι μα όλοι ίδιοι και όλοι μα όλοι χαλασμένοι, και μάλιστα ανίατα· ο λαός που, λαϊκίζοντας κι αυτός, την ώρα που κατεδαφίζει τους ίδιους εκείνους που ψηφίζει και ξαναψηφίζει, προσγράφει όλο το δίκαιο και το νομοταγές στη δική του μερίδα. Και ας υπάρχουν και στους δικούς του κόλπους πολλοί, ποικίλων κατηγοριών και επαγγελμάτων, που και το πόθεν τους και το έσχες τους κάθε άλλο παρά νομότυπα θα αποδεικνύονταν ακόμα και στον επιδερμικότερο έλεγχο. Εδώ λοιπόν ο μεν λαός θα μπορούσε να στραφεί προς το πολιτικό σύστημα και να του πει: «Εικόνα σου, είμαι, πολιτεία, και σου μοιάζω», επιχειρώντας να αυτοαθωωθεί, οι δε πολιτικοί θα μπορούσαν να στραφούν προς τον λαό και να του πουν το κλασικό της Γαλάτειας Καζαντζάκη: «Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω», με αυτοαπαλλακτική διάθεση και αυτοί. Και θα μαλώναμε ύστερα για το ποίος ήρξατο χειρών αδίκων και για το παροιμιώδες με την κότα και το αυγό.
Εθιμο μέσα στο έθιμο αποτελεί η δημοσιογραφική ανάδειξη του όλου θέματος σε εφημερίδες, ραδιοσταθμούς, κανάλια, Ιντερνετ, που έχει κι αυτή καλό μερίδιο στον λαϊκισμό: ευφάνταστες ή ετοιματζίδικες επικρίσεις, σαρκασμός (συχνά στα όρια της χοντρής πλάκας), στομφώδης απαρίθμηση κινητών και ακινήτων αποκτημάτων δίχως διάκριση μεταξύ τους (άλλο να απολαμβάνεις την πλήρη κυριότητα ενός τεμαχίου στη Μύκονο ή τη «Μύκονο του χειμώνα», την Αράχωβα, και άλλο να έχεις το 1/5 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού στην Πέρα Μαγούλα), «ρεπορτάζ δρόμου» με διαβάτες να λένε αυτό που θα ανέμεναν όλοι να πουν («πφφφ, δεν είναι δυνατόν, πού πάμε…»). Και άδικες και, όπως έχει ήδη φανεί, επικίνδυνες γενικεύσεις του είδους «όλοι οι βουλευτές…», «όλα τα κόμματα…», «όλοι οι πολιτικοί…». Γενικεύσεις που κατεδαφίζουν δίχως να νοιάζονται για οποιοδήποτε χτίσιμο. Ακόμα και οι ειρωνείας σημαντικοί τίτλοι μένουν απαράλλαχτοι στο πέρασμα του χρόνου, μολονότι αυτό δεν εμποδίζει τον εκάστοτε νέο χρήστη να αισθάνεται πρωτοπόρος και να καμαρώνει σαν εφευρέτης. Στο τιτλοδοτικό ντέρμπι «Εσχες δίχως πόθεν» εναντίον «Πόθεν… αίσχος», είναι δύσκολο να πούμε ποιος επικρατεί. Πολύ πιο δύσκολο, όμως, είναι να υποστηρίξουμε ότι αυτή η εξ αμηχανίας ή αμνησίας μονοτονία των τίτλων είναι το σοβαρότερο πρόβλημα της δημοσιογραφίας μας.
Για να το κάνω πιο λιανά, «πόθεν έσχες» καταθέτουμε πολλά χρόνια τώρα, στον αρμόδιο αντεισαγγελέα, και εμείς οι δημοσιογράφοι (ίσως επειδή και η δική μας αξιοπιστία, το δικό μας πρόσωπο στην κοινωνία, έχει πληγεί όσο και των πολιτικών). Αν το καταθέτουμε όλοι και μάλιστα έγκαιρα (και πρωτίστως έντιμα) δεν μπορώ να το ξέρω. Ξέρω πάντως ότι την πρώτη εποχή αρκετοί αντιμετώπιζαν το όλο θέμα είτε επιπόλαια («έλα μωρέ τώρα, χαρτομάνι για το τίποτα…») είτε μ’ εκείνη την υπεροψία και την τεταρτοεξουσιαστική άνεση που διακρίνει το σινάφι μας, ή μάλλον, για να μη γλιστρήσουμε κι εδώ στις γενικεύσεις, ένα μεγάλο τμήμα του. Εμείς, οι αυστηροί τιμητές των πολιτικών και βλοσυροί καθοδηγητές των πολιτών, δεν νοιαζόμασταν για τα του οίκου μας. Δεν ενδιαφερόμασταν για την πάστρα του, που θα μας έδινε και το δικαίωμα να στηλιτεύουμε σαν ακάθαρτους τους τρίτους. Το σκουπιδάκι στο μάτι του άλλου το διακρίναμε εύκολα. Αλλά και δοκάρι ολόκληρο να υπήρχε στο δικό μας μάτι (δηλαδή ούτε πόθεν δηλωμένο ούτε έσχες), δεν μας παραενοχλούσε. Ακριβώς όπως το λένε οι Γραφές. Ανοίγαμε λοιπόν και συνεχίζουμε ν’ ανοίγουμε τα εγχειρίδια χρηστομάθειας και, αυτοεξαιρούμενοι από ό,τι επιπόλαια καταγγέλλουμε σαν γενικευμένη σήψη, παραδίδουμε μαθήματα έννομης και έντιμης συμπεριφοράς
Ισως έτσι εξηγείται μια πρόσφατη τηλεοπτική συνήθεια: η δακρύβρεχτη δημόσια εκμυστήρευση αναγνωρισιμότατων δημοσιογράφων, της κατηγορίας των λίαν επιτυχημένων, πως, αντίθετα με ό,τι έδειχνε ο μέχρι τώρα δημόσιος βίος τους, όχι μόνο δεν είναι πλούσιοι αλλά με τα Μνημόνια (φανατικοί κήρυκες των οποίων υπήρξαν οι περισσότεροι) δυσκολεύονται πολύ να τα φέρουν βόλτα· να διατηρήσουν άθικτο το επίπεδο της ζωής τους. Εχουμε δει και κυβερνητικά ή κομματικά στελέχη να κλαίγονται στην τηλεόραση υποκρινόμενα τους χειμαζόμενους. Οταν αυτήν την παράσταση τη δίνουν πολιτικοί, τους λοιδορούμε δημοσίως και αγρίως. Οταν οι αυτοσκηνοθετούμενοι σαν πενόμενοι είναι δημοσιογράφοι που κατέχουν υψηλή θέση και σε κανάλι και σε εφημερίδα και σε ραδιοσταθμό ή είναι ιδιοκτήτες Μέσου ή Μέσων, οι πολλοί τους ψιλολοιδορούμε, αλλά από μέσα μας ή ψιθυριστά. Τάχα για να μη χαλάσει η εικόνα της συντεχνίας μας. Η οποία όμως στα μάτια των υπολοίπων είναι προ πολλού κομματιασμένη. Και όχι άδικα.

 

Βραζιλία, στην πόλη Σαλβαδόρ…

Κοινωνία

Η πόλη του Σαλβαδόρ, Βραζιλία, ένας από τους κύριους τουριστικούς προορισμούς της χώρας. Το 2014 μία από τις διοργανώτριες πόλει του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου, υποφέρει από ένα άνευ προηγουμένου κύμα θανατηφόρας βίας με αύξηση άνω του 250% ποσοστού των δολοφονιών -σύμφωνα με την American Studies (čebela)- η φωτογράφος Lunae Parracho του πρακτορείου Reuters, ταξίδεψε και φωτογράφισε επί τόπου την ένοπλη βία στο Σαλβαδόρ. Δείτε τις 24 συνολικά φωτογραφίες της Paula Nelson (© Lunae Parracho / Reuters)
Στη φωτογραφία, ένας 17χρονος(!) νεαρός βραζιλιάνος μέλος συμμορίας ναρκωτικών με το παρατσούκλι Giant, ποζάρει με το όπλο και το μετάλλιο του Αγίου Γεωργίου, σε μια φτωχογειτονιά στο Σαλβαδόρ, πολιτείας Bahia, 11 Απρ. 2013.

Τζούλια Φορτούνη,«Κόντρες με τον Σαχτζάτ στη Λένορμαν» -μια βιωματική εμπειρία…

(στον Σαχτζάτ Λουκμάν που δολοφονήθηκε τα ξημερώματα της 17 Γενάρη 2013)
Μόλις άκουσα την είδηση ταράχτηκα. Κάθε φορά που ακούω για «ατυχήματα» με ποδηλάτες ταράζομαι. Αυτή τη φορά περισσότερο. Μου φάνηκε πως τον γνώριζα τον Σαχτζάτ. Πως οι ματιές μας είχαν διασταυρωθεί ένα Σαββάτο απόγευμα στη Λένορμαν. Την ώρα που γυρνούσαμε. Εγώ από την ποδηλατοβόλτα μου στο κέντρο κι αυτός από το πόστο του στη λαϊκή των Πετραλώνων. Κινούμασταν κι οι δυο στο λεωφορειόδρομο. Παραβγήκαμε μάλιστα. Εγώ με το εκκεντρικό ακριβό μου ποδήλατο κι αυτός με ένα παλιό σιδερένιο μοντέλο του 80. Εγώ κουβαλούσα τις εικόνες μιας παρακμάζουσας πόλης και κάτι απροσδιόριστες ενοχές για τους άστεγους που επιμελώς απέφευγε το βλέμμα μου στις εισόδους των κτηρίων κι αυτός ένα βαρύ ξύλινο καφάσι γεμάτο πραμάτεια και δυο σακούλες αριστερά και δεξιά στο τιμόνι. Ήταν εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη που άρχισε να φυσάει ξαφνικά πολύ δυνατά και ξεριζώνονταν δέντρα και εκτοξεύονταν από τις πολυκατοικίες γλάστρες και άλλα περίεργα αντικείμενα.

   Αυτός ο δαιμονισμένος αέρας ήταν και η αφορμή της συνάντησής μας. Ο ουρανός ήταν κόκκινος κι ένας παράξενος ηλεκτρισμός υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Άρχιζα να ανεβάζω τις ταχύτητες από τον πανικό. Οι οδηγοί τριγύρω όλοι νευρικοί άναβαν τα φώτα. Η λεωφόρος έμοιαζε σαν σκηνικό από ταινία τρόμου. Εκείνος ατάραχος, ποδηλατούσε στο δίχως ταχύτητες ποδήλατό του μ΄ ένα σταθερό τέμπο. Μόλις τον είχα προσπεράσει. Η πρώτη ματιά που ανταλλάξαμε αναγνωριστική. «Μετανάστης» σκέφτηκα με μια νοσταλγική και απενοχοποιημένη γλυκύτητα, μιας και όταν πρωτοξεκίνησα να χρησιμοποιώ το ποδήλατο, κυρίως μετανάστες ποδηλάτες συναντούσα. Και συνέχισα να πατάω με όλη μου τη δύναμη, και όλους τους δίσκους και τις ταχύτητες στο φουλ, πετάλι.
   Όταν με προσπέρασε ο Σαχτζάτ ξαφνιάστηκα. Όχι τόσο για το παράλογο του πράγματος. Για το πώς ένας φορτωμένος ποδηλάτης μ’ ένα παλιοποδήλατο με δυναμό με προσπερνούσε. Αλλά κυρίως για το χαμόγελό του. Αυτή τη φορά το μόνο που πρόσεξα σ΄ αυτόν ήταν ένα εγκάρδιο σκανδαλιάρικο χαμόγελο, που μου θύμισε τις παιδικές μου κόντρες με τ’ αγόρια στο χωριό. Είμαι σίγουρη πως αν δεν ήταν ο θόρυβος της λεωφόρου θα άκουγα και το «γκλαν» από το παλιομοδίτικο κουδουνάκι του.
Τον άφησα για λίγο να προπορεύεται, ξεχνώντας κάπως το μανιασμένο αέρα, την πόλη που κατάπινε ανελέητα τις διαμαρτυρίες και τις προσευχές των ανθρώπων της, τα μαραμένα λουλούδια της πλατείας Κοραή και την αδυναμία μου να διαχειριστώ τη φθορά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Έβλεπα τη λευκή μουσουλμάνικη φορεσιά του να ανεμίζει και να μπερδεύεται στη γρασαρισμένη αλυσίδα του. Ένιωθα την παιχνιδιάρικη αγωνία του καθώς κοιτούσε από το καθρεφτάκι αν τον πλησιάζω.
   Ο αέρας ξαφνικά δυνάμωσε. Η πόλη εκείνο το βράδυ έμοιαζε αποφασισμένη να μας μιλήσει. Να μας πετάξει τα σκουπίδια της στο πρόσωπο. Να μας δείξει τις πληγές της. Και πώς να επουλώσεις ένα τραύμα που ακατάσχετα αιμορραγεί; Με τι ανάσα να της δώσεις το φιλί της ζωής; Όταν κι εσύ είσαι ιστός και όργανο ζωτικό της. Και πάσχεις από την αμεριμνησία των περαστικών και των βουβών επαναλήψεων.
   Γι΄ αυτό έτρεχα δαιμονισμένα εκείνο το βράδυ. Για να ξεφύγω από την πόλη και τις ακατάληπτες εμμονές της. Από τα «βασανίζομαι» στους τοίχους της. Αλλά η πόλη με ακολουθούσε. Και με προσπέρασε. Μ΄ ένα άνετο κι ανάλαφρο ρυθμό. Με ρούφηξε με τη μουσική μιας μυστικής μπάντας. Και μ΄ ένα παιδικό χαμόγελο. Με μια οδύνη μιας αλλόκοτης ηδονής.
   Είχε ήδη νυχτώσει. Είναι η στιγμή που χάνεις ξαφνικά το παιδί που είσαι και πρέπει απότομα να μεγαλώσεις. Γιατί η νύχτα έρχεται. Γιατί τα παιδιά δεν αγαπούν το σκοτάδι. Όταν προσπέρασα για δεύτερη φορά το Σαχτζάτ δεν πρόσεξα ούτε τα μάτια του, ούτε το χαμόγελό του. Ήμουν ήδη μεγάλη. Και η πόλη με είχε καταπιεί.
   Ταράχτηκα μόλις το άκουσα στις ειδήσεις. Πάντα ταράζομαι όταν ακούω για «συμβάντα» με ποδηλάτες. Πόσο μάλιστα αυτή τη φορά. Ύστερα διάβασα στο διαδίκτυο τις λεπτομέρειες. Με ανακούφιση –προσωρινή- διαπίστωσα πως δεν πρόκειται για το δικό μου Σαχτζάτ. Το άτυχο θύμα ήταν νέος. Μόλις είκοσι εφτά. Ο δικός μου είχε γκρίζα μαλλιά. Το θυμάμαι. Ίσως μόνο αυτό πρόσεξα πάνω του τη δεύτερη και τελευταία φορά που τον προσπέρασα. Κι ένα ανεξίτηλο σκανδαλιάρικο χαμόγελο. Ως ανάμνηση παιδική που όμως τη δολοφόνησαν για πάντα.