Ίταλο Καλβίνο, Η νύχτα με απέρριπτε
«[…]Έφτασα στο λιμάνι. Η θάλασσα δεν έλαμπε, την καταλάβαινες μονάχα από το θόρυβο που έκανε χτυπώντας στο γλιστερό τοίχωμα του μόλου, και από την αρχαία μυρωδιά της. Ένα αργό κύμα είχε πιάσει δουλειά στους βράχους. Μπροστά στη φυλακή περπατούσαν οι δεσμοφύλακες. Κάθισα στο μόλο, σ’ ένα σημείο προφυλαγμένο από τον άνεμο. Μπροστά μου ήταν η πόλη με τα αβέβαια φώτα της. Ήμουν νυσταγμένος και αποθαρρημένος. Η νύχτα με απέρριπτε. Και δεν περίμενα τίποτα από τη μέρα. Τι έπρεπε να κάνω; Θα ήθελα να χαθώ μέσα στη νύχτα, να αφοσιωθώ ψυχή τε και σώματι σ’ αυτήν, στο σκοτάδι της, στην εξέγερσή της, αλλά καταλάβαινα ότι αυτό που με έλκυε σ’ αυτήν ήταν μια μουγκή, απελπισμένη άρνηση της μέρας. Τώρα πια ούτε η Λουπέσκου του στενοσόκακου με τραβούσε πλέον: ήταν μια τριχωτή και κοκαλιάρα γυναίκα, και το σπίτι της βρωμούσε. Θα ήθελα από κείνα τα σπίτια, από εκείνες τις σκεπές, από εκείνη τη βουβή φυλακή, να ζυμωθεί κάτι και να σηκωθεί, να ξυπνήσει, να ξεκινήσει μια διαφορετική μέρα. «Μονάχα οι μεγάλες μέρες», σκέφτηκα, «μπορούν να έχουν μεγάλες νύχτες[…]»
*
[Από την Είσοδο στον πόλεμο του Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) ―εκδ. Καστανιώτης-2005, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης
[Επιλογή του φίλου Μανώλη Γιούργου στο fcbk]
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.