Τόμας Μαν, εκδ. Οδυσσέας, μτφ. Τούλα Σιέτη.
«Δεν υπάρχουν υποκείμενα… κάθε υποκείμενο είναι εκπρόσωπος ενός ολόκληρου είδους«.
Γκαίτε
Τι το κοινό
έχουν μυθιστορήματα σαν το
Paradiso του Λίμα, το
Middlemarchτης Έλιοτ, το
Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ, τον
Οδυσσέα του Τζόυς, το
Θάνατο του Βιργιλίου του Μπροχ, το
Ζοφερό οίκο του Ντίκενς και τους
Μπούντενμπροκς του Μαν; Η προφανής απάντηση είναι ότι πιάνουν απίστευτο χώρο σε μια βιβλιοθήκη αφού ξεπερνούν τις 800 σελίδες το καθένα, είναι υπεύθυνα για τη μη αναστρέψιμη κυρτότητα των ραφιών της καθώς και για την γκρίνια που προκαλεί η έλλειψη ελεύθερου χώρου στο σπίτι ενός βιβλιόφιλου…
Πάντα αναρωτιόμουνα γιατί τα περισσότερα μυθιστορήματα απ’ αυτά που θεωρούνται αριστουργήματα είναι τόσο ογκώδη, λες και η ποιότητά τους εξαρτάται από την ποσότητα των λέξεων που περιέχουν. Ενώ το λιλιπούτειο Πέδρο Πάραμο, δεκάρι με τα όλα του, που βρίσκεται απομονωμένο σε κάποια αδιευκρίνιστη γωνιά της βιβλιοθήκης μου, θα έδειχνε τόσο λίγο πλάι τους. Μήπως γιατί η περιπλάνηση σε ένα δάσος μου φαίνεται πιο γοητευτική από μια βόλτα σε έναν κήπο, όσο εξαίσιος κι αν είναι αυτός; Ή μήπως γιατί με έλκουν τα μυθιστορήματα-εγκυκλοπαίδειες, στα οποία προσδοκώ να βρω απαντήσεις για ένα σωρό ερωτήματα;
«Οι Μπούντενμπροκς» είναι η ιστορία μιας ισχυρής και παραδοσιακής οικογένειας της Λυβέκης, που αρχίζει στα 1835 με τον γέρο Γιόχαν Μπούντενμπροκ και τελειώνει με τον Χάννο, τον δισέγγονό του στα 1877. Στην ουσία όμως η αφήγηση επικεντρώνεται στα τρία εγγόνια του Γιόχαν: τον Τόμας, που αναλαμβάνει τα ηνία της εμπορικής φίρμας της οικογένειας, τον Κρίστιαν και την Τόνυ. Ο Τόμας Μαν μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την οικονομική, τη φυσική και την πνευματική παρακμή τους. Παρόλο που θεωρητικά είχαν όλες τις δυνατότητες να ευτυχήσουν κανείς τους δεν τα κατάφερε. Ούτε αυτοί που θυσίασαν τις επιθυμίες τους για χάρη του ονόματος που έφεραν αλλά ούτε αυτοί που δεν το έκαναν. Θα έλεγε κανείς ότι τους εμπόδιζε μια ανώτερη δύναμη ή μάλλον γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η παρακμή ενός ατόμου είναι συνέπεια μιας κοινωνικής και ιστορικής παρακμής καθώς αντιστοιχεί στην αντικειμενική πραγματικότητα. Όλες οι προσπάθειες του Τόμας Μπούντενμπροκ, τέκνου μιας άλλης εποχής, να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα της οικονομικής ανάπτυξης είναι μάταιες και τον οδηγούν σε αδιέξοδο. Η εποχή των οικογενειακών εταιριών με ηθικούς κώδικες και μέριμνα για τα κοινά είχε παρέλθει. Οι πολίτες της Βασίλισσας του Χάνζε, της πόλης-κράτους Λυβέκης, έδιναν τη θέση τους στους αδίστακτους Γερμανούς αστούς του τέλους του 19ου αιώνα.
«Εμείς, αγαπημένη μου κόρη, δεν γεννηθήκαμε γι’ αυτό που, μυωπικά βλέποντας, θεωρούμε ότι αποτελεί τη δική μας, μικρή, προσωπική ευτυχία, γιατί δεν είμαστε ξεκομμένα, ανεξάρτητα, μεμονωμένα όντα που υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά οι κρίκοι μιας αλυσίδας, και θα ήταν αδιανόητη η ύπαρξή μας, αυτή η μορφή ύπαρξής μας, δίχως τη σειρά όλων εκείνων που προηγήθηκαν και που μας έδειξαν το δρόμο, ακολουθώντας κι αυτοί με τη σειρά τους μια δοκιμασμένη και άξια σεβασμού παράδοση με αυστηρότητα και δίχως παρεκκλίσεις«.
Ο Τόμας Μαν, γόνος μιας αντίστοιχης οικογένειας της Λυβέκης, χρησιμοποιώντας τον ρεαλισμό του ως «καθρέφτη της ζωής», μας παραδίδει μοναδικά πορτρέτα χαρακτήρων συνθέτοντας μια ολοζώντανη τοιχογραφία εκείνης της εποχής. Όλα κυλούν τόσο φυσικά, τόσο αβίαστα, που έχεις την αίσθηση ότι τίποτα δε θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Ανεκπλήρωτοι έρωτες, αμέτρητοι συμβιβασμοί χάριν του καθήκοντος και της οικογενειακής φίρμας και οικογενειακές συγκρούσεις περιγράφονται χωρίς την παραμικρή παραχώρηση στο ρομαντισμό ή στην κοινοτοπία.
Το κύριο αφηγηματικό όπλο του Μαν είναι η λεπτή του ειρωνεία. Μια ειρωνεία μοναδική, που λειτουργεί ως φίλτρο μέσα απ’ το οποίο περνάει όλη του η αφήγηση. Έτσι ο Γερμανός δημιουργός καταφέρνει να διατηρεί αποστάσεις απ’ όλους τους χαρακτήρες του, ενισχύοντας την αντικειμενικότητα της αφήγησης ενώ ο αναγνώστης τους γνωρίζει μέσα από τις αντιφάσεις τους. Δεν υπάρχουν θετικοί ή αρνητικοί χαρακτήρες. Όλοι τους είναι απλά άνθρωποι.
«Οι Μπούντενμπροκς» είναι για μένα ο ορισμός του μυθιστορήματος. Στέρεο, ακλόνητο, κλασικό σαν τα παλιά κτήρια της Λυβέκης. Φτιαγμένο να διαρκέσει αιώνια. Ο Φώκνερ το είχε χαρακτηρίσει ως το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Γνωρίζοντας όμως και την μάλλον αντίθετη άποψή του για τον»Οδυσσέα» θα αναφωνούσα: Ζήτω ο ορισμός αλλά ζήτω και η εξαίρεσή του!
«_Μα τι τρέχει Τομ; Θα ‘πρεπε να ήσουν χαρούμενος! Όλα πάνε καλά. Εδώ σεργιανάμε στον κήπο σου και όλα μοσχοβολάνε. Εκεί είναι το καινούριο σπίτι σου, ένα σπίτι όνειρο. Όλα αυτά εσύ τα κατάφερες…
_Ναι, είναι σχεδόν παραπάνω απ’ όσο πρέπει ωραίο, Τόνυ. Μού δίνει μεγάλη χαρά η προοπτική όλων αυτών, όμως η προκαταβολική αυτή χαρά ήταν, όπως πάντα, το καλύτερο, γιατί το καλό έρχεται πάντα πολύ αργά, ολοκληρώνεται πάντα πολύ αργά, όταν πια δεν μπορείς να το χαρείς σωστά… Τι είναι επιτυχία; Μια μυστική, απερίγραπτη δύναμη, περίσκεψη, ετοιμότητα… η συνείδηση ότι ασκώ απλά και μόνο με την ύπαρξή μου κάποια πίεση στις κινήσεις της ζωής γύρω μου… Η πίστη ότι χειραγωγείται η ζωή προς όφελός μου… Ευτυχία και επιτυχία βρίσκονται μέσα μας. Πρέπει να τις κρατήσουμε:γερά, βαθιά… Βλέπεις, Τόνυ… Ξέρω ότι συχνά τα εξωτερικά, ορατά και απτά γνωρίσματα και σύμβολα της ευτυχίας και της ανόδου εμφανίζονται τότε όταν στην πραγματικότητα έχουν πάρει όλα πάλι την κατιούσα. Αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα χρειάζονται χρόνο μέχρι να φτάσουν, όπως το φως ενός αστεριού σαν κι αυτά κει ψηλά, που δεν ξέρουμε, όταν ακτινοβολεί φωτεινότατο, αν ετοιμάζεται να σβήσει ή αν είναι ήδη σβησμένο...»
*

Τόμας Μαν
Οι Μπούντενμπροκς
Εκδόσεις Οδυσσέας
μτφ. Τούλα Σιέτη
*
©
Το κείμενο, τις σημειώσεις, καθώς και όλες τις εικόνες που το κοσμούν θα τις βρείτε στον ιστότοπο του Ναυτίλου.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.