Ο Philippe Borgeaud υπογραμμίζει όμως ένα σημείο νευραλγικό: Για τον ιστορικό ή για τον ανθρωπολόγο, το ισλάμ, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός, ο βουδισμός, ο ανιμισμός ή ο ινδουισμός δεν υπάρχουν καθ’ εαυτούς, όπως δεν υπάρχουν και οι θεοί με τους οποίους συσχετίζουμε αυτές τις θρησκείες. Άρα η θρησκεία δεν είναι παρά τα λόγια, τα αισθήματα και οι πράξεις όσων ανακηρύσσονται υπέρμαχοι ή πολέμιοί της. Για να αντιληφθούμε αυτή τη θεμελιώδη απόκλιση ανάμεσα στην κοινή λογική και την παρατήρηση των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι απαραίτητο να γίνει σύγκριση στις δοξασίες. Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα: Mπορούμε ακόμη να επιδείξουμε απιστία; Με επίκεντρο το παραπάνω ερώτημα, αναλύει τα συστήματα της σκέψης περί θρησκειών και μας καλεί να εξετάσουμε εκ νέου τους μύθους και τα ιδρυτικά κείμενα που συνέβαλαν στο να μεταμορφώσουμε τις προγονικές πρακτικές και δοξασίες σε «θρησκείες».
Απόσπασμα
Οι «θεοί» δεν περίμεναν τους Έλληνες φιλοσόφους και τους μονοθεϊστές εκπροσώπους της θρησκευτικής πολεμικής, για να γίνει λόγος γι᾽ αυτούς. Από τη στιγμή που τους συναντάμε, είτε σε αιγυπτιακά είτε σε μεσοποταμιακά είτε σε ελληνικά κείμενα, τους βλέπουμε να υποβάλλονται σε κριτική σε τέτοιο βαθμό που, αν έπρεπε —για την ευχέρεια της ανάλυσης και προσωρινά— να δώσουμε μία έννοια στη λέξη θρησκεία, μία έννοια που εντέλει θα τροποποιήσουμε, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα σύστημα πρακτικών και δοξασιών που επικαλείται την παρέμβαση υπερφυσικών οντοτήτων, «θεών», και που διεκδικεί μια υπερανθρώπινη αυθεντία· θα προσθέσουμε όμως αμέσως ότι πρόκειται για ένα σύστημα που αμφιβάλλει για τον εαυτό του. Αυτή η αμφιβολία υπάρχει ήδη στις αρχαιότερες αφηγήσεις που έχουν φτάσει ώς εμάς. Διακρίνεται από τον Όμηρο και τη Θεογονία του Ησιόδου (8ος αιώνας π.Χ.), έως και μετά την πραγματεία Περί ευσεβείας του Θεόφραστου, μαθητή του Αριστοτέλη (4ος αιώνας π.Χ.). Από αυτό το γονιμοποιημένο έδαφος, οι αντίστοιχες θέσεις των αρχαίων φιλοσόφων, στωικών, επικούρειων ή σκεπτικών θα έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν ποικιλοτρόπως. Συγκροτούνται στο πλαίσιο των περιβαλλόντων πολυθεϊσμών, των πρακτικών και των δοξασιών της πόλης: δεν αντιδρούν σε αυτά, δεν τα αντιμετωπίζουν εχθρικά, αλλά τα επεξεργάζονται. Ένα διστακτικό βλέμμα στρέφεται μάλιστα προς τις εικόνες των θεών, τα αγάλματά τους, τα ονόματα που τους δίνονται, την προέλευση των θυσιών που τους προσφέρονται. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε, στα ίχνη αυτής της «θεολογίας», να αναπτύσσονται αφηγήσεις που επιδιώκουν να εξηγήσουν από πού προέρχονται οι τελετουργίες, οι θυσίες, οι λατρευτικές εικόνες, αλλά διακρίνουμε και έναν συνεχή στοχασμό περί ευσέβειας. Οι Αρχαίοι, στους οποίους επανέρχονται και τους οποίους επανερμηνεύουν άοκνα οι Νεότεροι, αφηγούνται πολλές ιστορίες γι᾽ αυτό το θέμα. Αυτή η «θεολογία» σε διαρκή αναδιοργάνωση προϋποθέτει μια ικανότητα εξωτερίκευσης, αποστασιοποίησης, ακόμα και ειρωνείας. Ορισμένες αναπαραστάσεις των Ολύμπιων είναι ενδεικτικές μιας τέτοιας ελευθερίας. Και σίγουρα είναι επίσης ενδεικτικά κάποια χωρία της παλαιάς μεσοποταμιακής ή της αιγυπτιακής ποίησης: στη συνέλευσή τους οι θεοί κλαίνε ή μαλώνουν, ζηλεύουν και υποφέρουν. Στη σκηνοθεσία τους αχνοφαίνεται η δυνατότητα ανάδυσης ενός κριτικού λόγου, αλλά δεν έχει τίποτε ασεβές. Δείχνει ότι υπάρχει, στον ίδιο τον πυρήνα του κυρίαρχου λόγου, μια δυνητική θεολογία της απόκλισης. Ίσως άλλωστε αυτή να είναι η αιτία της ιδιαίτερης γοητείας αυτής της απολαυστικής μυθολογίας, που δεν συναντάμε μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού, και σε προγενέστερο χρόνο. […]
✳︎
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.