Διώνη Δημητριάδου, Αδώνιδος κήποι ―κυκλοφορεί

Από τις ΑΩ εκδόσεις

ΣΤΟ ΜΕΤΡΗΜΑ

Κομμάτια κι αποσπάσματα ζωής
αργοσαλεύοντας
νυχτερινά ομοιώματα
γκρίζες σκιές
απ’ τα υγρά πλακόστρωτα μαζεύοντας
ώς το ξημέρωμα

Έπειτα
πολύ προσεκτικά το μέτρημα
μη γίνει λάθος και συναριθμηθούν
με τους παρόντες
οι φίλοι που ολοένα λιγοστεύουν

Στο τέλος πια σαν αποκάμουν
πολύτιμο φορτίο τα ίχνη αποθηκεύουν
μην και σβηστούν από την πρωινή δροσιά
και θριαμβεύσει ο θάνατος

✳︎

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ε. Χ. Γονατάς: Μικρές και παράξενες ιστορίες

Από τις εκδόσεις Πατάκη, 2025 / Σελ. 376

Σχεδόν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, βλέπω ακόμη τον Ε. Χ. Γονατά να ψάχνει έντρομος στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα που πάντα κουβαλούσε, θαρρείς σαν γιατρός, για να βρει το πολύτιμο εργαλείο που θα τον βοηθούσε καλύτερα στην εξερεύνηση του κόσμου: τα γυαλιά του, ένα κολλύριο για τα μάτια, μια φωτοτυπία, ένα απόκομμα εφημερίδας, τα κλειδιά του. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ε. Χ. Γονατάς: Μικρές και παράξενες ιστορίες»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Cento maroni

Έργο με κατάληξη τραγική
σε μια σκηνή
με μια μαχαιριά

αγωμένος δρόμος κάπου στο κέντρο της πόλης. Κανείς διαβάτης, χαμηλός φωτισμός, ξαφνικοί άνεμοι, κλειστές βιτρίνες. Όλα στολισμένα με λαμπιόνια που υπακούν στωικά στο τάδε ή το δείνα πρόγραμμα. Θα κάνουν το ίδιο μέχρι να καούν, να γίνουν παρανάλωμα. Μια φιγούρα περπατά με δυσκολία. Σέρνει πίσω της έναν υπολογίσιμο όγκο. Κάθε τόσο σταματάει, ρίχνει μια ματιά στο φορτίο του, στέκει μια στιγμή και έπειτα πάλι προχωρεί σέρνοντας το ακαθόριστο εκείνο πράγμα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Cento maroni»

Κωνσταντίνος Ν. Μακρής, Το πιπινόδασος

Είχανε πιάσει από νωρίς τα πόστα μες στα σύδεντρα. Οι στάλες της ομίχλης σταλάζανε στο χώμα ομού με τη χρυσή βροχή και την υγρασία των νεαρών τους ανθισμένων ως μπουμπούκια─ αιδοίων τους. Καθισμένες οκλαδόν, άφηναν την κάψα τους ν’ ανέβει σαν καπνός απ’ αναμμένο τζάκι μες στο δάσος. Άλλες με δίκτυα στα πόδια σαν ψαράς που περιμένει υπομονετικά μα και πυρετικά τη λεία του. Όλες με ψηλά στιλέτα που καρφώνονταν στο νοτισμένο καφεκίτρινο χώμα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Κωνσταντίνος Ν. Μακρής, Το πιπινόδασος»

Γεωργία Κανελλοπούλου: Τραγουδώντας την ιστορία της Αφρικής

Αλλού η ιστορία γράφεται στους δρόμους, αλλού στους τοίχους, αλλού απ’ τις παρέες, επισήμως από τους νικητές, ανεπισήμως μιλιέται από γενιά σε γενιά και ίσως κάτι μείνει, οι GRIOTS όμως στη Δυτική Αφρική την τραγουδάνε! Ναι, υπάρχει ένας τόπος που η λέξη “Ιστορία” δεν φέρνει στο νου χοντρά βιβλία, ημερομηνίες, ονόματα, αλλά… τραγούδι!
Ένας Griot (είδα κάπου πως προφέρεται γκρι-ο, αλλού το βρήκα γκριότ) είναι τροβαδούρος ΚΑΙ ιστορικός ταυτόχρονα – μια κατάσταση που ξεκίνησε το 13ο αιώνα στο Μάλι. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Γεωργία Κανελλοπούλου: Τραγουδώντας την ιστορία της Αφρικής»

Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Νονέιμ

Διακόπτει,
συνεχίζει, προχωρά
με κουτσό βήμα
οδεύει ολοταχώς
χωρίς
προορισμό
Δ. Τσιρώνης “Ψευταπαντήσεις” εκδ. μελωφοβία

 

αφήγημα

Όταν βγήκε από το μέγαρο της ασφάλειας δεν ήταν ο ίδιος. Το σμόκιν του ήταν τσαλακωμένο, ο ίδιος έφερε εκδορές. Μα περισσότερο από όλα μια τσακισμένη αξιοπρέπεια. Κάθισε στα ατέλειωτα σκαλοπάτια του εμβληματικού κτιρίου και αισθάνθηκε σαν βασιλιάς δίχως βασίλειο. Η αντίθεση τον έκανε να χαμογελάσει πικρά. Η ζωή βρίσκει τρόπους να συνεχίσει. Αυτό συνήθιζε να το λέει με στόμφο η μητέρα, ακόμη και όταν πια είχε απομείνει ελάχιστη, στριμωγμένη κάπου μες στο σώμα της. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Νονέιμ»

Λεωνίδας Καζάσης, λιογέρματα γεμάτα γάρμπο

Την αναχώρηση ψαύοντας, ενώ ο Ανδρέας από την Λευκωσία, με καρπούς Ποίησης, ευφραίνοντας, την τιθάσευσε

Στων δεινών τη βοή με ρίξαν, δίχως να ερωτηθώ.
Παιδί ευπόρων σε ευμάρεια τριγούσα κλώνους εύκαρπους,
μα η θάλπη έλειπε!
Πέρασαν χρόνια στης μοναξιάς το περιθώριο,
διαβάζοντας, γράφοντας, κολυμπώντας.
Ανθρώπους εγνώρισα, που, οι μισοί με πλησίασαν, Συνεχίστε την ανάγνωση του «Λεωνίδας Καζάσης, λιογέρματα γεμάτα γάρμπο»

Κυριακή Βυρίνη, Τρία φρούτα για μια φέτα ήλιου

ΤΡΙΑ ΦΡΟΥΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΕΤΑ ΗΛΙΟΥ
(παραλλαγές σ’ έναν στίχο)
Three Fruits for a Slice of Sun
(variations on a verse)

Εισαγωγή
Τα τρία ποιήματα που ακολουθούν κινούνται γύρω από έναν κοινό πυρήνα εικόνων: ένα μούσμουλο κι ένα κεράσι — μικρά, καθημερινά δώρα που μετατρέπονται σε αισθητηριακές ρωγμές του χρόνου. Από τη λυρική ανάμνηση της παιδικής κλοπής του φωτός, στη σκληρότητα του παζαριού του κόσμου και τέλος στη σιωπηλή, οικιακή στιγμή ενός πρωινού, το μοτίβο επιστρέφει κάθε φορά σαν απόηχος: το απλό πράγμα που κρατά μέσα του αναπάντεχη ευτυχία.

Σ’ αυτές τις παραλλαγές, η πράξη της γεύσης, της αφής, της προσφοράς γίνεται τρόπος να δοκιμαστεί το βάρος και η τιμή — όχι μόνο της γλύκας, αλλά και της καθημερινότητας όπου αυτή γεννιέται. Τα ποιήματα συνομιλούν μεταξύ τους όπως τρεις σκιές ενός ίδιου φωτός, μεταφέροντας την ιδέα ότι ακόμη και μέσα σε κόπο, σκόνη ή ειδήσεις που βαραίνουν, κάτι μικρό μπορεί να επιστρέφει το αίσθημα της ημέρας στον άνθρωπο.

I. Λυρικό – τα παιδιά που κλέβουν το φως

Του καλοκαιριού η αυλή
όπου ξεχασμένα τα φρούτα ωριμάζουν·
ο ήλιος σκιές μετρά
και τα παιδιά που κάποτε ήμασταν
τις κλέβουν
Ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
λέξεις από θόρυβο γυμνές,
δάχτυλα που ακουμπούν το φως
πριν σβήσει
Η αγάπη θυμάμαι
ήταν πάντα κάτι που
στα χείλη μαλάκωνε
λίγο προτού χαλάσει

I. Lyrical — the children who steal the light

The courtyard of summer,
where forgotten fruits ripen;
the sun counts shadows,
and the children we once were
still steal them.
A ripe loquat, a tended cherry —
words stripped of noise,
fingers brushing the light
before it fades.
I remember:
love was always something
that softened on the lips,
just before it spoils.

✳︎

II. Υπαρξιακό / Κοινωνικό – στου κόσμου το παζάρι

Στου κόσμου το παζάρι —
βλέμματα όλα τα ζυγίζουν
Ο ήλιος ψήνει τη φτώχεια
σε τελάρα πλαστικά·
κι ο έρωτας, όταν περισσεύει,
στο τέλος πουλιέται της ημέρας
φρούτο που ντύθηκε η σκόνη
Ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
λαιμός γυναίκας που περίμενε,
ιδρώτας άντρα που δεν τόλμησε
γιατί λησμόνησε πώς
η γλύκα τιμή έχει
Μα όταν στο σπίτι επιστρέφω
αυτό — κι ας άδεια τα χέρια,
κι ας χώμα ακόμη φορτωμένα
κι ήλιο —
κάπως, ελπίδα φέρει.

II. Existential / Social

In the market of the world,
eyes that weigh everything.
The sun bakes poverty
in plastic crates;
and love, when it’s left over,
is sold at day’s end —
fruit touched by dust.
A ripe loquat, a tended cherry —
the neck of a waiting woman,
the sweat of a man who dared not,
for he forgot that
sweetness, too, has honor.
Yet, when I’m back at home,
though my hands are empty,
still heavy with soil
and sun —
somehow, it feels like hope.

✳︎

III. Ρεαλιστικό / Καθημερινό – δώρο πρωινού

πρωί και
λοξά στον νεροχύτη μπαίνει ο ήλιος,
τις μέρες που πέρασαν μετράει
στον πάγκο, το ψωμί,
δίπλα
ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
δώρο γειτόνισσας,
σ’ ένα κομμάτι εφημερίδας τυλιγμένα
τ’ αγγίζω· το δάχτυλο κολλάει
μια στιγμή μόνο,
πριν η μέρα ξανά
στα «πρέπει» να βουλιάξει.
στο ραδιόφωνο πολιτικοί,
καύσωνες, χρηματισμοί, πολέμοι —
αλλ’ εγώ το φως κοιτάζω πώς γλιστρά
πάνω στου μούσμουλου τη φλούδα.
άραγε χωρά
η ευτυχία όλη του κόσμου
σε δυο φρούτα —
δώρο κερδισμένο
ένα πρωινό;

III. Realistic / Everyday — morning gift

Morning —
and the sun slants into the sink,
counting the days gone by.
On the counter, bread;
beside it,
a ripe loquat, a tended cherry —
a neighbour’s gift,
wrapped in a piece of newspaper.
I touch them; my finger sticks.
A moment only,
before the day sinks again
into its “musts.”
On the radio: politicians,
heatwaves, markets, wars —
but I stand watching the light
slip over the loquat’s skin.
I wonder — could it be
that all the world’s happiness
would fit
into two fruits —
a hard-won gift
of a morning?

✳︎

©Κυριακή Βυρίνη

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎