Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Para la Salud

Έργο ελαφρότατης ειρωνείας
και
αχνού χαμόγελου

σωτερικό μεγάρου. Τεράστια έδρανα, πελώριες πόρτες από χοντρό ξύλο. Ένα διαρκές μουρμουρητό πλανάται στον αέρα. Πανομοιότυπες φιγούρες, μαύρες μολυβιές στην απεραντοσύνη των αιθουσών. Ένας ψηφιακός πίνακας μετράει προοδευτικά, φθάνει ως το νούμερο ενενήντα εννέα, έπειτα ξαναρχίζει. Το φως πέφτει στο εσωτερικό από δυο μεγάλους γυάλινους φεγγίτες με εγκλωβισμένα πουλιά. Ο κύριος Χοπ τρέχει με τα σκαρπίνια του να χτυπούν στα μάρμαρα. Τακ τοκ, όλο και πιο γρήγορα. Έχει ραντεβού με τον κύριο Φίλιπ, νεαρό μα υποσχόμενο δικηγόρο, ο χρόνος θα δείξει πολλά ή λίγα. Ο κύριος Χοπ, σταματάει εμπρός στην αίθουσα. Συμβουλεύεται μια λίστα πάνω στο κλειστό φύλλο της ξύλινης θύρας.)  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Para la Salud»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το σκάρτο πράγμα

Εργάκι με γλαροπούλια
πλαστικές καρδιές
και απομεινάρια ημερών

κουπιδότοπος, κάπου μακριά από την πόλη. Στον ορίζοντα, στο βάθος της σκηνής, διαδοχικοί λόφοι σκουπιδιών, ρόδινα δειλινά και γλαροπούλια. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ένα μέρος ειδυλλιακό και ας πρόκειται για τους τόπους  όπου αποθέτουμε τ’απομεινάρια της ζωής μας. Δυο τύποι, όχι πάνω από τριάντα χρονών, στέκουν με την πλάτη ακουμπισμένη σε ένα σορό σακιά. Είναι ξέχειλα από ένα ακαθόριστο υλικό και τους βολεύουν μια χαρά. Στη μια πλευρά, ένας τεράστιο φορτίο από μαζεμένες, πλαστικές καρδιές. Όσα αφήνουν πίσω τους οι μέρες, θα πει κάποιος. Οι δυο τύποι μοιάζουν κατάκοποι, γύρω τους έχουν διάφορα σκουπιδόχαρτα, κάθε τόσο ρίχνουν μερικά στον τενεκέ δίπλα τους. Στραπατσαρισμένος και αυτός όπως όλα τριγύρω, κάτι σαν το τοπίο σε κάποια από την αθησαύριστες φωτογραφίες της Ρώμης του 1960. “Εκεί που τελειώνει η ανθρωπιά” θα μπορούσε να λέγεται ολόκληρο αυτό το το σαγηνευτικό κατά τα άλλα τοπίο. Τα ονόματά τους ας πούμε πως είναι Τζιοβάνι και Άλεξ.)  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το σκάρτο πράγμα»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ντριν!

Εργάκι με θέμα του την επικαιρότητα
και
έναν επίμονο χτύπο τηλεφώνου
που εντείνει την αγωνία,
τι αγωνία δηλαδή;
Τίποτις!

κηνικό παλαιοπωλείου. Αμέτρητα πράγματα βαλμένα σε απέραντες βιβλιοθήκες, όλων των λογιών τα τεντζερέδια, γκλίτσες, ειδή αγροτικά και άλλα πολύ φολκλόρ. Θα τρώγανε όλες τις σκηνικές οδηγίες αν τ’αράδιαζα αναλυτικώς, όχι στ’αλήθεια, μα στην έκταση του χρόνου που ‘ναι το στοίχημα, που’ναι το στοίχημα. Τρεις άνδρες ντυμένοι με κατάμαυρα κοστούμια, μοιράζονται τη σκόνη του μαγαζιού. Στέκουν στεφανωμένοι από τα ράφια που σας είπα και μοιάζουν με τους σοφούς της αιωνιότητας, έτσι που στηρίζουν μια προτομή, μια εκδοχή τους. Κάτι σοβαρό συζητούν και στο τραπεζάκι εμπρός τους σωθήκανε οι μεζέδες. Ένας έχει βγάλει τα δαχτυλίδια του και τα έχει αφήσει εκεί απάνω, άγνωστο σε τι παιχνίδι τα’χει ποντάρει. Μια λάμπα χαμηλωμένη σκεπάζει τις ντροπές τους. Όσο για τα ονόματά τους, ας πούμε πως πρόκειται για τους κυρίους κυρίους Αντωνάκη, τον κύριο Κώστα και τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, τον επονομαζόμενο και Γιασεμάκη.) Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ντριν!»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Δονεπεζίλη*

Screenshot

Θεατρικό έργο
ή
περισσότερο ένας μονόλογος

πομακρυσμένο χωριό κάπου στις ελληνικές εξοχές. Τα έχετε δει, στέκουν σκαρφαλωμένα στις πλαγιές και τα τρώει ο χρόνος. Το σπίτι χαμηλό, εξαίσιο δείγμα κυβισμού και βάλε, τι να σας λέω. Συμπληρώματα ασβεστωμένα, στερεωμένα καλά. Κατακόκκινη η σκεπή του, κάποιος το φεγγάρι έχει σκοτώσει, αλλιώς τέτοια χρώματα δεν χτίζονται. Ο ηλικιωμένος στη σάλα και τώρα περνούμε στη σκηνογραφία του έργου. Το τζάκι στην άκρη, ένα κρεβάτι με ατημέλητα τα σκεπάσματα, ένας καναπές κάπως παλιομοδίτικος με γυρίσματα στις άκρες και βαριοί. Μια βιτρίνα στην απέναντι γωνιά, δυο συμμετρικά παράθυρα και η τηλεόραση που δεσπόζει. Πόρτες σαθρές, πίσω από τον ηθοποιό το καντήλι που καίει λίγο φως να μας περάσουν τα σκοτάδια, τώρα και χθες και πάντα. Κάποτε λογάριαζα πως με αυτά τα φωσάκια οι άνθρωποι λένε τις πίκρες τους, τώρα πια είμαι σίγουρος. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Δονεπεζίλη*»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στο περίπτερο ξέρουν

Έργο των καιρών
που έκπτωτοι
κηρύχθηκαν

κηνικό λιτού μα περικλεούς μεγάρου, κάπου στα πέριξ της πόλεως, κανείς δεν θυμάται πια ακριβείς διευθύνσεις και τα ρέστα. Στην είσοδο χαγιάτι ανήλιαγο και ο φύλακας, ένας γέρος με περιβολή στρατιωτική ενός άλλου καιρού. Κοιμάται και ονειρεύεται πως ήταν λέει η Βάρκιζα ψέμα. Το προαύλιο διαθέτει ακριβά, τι ακριβά δηλαδή πανάκριβα τροχοφόρα και ένα δυο δεντράκια, έτσι για την πόζα και τον ίσκιο όταν καταφτάνουν οι άνθρωποι του τύπου. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στο περίπτερο ξέρουν»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Έρως, ο ξιφήρης

Σκηνή από ένα έργο

Mπαρόκ σκηνικό παλιάς πόλεως με περίτεχνες προσόψεις. Έμποροι, μικροϋπάλληλοι, εργάτες του δήμου, πωλητές αφεψημάτων, διαφημιστές ιατρικών σκευασμάτων με κάποιον ταλαίπωρο για μοντέλο να συμμετέχει στην επιχείρηση, με αντάλλαγμα λίγο ρούμι ή ένα πιάτο φαί. Κανείς δεν μπορεί να τα’χει όλα. Στο βάθος της σκηνής τα τραπεζάκια της πλατείας, ένα δυο γεμάτα. Στο κεντρικό οι ηθοποιοί ντυμένοι με καλοκαιρινή πουκαμίσα, ακίνητοι, σαν παρατημένες μαριονέτες. Ένας νέος εισβάλλει στη σκηνή,τα ρούχα του σκισμένα, στους τρόπους και το φέρσιμό του μια τρομερή αβεβαιότητα. Δεν ξέρει πού πηγαίνει, πλησιάζει εκείνους τους δυο.

Νέος: Ξέρετε, ξέρετε (κομπιάζει) που βρίσκεται η συνοικία που λέει το χαρτί; Είμαι φοιτητής και σε αυτό το κομμάτι της πόλης δεν έχω ξαναβρεθεί.

Άνδρας Α, Τζόζεφ: Καλημέρα νεαρέ. Φοιτητής, είπατε; Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Έρως, ο ξιφήρης»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μεκόνγκ Ρίβερ

με τα μέσα του φωτός

ύλινη προβλήτα χαμένη μες στην ομίχλη. Αχνοφαίνεται το φανάρι για τα πλοία που εισέρχονται και πιο φανερά στη σκηνή, ένας φανοστάτης με ιαμβικά τεχνάσματα και το αδύναμο φως του. Κάθε τόσο ακούγονται τα μεγάλα πλοία που κορνάρουν, θαρρείς και κανείς δεν προσέχει πως λείπουν πια από το πόστο τους. Ένας νεαρός στέκεται εκεί στην άκρη. Η αγωνία του είναι φανερή. Τριγύρω και άλλοι, σκιές ακροβολισμένες, ψυχές σε άτακτη υποχώρηση. Για ευκολία θα λέγονται σκιές, ένα, δύο και τα λοιπά. Μόνον ο νέος θα έχει ένα όνομα, ας πούμε Τζόζι. Τον φωνάζουν Τζόζι και ίσως μας φανερώσει παρακάτω τι περιμένει μες στην θολή νυχτιά. Λοιπόν, Τζόζι;)

 Τζόζι: (μονάχος του, οι άλλοι μένουν κρυμμένοι, μόνο υποψίες τους έχει, επειδή πηγαίνει κάθε νύχτα) Είναι ώρα. Πάντα, τέτοια ώρα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μεκόνγκ Ρίβερ»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Άλμα

μικρό θεατρικό σε μια
μεγάλη σκληρή σκηνή

λαμπ Σόλιντορ. Παρίσι, Πορτ ντ’Ιταλί, συνοικία κακόφημη με αερογέφυρες και αυτοσχέδιες σόμπες με βαρέλια των καινούριων αθλίων. Το μαγαζί δεν δίνει σημάδια για την ύπαρξή του. Μονάχα μια επιγραφή με σβησμένα όλα τα γράμματα εκτός από το «ρ» της μυστηριώδους λέξεως Σόλιντορ. Οι μύστες ξέρουν και στη σκηνή μες στο μισοσκόταδο, με ένα φανάρι του δρόμου μόνο και την είσοδο εκείνου του μαγαζιού κάτι σκιές περνούν και χάνονται πίσω από τα σκηνικά, επαναλαμβανόμενα, έρχονται και φεύγουν όπως οι σκιές στις ζωές μας, ακριβώς έτσι. Αργά πέφτει σκοτάδι, τώρα ακούγονται μόνο τα βήματα και αχνοφέγγει το φανάρι του δρόμου, χαμηλωμένο και αυτό, κίτρινο, όλο ντροπή. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Άλμα»