Δημήτρης Μαμαλούκας, Σκότωσε σαν τον Στίβεν Κινγκ ―κυκλοφορει [απόσπασμα]

Κριστίν 

Σόχο, Νέα Υόρκη, Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019 

16.06 
Σήκωσα το χέρι. Μόλις με είδε πλησίασε με γρήγορο βήμα.
Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι οχτώ χρόνων. Είχε κανονικό ύψος, μαύρα μακριά μαλλιά που χύνονταν στους ώμους κι ένα πρόσωπο που νόμιζες ότι είχε βγει από πίνακα αναγεννησιακής ζωγραφικής. Είχε ένα σκουλαρίκι στο φρύδι κι άλλο ένα στη μύτη. Φορούσε φθαρμένα μαύρα αθλητικά παπούτσια, μαύρο παλτό, γκρίζα μάλλινη μπλούζα και κολλητό μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Ένα τατουάζ, ένας κινέζικος δράκος, έβγαινε από την μπλούζα της και σκαρφάλωνε στο πλάι του λευκού λαιμού της. Μασούσε τσίχλα και δεν προσπαθούσε να το κρύψει.
«Ο Ρέι; Έχω έρθει για την αγγελία…» είπε με βραχνή φωνή. «Ναι, η δεσποινίς Κριστίν Άσλεϊ;»
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έκανε ένα νόημα ζητώντας μου την άδεια να καθίσει απέναντί μου.
«Παρακαλώ!» είπα και μετά έπεσα στην παγίδα των ματιών της. Κι όμως, μέχρι τώρα, δεν ήμουν τέτοιος τύπος. Αλλά, όπως λένε, για όλα τα πράγματα υπάρχει μια πρώτη φορά. 

Είχαν ένα βαθυπράσινο χρώμα κι έδειχναν μια ζωντάνια που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το στόμα και τα χείλη της, που φανέρωναν ατέλειωτη θλίψη, σαν να είχε μόλις μάθει τον χαμό των γονιών της. Μου φάνηκε ότι κουνούσε νευρικά τα χέρια. Έβγαλε  την τσίχλα και την εξαφάνισε, μάλλον σε κάποια τσέπη ή την κόλ- λησε κάτω από το τραπέζι. Μια αρτηρία χτυπούσε συνεχώς στον κρόταφό της. Στη συνέχεια το βλέμμα μου έπεσε στα δάχτυλά της. Μακριά, λεπτά, με φαγωμένα νύχια. 

Το επόμενο δευτερόλεπτο άφησε το βιβλίο μπροστά μου. 

«Έχω αυτό», είπε κι ανασηκώθηκε λίγο για να βγάλει το παλτό της. Δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω το λεπτό της κορμί. 

Ήξερα τι ήταν από τη στιγμή που το είχα δει στα χέρια της: μια από τις πρώτες εκδόσεις του Σάλεμς Λοτ. Αν ήταν ένα πρώτα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης θα άξιζε ένα σωρό λεφτά. Για να το μάθω αρκούσε να ρίξω μια ματιά στο αυτί του καλύμματος. Το έκανα και βεβαιώθηκα. 

Ήταν άλλο ένα συνηθισμένο αντίτυπο. 

Είχα κοιτάξει την τιμή του βιβλίου. Ήταν 7,95 δολάρια. Αν έγραφε 8,95 θα άξιζε χιλιάδες δολάρια. Με τέτοιο κάλυμμα ήταν γνωστά μόνο οχτώ αντίτυπα στον κόσμο. Κι αυτό γιατί ο εκδότης την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη για την τιμή, τα 8,95 δολάρια του φάνηκαν πολλά, και μείωσε την τιμή κατά ένα δο- λάριο, καταστρέφοντας όσα καλύμματα είχαν τυπωθεί με την παλιά τιμή. Ελάχιστα όμως βγήκαν στην κυκλοφορία. Κι έπειτα υπήρχε και μια δεύτερη σπανιότητα. Μερικά βιβλία με τη σωστή τιμή των 7,95 δολαρίων ανέφεραν στο αυτί του βιβλίου, λανθα- σμένα, «Πάτερ Κόντι» αντί για το σωστό «Πάτερ Κάλαχαν». Δυστυχώς το αντίτυπο της Κριστίν δεν ήταν καν η πρώτη έκδοση. 

«Ναι… Είναι ένα αντίτυπο χωρίς καμιά ιδιαίτερη αξία…» είπα χαμογελώντας της. Εκείνη ξεφύσηξε, αλλά σχεδόν αμέσως άφησε μπροστά μου μια φωτογραφία. 

«Κι αυτή; Ίσως σ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Ήταν μέσα στο βιβλίο. Νομίζω ότι ο ένας απ’ τους τρεις είναι ο Κινγκ». 

Ένιωσα ένα ελαφρό σκίρτημα. Πήρα τη φωτογραφία και την κοίταξα προσεκτικά. Ήταν έγχρωμη, αλλά παλιά, μικρού σχήματος, πιθανότατα τραβηγμένη τη δεκαετία του ’60 ή του ’70. Παραδόξως ήταν αρκετά καθαρή. 

Απεικονίζονταν τρεις νέοι άντρες. Χαμογελούσαν και πόζαραν με την ανεμελιά των χρόνων τους, ίσως και της εποχής, μπροστά από μια κόκκινη Chevrolet, ενώ ακόμα πιο πίσω διακρινόταν ένα σπίτι με μια κεκλιμένη στέγη. 

Η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπάει πιο δυνατά. 

Τρεις άντρες. Τρεις νέοι άντρες. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβω βυθίστηκα στο σύμπαν που τόσο καλά γνώριζα. Στο σύμπαν που ήταν η ζωή μου. 

Η μανία με τον Κινγκ. 
Ο δεξιά ήταν αναμφίβολα ο Στίβεν Κινγκ. Δεν ήταν τόσο το μεγάλο του ύψος ή τα χαρακτηριστικά χοντρά γυαλιά που μ’ έκαναν να βεβαιωθώ, όσο η ριγωτή μπλούζα που φορούσε, την οποία αναγνώρισα από μια άλλη, πασίγνωστη φωτογραφία της εποχής, που την είχα δει δεκάδες φορές. 

Τη συγκεκριμένη φωτογραφία όμως δεν την είχα ξαναδεί. 

«Γύρισέ την απ’ την άλλη», είπε η Κριστίν με τη βραχνή φωνή της, που φαινόταν να έχει μια ανεπαίσθητη χροιά πόνου. 

Το έκανα. Στο λευκό φόντο κάποιος είχε γράψει με μπλε στυλό τρεις λέξεις και μια χρονολογία. Η γραφή είχε ξεθωριάσει με τον χρόνο, ωστόσο διαβαζόταν ακόμα: 

Χάρολντ – Τζον – Στιβ 1966 

Ένιωσα μια ανατριχίλα να διατρέχει όλο μου το κορμί. Όχι τόσο για το όνομα Στιβ όσο για το Τζον. Μα προπαντός για το σπίτι. Το σπίτι το αναγνώρισα αμέσως. 

Αυτή η επικλινής στέγη. Αυτό είναι σίγουρα… 
Ξεροκατάπια και προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο για να μην προδώσω το κύμα ενθουσιασμού που με τύλιγε ολοένα. Οι συλλέκτες γνωρίζουν πολύ καλά αυτό το τρέμουλο, το φτερούγισμα στην καρδιά που σε πιάνει όταν πέφτεις πάνω σε κάτι πραγματικά σπάνιο, και κάνεις τα πάντα για να το κρύψεις, τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς. 

«Λοιπόν, τι λες; Είναι ο Κινγκ ο ψηλός δεξιά;» 

«Να σας προσφέρω ένα ποτό;» πρότεινα, χαμογελώντας ξανά, αλλά σχεδόν αμέσως το πρόσωπό της σκοτείνιασε. 

«Δεν πίνω», είπε κοφτά. «Ένα τσάι είναι μια χαρά». 

Ζήτησα συγγνώμη και μαζί με το τσάι της παρήγγειλα κι ένα σκέτο μπέρμπον Knob Creek. Όταν μου το έφεραν και ήπια την πρώτη γουλιά ένιωσα έτοιμος να συνεχίσω τη συναλλαγή. Ακόμα κι αν πέσεις πάνω στη δίτομη Βίβλο του Γουτεμβέργιου μη φανερώσεις τον ενθουσιασμό σου, ήταν η συμβουλή του Τζέικ, του φίλου μου με το παλαιοβιβλιοπωλείο, και προσπαθούσα να την ακολουθώ πιστά. 

«Λοιπόν, μις Άσλεϊ, όλα δείχνουν πως αυτός ο ψηλέας είναι όντως ο Κινγκ… αλλά θα μου επιτρέψετε να συμβουλευτώ λίγο το τάμπλετ μου;» 

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μετά κοίταξε το ρολόι της. Φανέρωνε, απροκάλυπτα πια, έναν έντονο εκνευρισμό. Ξεφύσηξε δυνατά. 

«Σε πειράζει να πάω έξω για ένα τσιγάρο;» με ρώτησε ενώ είχε ήδη σηκωθεί. «Δεν πιστεύω να μου βουτήξεις τη φωτογραφία;» 

«Παρακαλώ», είπα σιγανά. «Όχι βέβαια, θα σας περιμένω εδώ». 

Έφυγε ρίχνοντας στους ώμους το παλτό της. Την ακολούθησα με το βλέμμα μέχρι την πόρτα κι έπειτα έβγαλα από την τσάντα το τάμπλετ μου. Το συνέδεσα με τον σκληρό δίσκο που κουβαλού- σα μαζί μου κι αποτελούσε ένα μέρος από το αρχείο μου για τον Στίβεν Κινγκ. 

Φυλούσα εκεί μέσα πάνω από χίλια εξώφυλλα βιβλίων, άλλες τόσες φωτογραφίες με υπογραφές (η υπογραφή του Βασιλιά όλα αυτά τα χρόνια άλλαζε, όπως ήταν φυσικό) και αφιερώσεις του, αλλά και όσες φωτογραφίες του είχαν δημοσιευτεί στον Τύπο ή κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο. 

Ήξερα ήδη ότι η φωτογραφία ήταν αδημοσίευτη, αφού δεν την είχα ξαναδεί, όμως ήθελα να ελέγξω κάτι άλλο. Περιηγήθηκα στο περιεχόμενο του δίσκου και βρήκα πολύ γρήγορα τον φάκελο με τις φωτογραφίες της εποχής, τότε δηλαδή που ο Κινγκ σπούδαζε στο Ορόνο, στο Πανεπιστήμιο του Μέιν. Δεν ήταν πολλές και δεν δυσκολεύτηκα να βρω εκείνη που είχα στο μυαλό μου. 

Θυμόμουν σωστά: ο Κινγκ φορούσε την ίδια ριγωτή μπλού- ζα. Το παντελόνι ήταν διαφορετικό, αλλά όλα τα άλλα ταίριαζαν απόλυτα. Το αδύνατο και λίγο καμπουριαστό σώμα, τα γυαλιά με τον χοντρό μαύρο σκελετό, το ίσιο μαλλί, το ειρωνικό χαμόγελο, το σχεδόν διαβολικό βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε: «Μια μέρα θα σας δείξω εγώ». 

Και μας έδειξε. 
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ και συμβουλεύτηκα ξανά τη φωτογραφία. Ήμουν σίγουρος πως ήταν αυθεντική, αλλά θα το επιβεβαίωνα σ’ έναν ειδικό. Στράφηκα προς την πόρτα. Η Κριστίν δεν φαινόταν πουθενά. Είχα λίγο χρόνο ακόμα να μελετήσω τους δυο άλλους άντρες της φωτογραφίας. Τον αριστερό, με το όνομα Χάρολντ, δεν τον είχα ξαναδεί. Αλλά τον μεσαίο, αυτόν που λεγόταν Τζον τον ήξερα επίσης. Κι αν η διαίσθησή μου ήταν σωστή, τότε η φωτογραφία μπορεί να οδηγούσε σε κάτι άλλο που είχε ασύλληπτη αξία. 

Έψαξα γρήγορα σ’ ένα άλλο αρχείο του δίσκου με φωτογραφίες. Το σπίτι ήταν το ίδιο, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν το σπίτι όπου έμενε ο Τζον. Κι η Chevrolet κάτι μου έλεγε, αλλά δεν θυμό- μουν καλά. Σίγουρα δεν ήταν του Κινγκ. Ίσως ν’ ανήκε στον τρίτο της φωτογραφίας, τον Χάρολντ. Έπρεπε να το ψάξω στο σπίτι μου, στο αρχείο μου.