Το μαγαζί το πήρα από τον πατέρα μου. Εκείνος διαδέχτηκε τον παππού μου. Κτίσμα παλιό – περιουσία της προγιαγιάς – στην καρδιά του Παρισιού. Αρκετά μικρό. Όταν πρωτάνοιξε, το μεγαλύτερο μέρος του εμπορεύματος ήταν τοποθετημένο κάτω από μια φιστικί τέντα στο πεζοδρόμιο. Όμως, τόσο κεντρικό, που νόμιζες πως εκεί, κάτω απ’ την τέντα, χτυπά η καρδιά της πόλης. Κανένας περαστικός δεν θα μπορούσε να μην το προσέξει. Κανένας δεν θα μπορούσε να προσπεράσει χωρίς να σταθεί, να χαζέψει έστω τα χρώματα, να ανασάνει τα αρώματα. Πόσο μάλλον εκείνος. Όσο να πεις , τους ποιητές τους συγκινεί λίγο παραπάνω από τον υπόλοιπο κόσμο η ομορφιά των λουλουδιών.
Η αίθουσα που έκανε τις απαγγελίες των ποιημάτων του βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το ανθοπωλείο. Ήταν γνωστός στο Παρίσι και για κάθε του εμφάνιση πληρωνόταν πολύ καλά. Καθόταν στο παράθυρο. Με σταθερή φωνή ,ύφος ρωμαλέο απήγγειλε κάθε επαναστατικό στίχο. Φευγαλέα κοιτούσε τον δρόμο. Ο παππούς μου πίστευε πως είχε την ελπίδα να τη δει να περνάει. Την Τατιάνα. Έχω ακούσει χιλιάδες φορές αυτή την ιστορία. Πέρασε – κειμήλιο- από γενιά σε γενιά. Έγινε κατά κάποιο τρόπο έμβλημα του καταστήματός μας. Ο Βλαντιμίρ θα έφευγε. Θα γύριζε στη Ρωσία. Γνωριζόντουσαν μόλις ένα μήνα. Της ζήτησε να τον παντρευτεί, να την πάρει μαζί του. Αρνήθηκε. Ό,τι έβρισκε ελκυστικό πάνω του ταυτόχρονα την τρόμαζε. Η δύναμη, η ορμή του, οι ιδέες του, ακόμα και η σωματική του διάπλαση. Ένιωθε σαν κρίνο που κινδύνευε να το συνθλίψει ο απόλυτος έρωτάς του. Μπορεί αυτό να τον πλήγωνε, μα το καταλάβαινε.
Έλα στη διασταύρωση
των μεγάλων μου
και αδέξιων χεριών
Της έγραφε. Ό,τι την έπαιρνε μακριά του ήταν ταυτόχρονα αυτό που τον έλκυε. Παράξενη σχέση.
Όλες τις λεπτομέρειες ο παππούς μου τις έμαθε μετά τον χωρισμό τους. Πριν από την αναχώρησή του , ο Μαγιακόφσκι επισκέφτηκε το ανθοπωλείο. Ζήτησε τον υπεύθυνο και είπε πως θα κατέθετε ένα μεγάλο ποσό στην τράπεζα για να στέλνουν κάθε βδομάδα στην αγαπημένη του ένα εντυπωσιακό μπουκέτο λουλούδια με μία κάρτα που θα έγραφε από τον Μαγιακόφσκι. Ο πατέρας μου μού έλεγε πάντα πως το επάγγελμά μας δεν είναι μόνο η διακόσμηση , οι ανθοδέσμες , η φροντίδα των φυτών. Είμαστε και τ’ αφτιά που θα ακούσουν τη λύπη ή τη χαρά του πελάτη, δεν θα πούμε κουβέντα, παρά μόνο θα πάρουμε πληροφορίες , θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με τα λουλούδια τις αποχρώσεις της ψυχής του, που τελικά ένα κομμάτι της μένει εδώ. Αυτό το κομμάτι το λειψό, το πληγωμένο ή το πλημμυρισμένο από χαρά. Λυτρώνεται από την άνοιξη που πασχίζουμε να του χαρίσουμε. Έτσι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Ο παππούς μου δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε το ποσό που ο ποιητής κατέθεσε στην τράπεζα. Όπως του είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο ποιητής, έβαλε στον λογαριασμό του όλα τα έσοδα από τις απαγγελίες που έκανε στην πόλη. Δεν κράτησε ούτε για τα ναύλα. Ο παππούς μου τότε αποφάσισε. Την πρώτη φορά θα έστελνε τριαντάφυλλα. Την άλλη μέρα το μπουκέτο έφτασε στην πόρτα της με μια κόκκινη βελούδινη κορδέλα. Έκπληκτη διάβασε την κάρτα μπροστά στον διανομέα και φάνηκε να δάκρυσε. Την επόμενη εβδομάδα η έκπληξή της μεγάλωσε. Μετά έδειχνε σαν να το περίμενε, μα πάντα άνοιγε βιαστικά την κάρτα, διαβάζοντας από τον Μαγιακόφσκι.
Ο καιρός περνούσε. Κάπως έτσι φτάσαμε σε έναν σκληρό Απρίλη. Στις 14.1930. Βούιξε ο τόπος. Βρέθηκε στο σπίτι του με μια σφαίρα στον κρόταφο. Ο παππούς μου δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ίσως ήταν μακάβριο να στέλνει λουλούδια στην Τατιάνα από έναν νεκρό αποστολέα. Όμως, το ποσό στην τράπεζα ήταν τεράστιο. Θα ένιωθε σαν να κλέβει έναν τάφο αν δεν το έκανε. Φοβόταν μήπως το κορίτσι θυμώσει , μήπως τρομάξει ή πληγωθεί. Τον θυμόταν να επιμένει , σχεδόν παρακαλώντας , για το πόσο επιθυμούσε να μην παραλείψουν ούτε βδομάδα την αποστολή των μπουκέτων. Περίμενε να περάσουν μερικές μέρες. Έστειλε μετά τον υπάλληλό του με μια αγκαλιά αγριολούλουδα. Η Τατιάνα άνοιξε την πόρτα με τα χαρακτηριστικά αλλοιωμένα από το κλάμα. Με τρεμάμενα χέρια πήρε την ανθοδέσμη , χωρίς να διαβάσει το μήνυμα. Την κράτησε τόσο σφιχτά στα χέρια της , που οι βιολέτες άρχισαν να σκορπίζουν μικροσκοπικά μωβ πέταλα παντού στο πάτωμα.
Αργότερα, τα χρώματα συναντούσαν το κενό στα μάτια της, την απορία… κι εκείνο το μήνυμα πάντα ίδιο, ανέγγιχτο απ’ το χρόνο, τον έφερνε μπροστά της, ακμαίο όπως τότε… Πώς ήταν δυνατό; Εκείνος, ο νεκρός της, τής έδινε παρηγοριά στα επόμενα δύσκολα χρόνια, στους ακόμα πιο άγριους Απρίληδες του πολέμου. Όταν φοβόταν, διάβαζε τους στίχους του, όταν ο θάνατος την κύκλωνε σκεφτόταν τη στιγμή που θα τον ξανασυναντούσε.
Ζυγώνει η ώρα που θα βρεθούμε ξανά; Δεν ξέρω. Σε έναν άλλο κόσμο ο έρωτάς μας μπορεί να είναι εφικτός. Λαμβάνω ακόμα τα λουλούδια σου. Ο ανθοπώλης γέρασε. Όμως εκείνα, φτωχικά πια, ο,τι μπορεί κανείς να βρει μέσα σε τόσο χαλασμό, στέκουν δροσερά στο νερό και μου θυμίζουν πως είμαστε ακόμα άνθρωποι, ψυχές ζωντανές, που μπορεί ν’ αγαπάμε μέσα σε θάλασσες μίσους, να ονειρευόμαστε την ομορφιά, ενώ μας ζώνει ο θάνατος. Όταν τρέμω από φόβο, διαβάζω τις κάρτες σου. Όταν πεινάω πουλώ τα άνθη που μου στέλνεις. Επιβιώνω γιατί εσύ το θέλησες. Με προστατεύεις με εκείνα τα μεγάλα αδέξια χέρια σου. Τώρα που είσαι άγγελος έγιναν σίγουρα φτερούγες… Δεν ξέρω πού να στείλω τα γράμματα που σου γράφω . Τα δένω στα περιστέρια και τα στέλνω ψηλά. Αν με κάποιο τρόπο τα διαβάζεις, να ξέρεις, σ’ ευχαριστώ και σ’ ευχαριστώ και πάντα θα σ’ ευχαριστώ!
Τατιάνα
Αυτό το γράμμα βρίσκεται ακόμα στο συρτάρι του μαγαζιού. Βρέθηκε στα σκαλοπάτια του σπιτιού της από το παιδί που της πήγαινε τις ανθοδέσμες. Ίσως λύθηκε από το πόδι κάποιου περιστεριού, ίσως η ίδια το πέταξε για να το πάρει ο άνεμος. Δεν ξέρω. Πάντως έφτασε στα χέρια του πατέρα μου, που εντωμεταξύ είχε αναλάβει την επιχείρηση και μετά στα δικά μου. Πολλές φορές λέω να το δώσω σε κάποιο μουσείο ή όταν ταξιδέψω στην πατρίδα του να το αφήσω στον τάφο του. Άλλες φορές σκέφτομαι ότι εδώ, μέσα στο ανθοπωλείο άφησε τις τελευταίες του ελπίδες για εκείνη. Πώς θα ένιωθε άραγε αν ήξερε ότι με την ευγενική του αυτή κίνηση της έσωσε τη ζωή; Το γράμμα είναι η απάντησή της σε αυτή την κίνηση. Μέσα στο συρτάρι έχω βάλει λεβάντες να το συντροφεύουν. Καμιά φορά η μυρωδιά τους απλώνεται σ’ όλο το χώρο. Τότε σαν το άρωμα να καλεί την αύρα του, αισθάνομαι πως στέκεται στην πόρτα, κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
*
©Καίτη Παπαδάκη

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.