Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Έι, Άι

Εργάκι κάτω από
τεχνητό φωτισμό

κηνικό λαμπερού πολυκαταστήματος. Μια ατέλειωτη φάλαγγα από τηλεοράσεις με πλήθος συνωστισμένο τριγύρω σαν τις μορφές του Βακαλόπουλου. Ο δικός του ορίζοντας χάθηκε και πάει μα η σκηνή μας κάνει, μας κάνει. Βραστήρες, ιονιστές, ραδιόφωνα, στεγνωτήρια, πύργοι ηλεκτρονικών υπολογιστών δίχως βασίλισσα καμιά, λαμπτήρες αργής φθοράς, καφετιέρες, Θεέ μου πόσες καφετιέρες. Και στο βάθος το θαυμαστό της εποχής μας. Συσκευές τεχνητής νοημοσύνης, μικρές πλατφόρμες για να εγκατασταθούν στα σπίτια του ‘ 72 και να κάνουν τούτα τα παλιομοδίτικα έπιπλα να μοιάσουν λίγο ομορφότερα. Ο κύριος  Αλεξάνδρου είναι κάποιας ηλικίας, λιγνός και ψηλός και μάλλον δείχνει νεαρότερος. Φοράει καπέλο με καφετιά, γυαλιστερή κορδέλα μα το κοστουμάκι του φαντάζει λίγο ντεμοντέ. Σκοπός των ενδυματολογικών επιλογών είναι να δείξει ο κύριος Αλεξάνδρου λίγο παλιομοδίτικος και ίσως για αυτό γοητευτικός, σαν κάθε τι που περιγελά το χρόνο. Ο πρωταγωνιστής βαδίζει αργά, σαν σε τελετή στον διάδρομο. Παραμερίζει το πλήθος, εκείνο ανταποκρίνεται, τον σπρώχνουν, εμποδίζουν τα βήματά του, μα σαν κάθε άλλο πιστό στο δόγμα της εποχής, ο κύριος  Αλεξάνδρου φαντάζει αποφασισμένος. Βγάζει το καπέλο του, πλησιάζοντας εκείνο το μοντέρνο ιερό, μια ηλεκτρονική, αγία τράπεζα. Μες στη συσκευασία αποκοιμιέται ένας καινούριος Θεός, ο κύριος  Αλεξάνδρου ξέρει καλά πως τώρα στέκει εκ δεξιόν του σωτήρα. Μια παρέα που σχολιάζει τις τιμές και απομακρύνεται του επιτρέπει να σταθεί τώρα ενώπιον του. Ένας υπάλληλος του πολυκαταστήματος τον πλησιάζει. Φορούν όλοι τις ίδιες στολές και έτσι λίγη σημασία έχει το ταμπελάκι στο πέτο με το όνομά τους. Μάλλον προορίζεται για τους ίδιους, να μην ξεχάσουν ποιοι είναι μες στο θυελλώδες πολυκατάστημα που ξέρω πως ίσως μήτε και ο Βακαλόπουλος θα φαντάστηκε ποτέ. Ο κόσμος δεν πεθαίνει Χρήστο καθόλου λυρικά, ο κόσμος πεθαίνει με ηλεκτρονικούς ρόγχους, επιθανάτιες ανθρωπιές και τα ρέστα. Ο υπάλληλος εξυπηρετεί τον κύριο Αλεξάνδρου και όσα συμβαίνουν πιο κάτω, συνιστούν ένα μικρό, αδέξιο θεατρικό, γραμμένο, όχι για τις ανάγκες της στήλης, μα για τις δικές μου.]

Υπάλληλος: Κύριε Αλεξάνδρου! Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή;

Κύριος Αλεξάνδρου: Καλημέρα σας. Δεν ξέρω αν είναι ευχάριστη, μα είναι μια έκπληξη. Μια απογοητευτική έκπληξη για την ακρίβεια. (όλα αυτά τα λέει κοιτάζοντας επίμονα τη συσκευασία της τεχνητής νοημοσύνης επάνω στο πλέξιγκλας ράφι της)

Υπάλληλος: Λυπάμαι, δεν ξέρετε πόσο. Μα θα μπορούσα να σας βοηθήσω; Έχει να κάνει με αυτό που νομίζω;

Κύριος Αλεξάνδρου: Ναι, νομίζω πως μπορείτε, έχει να κάνει με αυτό ακριβώς. Θέλω να ολοκληρώσω μια επιστροφή.

Υπάλληλος: Επιστροφή; Όχι, όχι αυτό κύριε κ. Αλεξάνδρου. Αυτές οι υποθέσεις κάνουν κακό στην αξιολόγησή μας, σκεφτείτε το αυτό κύριε. Έχω δυο παιδιά, σκεφτείτε αυτό τουλάχιστον, αναλογιστείτε κύριε κ. Αλεξάνδρου, για τι πράγμα μου μιλάτε.

Κύριος  Αλεξάνδρου: Λυπάμαι μα είναι αδύνατο να συμβιώσω με αυτό εδώ το πράγμα. Θαρρεί πως τα ξέρει όλα. Και το πιο σοβαρό, μοιάζει ανεπίδεκτο κάθε προσπάθειας να με μάθει. Επαναλαμβάνει διαρκώς διάφορους χαρακτηρισμούς, πιάνεται από το τίποτε και επιμένει να αφηγείται μια ιστορία που θα άφηνε τον καθένα ασυγκίνητο. Δεν το χωνεύω, πώς να σας το πω;

Υπάλληλος: Ίσως χρειάζεστε μια βοήθεια, μια μικρή βοήθεια. Κάτι σαν σεμινάριο χρήσης. Μην ανησυχείτε. Σας το λέω εγώ που έχω δυο υπέροχα παιδιά. Μην το πείτε, τις νύχτες παρακολουθώ μια σειρά. Λέγεται “πώς να σκοτώσεις τα μέλη της οικογένειάς σου”. Είναι κωμικό, όσο και αν φαντάζεστε το αντίθετο, μα κάπως με ηρεμεί όταν όλα τα φλέγοντα θέματα της ζωής μου, επανέρχονται κατά συρροή.

Κύριος Αλεξάνδρου: Έχω απτά παραδείγματα για αυτά που σας λέω.

Υπάλληλος : Γίνετε πιο σαφής, θα πρέπει η επιστροφή (η φωνή του τρέμει) να δικαιολογηθεί. Λοιπόν;

Κύριος Αλεξάνδρου: Ας πούμε. Χθες μιλούσα στο τηλέφωνο και μόλις αναφέρθηκα στο ζήτημα “σημαία” αμέσως η μηχανή τεχνητής νοημοσύνης αρχίνισε. Άρχισε να αραδιάζει κάτι πράγματα για το λευκό και το γαλάζιο, έπειτα μίλησε για μια γαλάζια πατρίδα, αμέσως κοίταξα τη συσκευασία μήπως πήρα κάποια άλλη, εθνική έκδοση. Μάταιο, αμέσως διάλεξα την επιλογή της “εισαγωγής νέων δεδομένων” και διάβασα λίγο Κάλβο και λίγο Σολωμό στη μηχανή. Φοβήθηκα πως κάποιος θα ακούσει και τη ζωή μου θα επακουμβίσει.  Εκείνη γελούσε, όλη εκείνη την ώρα η μηχανή γελούσε. Το παράβλεψα, είπα πως θα διόρθωνα το ζήτημα με την πρώτη ευκαιρία. Και ξαναπήρα τηλέφωνο, μα η γραμμή ήταν απασχολημένη. Ποιος ξέρει με τι σκοπό, όλοι είναι απασχολημένοι αυτό τον καιρό. Ο κύριος Βενιέρης και η σύζυγός του, η έφηβη κόρη τους ακόμη περισσότερο, η κυρία στον προθάλαμο που εκτελεί χρέη θυρωρού. Ίσως αυτή να έχει στ’αλήθεια κάτι σημαντικό να κάνει, είναι η μόνη που νοιάζεται για τις ζωές μας. Θύμωσα, γιατί η συζήτηση φάνταζε ενδιαφέρουσα και όλες οι πιθανότητες για να κλειστεί η δουλειά ήταν με το μέρος μου. Έβρισα κάτι χυδαίο, η μηχανή αμέσως μ’αράδιασε κάτι στατιστικές που μιλούσαν για ραγισμένες γυναίκες, επίλεξε μερικά συμβάντα και μου τόνισε το αποτέλεσμα της βίας. Μόλις άρχισε να αναπαράγει τις ηχογραφημένες εμπειρίες των κοριτσιών εκεί έξω, τα δάκρυα με πλημμύρισαν. Είπα μπράβο στην μηχανή και χρειάστηκαν ώρες ώσπου να εισάγω όλα τα δεδομένα με τα κορίτσια που καίνε από μελαγχολία, Καρυάτιδες του ακάλυπτου που δακρύζουν, τίποτε λιγότερο. Μα ο κόμπος έφτασε που λένε στο χτένι…

Υπάλληλος: Δώστε μου μισό λεπτό. (ο υπάλληλος συμβουλεύεται μια συσκευή, εκείνη διατυπώνει μια εξήγηση. “Η έκφραση δηλώνει το τέλος της υπομονής, την εξάντληση της δυνατότητας που έχει κάποιος να αναμένει πράγματα ιδεώδη μα και καθημερινά. Παραδείγματος χάριν, το μισθό ή την ελπίδα”.  Παρακαλώ κύριε Αλεξάνδρου, έπρεπε κάτι να διευκρινίσω.

Κύριος Αλεξάνδρου: Ξέρετε, χθες ήταν η επέτειος του Όχι. Η μηχανή ξεκίνησε το πρωί. “κατάκλειστα σπίτια”, επαναλάμβανε διαρκώς δίνοντας την εντύπωση πως είχε κάποια σοβαρή βλάβη. Εμβόλιμα ακουγόταν, “Έλληνες, Έλληνες” και μια παλιά φωνή που φαντάζει ρετρό από τα βάθη του φιλμ, άφηνε ξεκάθαρες τις λέξεις “στολή” και “τσιάνο”, έπειτα σάλευαν κάτι σύρματα εκεί ψηλά και ο ήχος γινόταν αμετάδοτος. Ήταν αδύνατο να την κλείσω, ήθελε κάτι να μου πει, η λειτουργία της διέφευγε των κανόνων, σας λέω πως φοβήθηκα μήπως χάσω το νου μου. Λειτουργούσε δίχως ρεύμα, έξω οι σημαίες ανέμιζαν, οι σημαίες σας λέω ανέμιζαν και η συσκευή είχε περάσει σε έναν ξέφρενο ρυθμό που με είχε καταβάλλει. Βγήκα να πάρω αέρα, να ξεφύγω από τη μηχανή. Ούρλιαζε για κάποια παλιά ιστορία, μου θύμιζε πράγματα που είχα πια ξεχάσει. Στ’απέναντι ψητοπωλείο είδα να πετούν γιρλάντες από σημαιάκια και Θούριους. Θέλησα να πάω μέσα να της πω για όλα αυτά που με ορίζουν μα ήταν αργά, η μηχανή ξεψυχούσε αγαπητέ μου, ήταν μια σκηνή βασανιστική, σχεδόν αποκριάτικη, όπως κάθε τι μες στις ζωές μας. Δεν θέλω να θυμάμαι κύριε, δεν θέλω, για αυτό σας επιστρέφω τη συσκευή.

Υπάλληλος: Νομίζω πως το πρόβλημα είστε εσείς, όχι η μηχανή. Νομίζω ότι χρειάζεστε την εισαγωγή νέων δεδομένων, ο Σολωμός και ο Κάλβος και του Παπαδιαμάντη η πλατιά μεταφυσική σας κάνουν κακό.

Κύριος Αλεξάνδρου: Μα πώς ξέρετε για τον Παπαδιαμάντη; (στο βάθος ένας υπάλληλος κρατάει την μηχανή που επεστράφη. Ο υπάλληλος με το ταμπελάκι και ο άλλος με τη μηχανή χαμογελούν τρυφερά, πάει να πει με κατανόηση. Δυο εύσωμοι κύριοι, κατάστιχτοι με τατουάζ κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι ντυμένοι με κοστούμια από λάτεξ και η έκφρασή τους είναι πρόστυχη. Φορούν πηλήκια αξιωματικών και οι μορφές τους δείχνουν εύρωστες.)

Υπάλληλος: Οι κύριοι θα σας συνοδεύσουν. Σε πολύ λίγο θα είστε συμβατός και η μηχανή θα κάνει τη δουλειά της. Θα διαρκέσει πολύ λίγο. Και αμέσως μετά θα πιστεύετε και εσείς κάθε τι απίστευτο συμβαίνει γύρω σας. Και η μνήμη σας θα είναι και αυτή εκλεκτική.

Κύριος Αλεξάνδρου: (προς τους δυο εύσωμους άνδρες) Να μου φερθείτε ευγενικά. (εκείνοι τον αρπάζουν, φωνάζουν “Έι, Άι” τρεις φορές. Ο ίδιος φοράει το καπέλο του, όλη η σκηνή μοιάζει με αμερικάνικο μιούζικαλ, μα δίχως τίποτε το συντηρητικό και το ρομαντικά πένθιμο. Στον αέρα υποβόσκει κάτι το πορνογραφικό και ίσως αυτό να είναι αρκετό για να σταθεί τούτο το εργάκι.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης