[…σαν μια καρδιά σε κίνδυνο…]
Τον κοιτούσαν από το ράφι τους. Πάντα σκονισμένα, παλιά κιόλας από την ώρα της γέννησής τους. Με τίτλους και εξώφυλλα και ανάγλυφες μορφές και πολύχρωμους χαρακτήρες. Και οπισθόφυλλα που χωρούν σε μια στιγμιαία αγωνία τους τη σύνοψη μιας ολόκληρης ζωής. Τίποτε το συγκινητικό δεν έχουν τα βιβλία μες στο σκονισμένα ράφια, ίσως μια γοητεία, μια λεπτομέρεια κάπως γραφική. Οι ιστορίες τους, όμως, οι χαρακτήρες τους όμως, αυτοί διαθέτουν το δικό τους μαρτύριο, τη δική τους ζωή, δεκάδες θύελλες τους κατατρέχουν. Πρόσωπα βαλμένα σε σύντομες ιστορίες ή πάλι ήρωες μυθιστορηματικοί που παλεύουν με χιλιάδες κύματα ώσπου να κυλήσουν στην εσχατιά της αίσθησης, ώσπου να πέσουν θύματα του χαρακτήρα ή του πάθους τους. Άνθρωποι είναι και αυτοί που αποζητούν την επιδοκιμασία μας, μια κάποια ετυμηγορία, ας πούμε τη συγκατάθεσή μας στις πράξεις ή το φέρσιμό τους. Ή πάλι, τη δόξα που τους οφείλουμε για μια μεγάλη πράξη ή μια αφοσιωμένη ζωή. Άνθρωποι κατοικούν μέσα και έξω από τα βιβλία που συναντιούνται και γνωρίζονται από την αρχή και διακόπτουν τις επαφές τους για να ξαναβρεθούν αργότερα, κάτω από αλλιώτικες συνθήκες, κάτω από την επίδραση του χρόνου. Κάτω από τη λάμπα του φανερώνονται γωνιές που δεν είχαν αποκαλυφθεί ποτέ μέχρι πρότινος , όψεις μορφών που παρέμεναν συγκαλυμμένες. Από τους ήρωες των βιβλίων και έπειτα ξανοίγεται κανείς στο πέλαγο της συνείδησης, ταξιδεύει στα παραμεθόρια της ύπαρξής του, πληγώνεται και μαθαίνει να αγαπά, διδάσκεται να συγχωρεί. Οι άνθρωποι των βιβλίων, αυτοί οι πάντα νέοι, σαν τις αλήθειες τους, ριγμένοι στους αιώνιους πολέμους, καταδικασμένοι να παθιάζονται και να λυτρώνονται από την αρχή. Ήρωες που στάθηκαν στο ύψος τους και έζησαν μες στην τραγωδία της ζωής τους, κρατημένοι από την ποίηση της πολύβουης πολιτείας ή κάτι το ιδεαλιστικό και το αμετάδοτο που στα χέρια του μεγάλου τεχνίτη καθίσταται κλασικό, συναίσθημα αναντίρρητο και ακλόνητο.
Συνέχισε τον περίπατό του. Στην πόλη δεν συνέβαινε τίποτε. Εδώ και εκεί κάποιοι περαστικοί, συλλογίζονταν πράγματα τελείως συνηθισμένα. Ας πούμε, κάποιο ραντεβού που επίκειται, μια πώληση, ένα συμβόλαιο ή κάτι πιο γοητευτικό και ενδιαφέρον, σαν τον έρωτα. Ή λυπηρό, όπως ο χωρισμός, κάτι σκληρό σαν το θάνατο που ίσως να σέρνεται εκεί έξω και να συνδέει ορισμένους από τους περαστικούς, παίρνοντας τα πάντα, αφήνοντας τα πάντα. Σκιές δηλαδή και τίποτε, μα σαν να μιλά κανείς για τον κόσμο των ζωντανών. Άνθρωποι και αυτοί, σαν των βιβλίων σκέφτηκε, που προσμένουν ένα χάδι, μια γέφυρα που χτίζεται κάτω από το βάρος ενός και μόνου βλέμματος.
Περπατούσε ακόμη, οι δρόμοι τώρα είχαν μπερδευτεί και ο σκοπός του ο πρωτύτερος είχε κιόλας σκορπίσει. Διάβαζε τις οδούς, βρήκε την ώρα να σκαρφιστεί μια ιστορία και έστριβε κάθε φορά που τ’όνομα αντιστοιχούσε σε κάποιον ποιητή ή πάλι επειδή και μόνο του φαινόταν τραγουδιστό καθώς το συλλάβιζε. Για όλα έφταιγε η φαντασία του, για τους ανθρώπους των βιβλίων που επέμεναν να’ρχονται στο νου του, ζητώντας απεγνωσμένα τη σημασία μας.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι πίσω από τζαμαρίες και ρολά , μπλεγμένοι στα γρανάζια των Χριστουγέννων, κάτω από θυελλώδεις λαμπιόνια που αναβοσβήνουν σαν μια καρδιά σε κίνδυνο, όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι τον είχαν συγκινήσει. Ίσως να ήταν όλα αποτέλεσμα της μοναξιάς μα αυτός τα απέδιδε στη φαντασία του που δεν λέει να νικηθεί και όλο επιμένει να φτιάχνει κάτι δικές της ιστορίες, αυθαίρετες, σκέτη απειλή στη λογική που περιφέρεται αδέκαστη εκεί έξω.
Για μια στιγμή ένιωσε αφόρητη τη λύπη. Πικράθηκε το στόμα του. Έπρεπε να τους πει την αλήθεια, έπρεπε κανείς να μην ξαναγράψει ένα βιβλίο, ένας θαρραλέος νομοθέτης θα’πρεπε να παρέμβει και να διακόψει κάθε συγγραφέα που ολοκληρώνει ετούτη τη στιγμή το βιβλίο του. Και όλα τα συγγράμματα, αδέσποτα και μισοτελειωμένα να ριχτούν επιτέλους στη φωτιά, άλλο κακό να μην ξανασυμβεί στους ανθρώπους που μπλέκουν μες στις τρομερές εκείνες ιστορίες. Πόσες φορές ακόμη πρέπει να ζήσει ο Ορέστης την απόγνωση και ο Τάτζιο πόσες φορές πρέπει να σταθεί στο πλευρό της ομορφιάς, τ’αντίθετο του θανάτου σε μια πολιτεία που πια δεν υπάρχει. Πόσες φορές πρέπει η Αντιγόνη, πόσες χιλιάδες μάτια πρέπει να έχει κανείς για να πεθάνει Τσέζαρε, πόσοι νεκροί πρέπει να χορτάσουν ακόμη οι πεδιάδες, πόσες φορές πρέπει να κινδυνεύσει ένα κόκκινο αστέρι, σημάδι θάρρους, πόση μοναξιά και πόσοι άνεμοι πρέπει να σαρώσουν κάτι μισοτελειωμένα έργα, αποκυήματα του Καμύ. Και η Ρέα Φραντζή και ο Αλέξης Τραϊανός και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο ποιητής του βότσαλου και εκείνος που τον εσκέπασαν με την ομορφιά τους οι Πλάτρες, πόσες φορές πρέπει να πονέσουν ακόμη; Πώς να βρεθεί ακόμη περισσότερη ειρωνεία για να στερεώσει ο κόσμος την αιώνια παρούσα στιγμή του παρελθόντος που βοά, πώς;
Χρειάζεται μια παύση στη ζωή μας, μια σύντομη διακοπή στον ξέφρενο των πραγμάτων ρυθμό, για να γνωρίσει κανείς τους χαρακτήρες ενός βιβλίου. Ήθελε να φωνάξει με κάθε τρόπο πως η εποχή μας πάλευε να νικήσει το βιβλίο και φαινόταν πως θα’ταν αυτή μια μάχη από τα πριν κριμένη, όσο και αν λένε, όσες φορές και αν είπαν πως μες στην τέχνη τίποτε δεν καθορίζεται αποφασιστικά, τίποτε δεν βρίσκεται και ποτέ μες στην εντέλειά του. Ήθελε να φωνάξει με κάθε τρόπο, σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου, πως αξίζει μια στιγμή να σταθούμε. Και να μας συλλογιστούμε ήρωες μες στις μεγάλες ιστορίες που μοιάζουν με σκέτη δαπάνη, να μας φανταστούμε μες στον κόσμο που γκρεμίζεται με μια και μόνη λέξη.
Σκέφτηκε να κάνει θρύψαλα τις βιτρίνες, να αφήσει τα βιβλία να ανασάνουν, τους ήρωες να πετάξουν. Θα’χαν λέει μπροστάρη τον Ισπανό ιππότη με τον πιστό του σύντροφο, όλες οι μυθολογίες του κόσμου θα σμίγανε στο πέρασμα εκείνου του φοβερού θιάσου. Και θα τραβούσαν, πομπή του τίποτε και του φανταστικού για τα υποδόρια της πολιτείας αυτής μα και κάθε άλλης. Και τότε για μια φορά και μόνο, θα μπορούσε να υπάρξει μες σε όλους εκείνους τους ήρωες, που δίχως τίποτε σπουδαίο να πράττουν, στέκονται για πάντα στο ύψος της ανάγκης και της πεποίθησης τους. Ο θίασος θα’χει λέει, με το μέρος του στρατιές αγγέλων ποιητών, με τριμμένες ρεντιγκότες, από όπου περνά θα απομένουν θαμπές οι μποτίλιες, αδιάβαστα τα ποιήματα, ατέλειωτες οι εκδοχές, αμέτρητα τα πάθη και οι δοκιμασίες του βίου μας, αμέριστη η ανθρωπιά. Παραζαλισμένοι από τη μοίρα τους όλοι εκείνοι οι ήρωες θα ξεσκεπάσουν τις μεγάλες τους πράξεις και μες στην παύση που τους δωρίσαμε, την παύση των έξαλλων ρυθμών, της υπόγειας τροχιάς μας, θα πουν από την αρχή την ιστορία που τους ξεχώρισε μες στην καρδιά μας. Και όλοι οι μύθοι θα πάρουν μπρος και ευθύς η φαντασία του, που όλα τα φταίει θα δώσει υπόσταση στα μυθικά ζώα ετούτου εδώ του βασιλείου.
Μια μοτοσικλέτα πέρασε από το πλάι του. Άφησε πίσω έναν ξαφνικό άνεμο και ύστερα τίποτε. Κοίταξε τη μαρκίζα που άναβε μαβιά, δίνοντας στο τοπίο έναν τόνο πένθιμο, σχεδόν βελούδινο. “Παλαιοβιβλιοπωλείον”. Μόνον αυτό και τίποτε περισσότερο. Άρπαξε μια πέτρα – ολάκερη η πόλη θυμίζει εργοτάξιο με ανακατασκευές και αναπαλαιώσεις που κρατούν για πάντα, πιστέψτε με – και έκανε κομμάτια το γυαλί. Γονάτισε και ξεφύλλισε τα βιβλία που ‘ταν στην πρώτη σειρά. Ένιωσε ευθύς την ανακούφισή τους, χιλιάδες φωνές αναδύθηκαν. Ύστερα συνήλθε, συνειδητοποίησε την πράξη του και παραδόθηκε στις αρχές που’χαν σπεύσει. Τελευταία εικόνα, κάτι σαν όνειρο που φυλλομετρούσε τα δημιουργήματα ενός κάποιου καιρού κάτω πάντα από τη μαβιά μαρκίζα. Όταν ρωτήθηκε για την πράξη του, με μια έκφραση απελπισίας ή εκείνη ενός ανθρώπου που φέρει κιόλας μια βαθιά ραγισματιά, δήλωσε ένοχος. Προσέθεσε πως βρισκόταν σε κατάσταση έρωτος μα δεν έπεισε κανέναν και του επιβλήθηκε μια μικρή ποινή, πλέον των εξόδων αποκατάστασης της βιτρίνας. Με κάποιον τρόπο, προσέθεσε και αυτός μια ανακατασκευή στις πολλές που εξελίσσονται δίχως τέλος, εκεί έξω.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.