Καλλιόπη Νικητίδου, Δύο ποιήματα

Ωδή σε νεκρό αγαπημένο

Σου βάζω τα χρυσάνθεμα
Και το κερί ανάβω
Ωδή ψυχής καταλαμβάνω
Θολό αγνάντεμα

Με φάρσα θύμιζε το χθες
Σιγή πλανιέται τώρα
Μπουμπούκια άνθιζαν απ’ώρα
Μα χάθηκες εψές

Για ‘σένα ορφανό σώμα
Τα στήθη καίει φλόγα
Βαθιά σιωπή μες την υπόγα
Αγγίζω πια χώμα

*

Δέσμια Ψυχή

Ψηλές σκιές φύλακες της ψυχής
Τυλίγουν τα λεπτά σαν κλαδιά χέρια τους
γύρω μου.
Μοναδικοί μου σύντροφοι και αντίδοτο στη λήθη.

Λήθη μακρινή χώρα
Στη ζεστασιά σου βάλε με.
Οι ελαφριές σκιές γλιστρούν δίπλα μου.

Μόνιμη υπενθύμιση το γέλιο τους.
Γέλιο σαρδόνιο, σαρκαστικό.
Πόσο φρικτό!

Μία κρατά το κλειδί της καρδιάς.
Καρδιάς θρυμματισμένης σε χέρια Κυανοπώγωνα.
Μέσα στο κρύο, χρυσό κελί νιώθω μικρή,
πολύ μικρή.
Βαθύ σκοτάδι γύρω μου.

Ουράνιο σκοτάδι
Που καλύπτει τη γύμνια ψυχής.
Από μια κραυγή γαντζώνομαι. Θαύμα!

Μεγάλη τέχνη μου η υποκριτική.
Υποκλίνονται όλοι στο ταλέντο μου.
Ταλέντο αστείρευτο, κρυμμένο
Πίσω από τα ελαφίσια μάτια,
Πίσω από το αστραφτερό χαμόγελο.

Ζωή καλοστημένο παιχνίδι,
Παιχνίδι στρατηγικής.
Παιχνίδι μοιρασμένο σαν τραπουλόχαρτα
Με μπόλικα ψέματα
Που οι αράχνες υφαίνουν.

Είναι γλυκός πειρασμός η φυγή.
Φυγή εξόδου, ένα πλοίο εν κινήσει
Στου νου τα κύματα.
Το ξέρω,

Πως είναι βαρύ το αντίτιμο της ανυπακοής.
Ο νους θα πουν
Μοιάζει με μπλεγμένο κουβάρι. Ματιά κενή
Ταξιδεύει μακριά,

Λαχταρώντας την αγάπη.
Μεγάλη αγάπη δυο χαμόγελα πλατιά
Που φυλούσα σαν δυο κόρες οφθαλμού.
Αγκιστρώνομαι πάνω τους.

Μα η γιγάντια σκιά απλώνει τα εβένινα φτερά
Και το υγρό βλέμμα σε συναντά πάλι .

Τι έχει απομείνει;
Μια άγνωστη που τριγυρνά σε άδειο δωμάτιο
με ρούχα φαρδιά
Που σέρνονται πάνω της σα φίδι.

Κι εγώ ένα γελοίο, χάρτινο ομοίωμα,
Σκιά της σκιάς μου.
Δεν έχει τέλος αυτή η πτώση.
Τόση ήταν η γενναιοδωρία σου!

Δώρο της αγάπης σου οι νυχτερίδες
Που καραδοκούν έξω από το παράθυρο;
Δε τολμώ να ξεμυτίσω.

Αυτοί οι βρικόλακες ρουφούν το αίμα.
Μιλούν για μένα με τέτοια περηφάνια
με γλωσσίτσες
Που γρατζουνούν το δέρμα σαν γυαλόχαρτο.

Γιορτάστε με λοιπόν!
Γιορτάστε τη νιότη,
Τα όνειρά μου,
Τη δίψα μου για ζωή.

Μόνο πιείτε με αργά,
Διατηρείται άψογα το αφρώδες άρωμά μου.
Ξέρω τι φοβάστε,

Φοβάστε πως το γόρδιο, ιερό δεσμό θα σπάσω.
Ακριβή ζωή κλεισμένη σε κλεψύδρα
από καιρό
Μαρτυρά την αρχή του τέλους.

Το πολύτιμο μυστικό όλοι γνωρίζουν,
Και όλα αστεία φαίνονται στο φως.

Τώρα ορθώνομαι σαν βουνό.
Ρίχνω τον μανδύα. Βγαίνω στο φως.
Για πρώτη φορά μετά από καιρό είμαι ελεύθερη.

*

©Καλλιόπη Νικητίδου

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎