Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, «Σφιχταγκαλιάσματα και Φτερουγίσματα-Ο χορός της ζωής» ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Από τις ΑΩ Εκδόσεις, Αθήνα 2025

H νουβέλα Σφιχταγκαλιάσματα και Φτερουγίσματα – Ο χορός της ζωής, αποτελούμενη από επτά αυτοτελή αποσπάσματα, αφηγείται στιγμιότυπα και γεγονότα που συνθέτουν τη ζωή της Δήμητρας, της κεντρικής ηρωίδας, αναδεικνύοντας τη γυναίκεια συνθήκη σε μια πατριαρχική κοινωνία…

Απόσπασμα

Όλα είχαν γίνει σε ελάχιστο χρόνο. Ο λόγος, το πέρασμα των δαχτυλιδιών, τα ψώνια, οι ετοιμασίες της προίκας, τα καλέσματα, το γλέντι πριν και μετά τη στέψη. Για την Τούλα δεν είχε συμβεί τίποτε από όλα αυτά, δεν θυμόταν τίποτα. Μόνο οι αναμνηστικές φωτογραφίες επιβεβαίωναν την κεντρική παρουσία της μέσα στο ολόλευκο νυφικό. Ή ίδια δεν ήταν εκεί. Δεν είχε δει τίποτα. Ούτε τον νέο άνδρα με τα γκριζοπράσινα μάτια, που στεκόταν λίγο απόμερα έξω από την αυλή του σπιτιού της. Κοίταζε σοκαρισμένος και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ετοιμάζονταν να την πάρουν με βιολιά και ζουρνάδες να την πάνε στην εκκλησία για τη γαμήλια τελετή. Μόλις έμαθε για το προξενιό της Τούλας της είχε στείλει μήνυμα να έφευγαν οι δύο τους μα δεν πήρε απάντηση. Δεν γνώριζε καν αν το είχε λάβει. Ύστερα ακούγοντας πως την παντρεύουν έτρεξε να τη βρει. Ήθελε να πήγαινε κοντά της και εκεί μπροστά σε όλους να την άρπαζε στην αγκαλιά του και να μην την άφηνε ποτέ, να την έπαιρνε μακριά από όλα εκείνα τα παράλογα. Δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά. Στεκόταν εκεί παράμερα, βουρκωμένος με μια έκφραση συντριβής και απέραντου πόνου.

Όμως η Τούλα δεν είχε δει τίποτε από όλα αυτά. Δεν έβλεπε και δεν ένιωθε τίποτα πια…

Η Αριστούλα αφέθηκε αποσβολωμένη στον καναπέ, λες και της ήρθε ταμπλάς. Άρχισε να κλαίει μ’ αναφιλητά κι έδωσε στη Μάρθα τις κόλλες να τις διαβάσει. Ή θλίψη και τα ερωτηματικά σπάραζαν την καρδιά της. Πόσο τη γνώριζαν τη μάνα αλήθεια; Ή μανούλα τους είχε κτίσει τη ζωή και την οικογένειά της πάνω σε μια μεγάλη ματαίωση, σε μια απόγνωση. Και πώς άντεξε; Και πώς δεν έδειξε ποτέ τίποτε; Και γιατί δεν τους μίλησε ποτέ γι’ αυτό, γιατί; Και η θεία Μέλη, που τα έζησε όλα από κοντά, για ποιον λόγο τα είχε καταγράψει; Πότε είχε δώσει τις κόλλες στη μάνα τους; Και γιατί; Μήπως για ν’ απαλλαγεί από τις ενοχές της που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την αγαπημένη της αδελφή να ξεφύγει από τον πνιγηρό κλοιό; Μήπως σαν μια προσπάθεια να τη βοηθήσει, έστω και αργά να πάρει τη ζωή της στα χέρια της;

Ή Μάρθα διάβαζε, σταματούσε, σκούπιζε τα βουρκωμένα μάτια και συνέχιζε πάλι το διάβασμα. Ή Αριστούλα καθόταν σιωπηλή κυριευμένη από αισθήματα συντριβής. Της καρφώθηκε στο νου σαν τρυπάνι το δύσκολο ερώτημα που απωθούσε για χρόνια. Τι θα έκανε η ίδια με τον δικό της γάμο; Γιατί έχτισε κι αυτή τη ζωή της πάνω σε ένα λάθος; Βέβαια αυτή είχε παντρευτεί με δική της βούληση αλλά ήταν από την αρχή δυστυχισμένη. Είχε κάνει τον γάμο της από σύμβαση και μόνο. Μετά από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Είχε αποφασίσει να κρατήσει το παιδί και να μη του στερήσει την πατρική παρουσία. Πώς μπόρεσε να είναι τόσο άδικη απέναντι στον εαυτό της; Αφοσιώθηκε στο παιδί και στη δουλειά της, βάζοντας στην άκρη τις συναισθηματικές ανάγκες της. Ζούσε σχεδόν σε απόλυτη ερωτική στέρηση. Πώς το έκανε αυτό στον εαυτό της για τόσα χρόνια; Πώς θα συνέχιζε στη στέρηση και στη συναισθηματική μοναξιά; Πώς;

✳︎