
Οι πεύκες
Όταν πεθάνει ο δασονόμος, ολόγυρα μαζεύονται οι πεύκες και με δάκρυα από ρετσίνι τον κλαίνε ολονυχτίς. Τον μονάκριβο δεν προλαβαίνουν παραπάνω να θρηνήσουν· ευθύς τον αποθέτουν στο νοτισμένο χώμα και στις θέσεις τους επιστρέφουν οι πολύτεκνες. Έτσι, πριν το θαμποχάραμα, τον γνώριμό τους ρόλο επιτελούν στη θέα των κυνηγών· τ’ αδέσποτα αγριμάκια κρύβουν όπως όπως πίσω απ’ τα λιανά κορμιά τους, προστάτιδες μάνες καθώς είναι.
*
Ο ξυλοφάγος
Της Ευαγγελίας Μ.
Στο δωμάτιο κάποιου σπιτιού ήταν ένα σανίδι, που έτριζε από χαρά νιώθοντας τα βήματα των ενοίκων. Δεν το θεωρούσε υποτιμητικό που το πατούσαν με τα πόδια τους, κάθε άλλο, στα βαριά πατήματα αναγνώριζε τον πυρήνα της ύπαρξης.
Το πρόβλημα ανέκυψε χρόνια αργότερα, όταν οι ένοικοι έφυγαν ή πέθαναν. Το σανίδι, καλυμμένο από τη σκόνη και την εγκατάλειψη, αφέθηκε στον μαρασμό του. Μία μέρα εμφανίστηκε ένας ξυλοφάγος που φώλιασε στα σωθικά του κατατρώγοντας λίγο λίγο το μέσα του. Το σανίδι όμως δεν στενοχωριόταν που κοντοζύγωνε το τέλος, κάθε άλλο. Χαρούμενο θα έσβηνε, αφού βρήκε ξανά το νόημα της συνύπαρξης, έστω και για λίγο.
*
Οι εργάτες της ελιάς
Τον Μάρτιο, στο κλάδεμα της ελιάς, οι εργάτες ανάβουνε μικρές φωτιές και καίνε τα λιόκλαρα. Φοβούνται μην πιάσουν πυρηνοτρήτη τα ασημοπράσινα φύλλα της, μην αχρηστέψουν τον κορμό της οι προνύμφες του φλοιοτρίβη. Κι εγώ, από πλευράς μου, προσέχω να μην παρεισφρήσουν στο ποίημα οι περιττές λέξεις κι επωάσουν ασυναρτησίες, να μη φουντώσουν κι αρρωστήσουν οι στίχοι μου. Πετάω το «ποτέ» και το «πάντα», κι όλες τις χλωρές λέξεις που πιάνουν δύσκολα φωτιά. Είναι δύστροπες, μα επιμένω μέχρι να αναδυθεί ο λευκός καπνός ως τα ουράνια. Τις στιγμές εκείνες, ποιήματα δεν συλλογίζομαι· η ώρα της αληθινής φωτιάς είναι άσκηση ισορροπίας.
*
Φλαμανδική υπεροψία
Από την ασφάλεια της πολυθρόνας αντικρίζει τον κρεμασμένο πίνακα του Μπρέγκελ· με την αρωγή μιας φλούδας φεγγαριού που βαθμηδόν συρρικνώνεται, παρατηρεί τα παιδιά με τα χιονοπέδιλα να πατινάρουν απάνω στο χοντρό στρώμα πάγου και τις βαριά ντυμένες κυρίες της εποχής να κουβεντιάζουν εκ του σύνεγγυς.
Αναρωτιέται αν όλοι εκείνοι οι Φλαμανδοί μπορούν να δουν μες στο σκοτάδι του σαλονιού, αν είναι ικανοί να ακροαστούν την απόλυτη σιωπή του χώρου· αν κι εκείνοι απορούν για τη ζωή του, όπως απορεί αυτός για τις δικές τους. Πιθανολογεί πως όχι· γι’ αυτό οι γυναίκες αλαζονικά ορθώνουν σαν ασπίδα τις φαρδιές τους πλάτες, γι’ αυτό τα παιδιά ανέμελα παγοδρομούν κωφεύοντας. Ούτε που ακούνε τη σιωπή, ούτε που βλέπουν το σκοτάδι.
_________________
Ο ©Κώστας Δρουγαλάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Το 2016 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν (εκδ. Πικραμένος, β’ έκδοση 2017) και το 2022 η συλλογή διηγημάτων Από πού έρχεται η νύχτα; (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης). Ζει κι εργάζεται ως καθηγητής στη Θεσσαλονίκη.
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.