Ολυμπία Θεοδοσίου, Πόλη

[χρόνος | έκτοπη κύηση]
[ζωή | καφκικό σύμπαν]
[θάνατος | κύκλος]
[μέρα | επιμύθιο]
[νύχτα | στίχοι υπέρ αναπαύσεως]
[δρόμοι | κλεψύδρες]
[εργασία | σωφρονιστικός κλωβός]
[διαβάτες | φάροι] Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ολυμπία Θεοδοσίου, Πόλη»

Πάνος Νιαβής, Το μαύρο γάλα της ήττας ―κυκλοφορεί

Από τις Εκδόσεις Αρμός

Με «Το μαύρο γάλα της ήττας», ο Πάνος Νιαβής επιστρέφει, τρία χρόνια μετά το «Δέκα Πόντους Μαύρο Χιόνι», με το δεύτερο μέρος της τριλογίας του.
Ο τρισυπόστατος Γίας Λιοκής —με τις ετερωνυμίες Σέτος Παμούρας και Λιόσκα Αμπράμοβιτς, ο άντρας της Δασιάς— επιστρέφει από τον θάνατο ως ο ισχυρός εκδότης που καθορίζει τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας. Ο Σέτος γυρίζει από τη Μακρόνησο, ο Λιόσκα από τη Μόσχα, αξιωματικός ειδικών αποστολών της Κα Γκε Μπε. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Πάνος Νιαβής, Το μαύρο γάλα της ήττας ―κυκλοφορεί»

Δημήτρης Παπαλιάς, Χαραυγές κουρασμένες

Δεν πρόλαβα να σε χαιρετήσω
δεν έμαθα πότε έφυγες
ούτε προς τα πού πήγες.
Ένα φιλί μανταρίνι μου είχες δώσει
κι εγώ σου έκλεψα δύο τρεις
από τους χτύπους της καρδιάς
που ήθελα για να αντέξω τις ανηφοριές
για να με βγάλουν πέρα
από ανέσπερους εσπερινούς
και ασυννέφιαστες μέρες. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Δημήτρης Παπαλιάς, Χαραυγές κουρασμένες»

Ευγενία Νικητίδου, Η επίσκεψη

Το ’70 κάθε Κυριακή απόγευμα μαζευόμασταν στης Βαγγελίτσας για χαρτάκι. Τέλη Γενάρη και το κρύο τσουχτερό. Πρώτη κατέφθασε η Ασημίνα μετά του γιατρού συζύγου. Η δασκάλα ακολούθησε και τελευταίες το Φροσί με το Ισμηνάκι, κοτζάμ κοπέλα πια. Εγώ άφησα στο πόδι μου τον Κωστάκη για το κλείσιμο του καφενείου. Το εθιμοτυπικό λέει πρώτα καφές, μετά λικεράκι μέντα και τέλος στρώσιμο για χαρτί. Το χτύπημα της πόρτας δεν ήταν στο πρόγραμμα. Το Φροσί, μόλις τον αντίκρισε μπροστά της, έπεσε στα γόνατα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ευγενία Νικητίδου, Η επίσκεψη»

Σοφιαλένα Ψαρρά, Ενοχή

Χτένισε τα μαλλιά της με προσοχή, έφτιαξε την περίτεχνη γαλλική πλεξούδα και την έδεσε με μια μεταξωτή πιάστρα. Το φρεσκοπλυμένο φόρεμα μοσχοβολούσε λάβδανο και γιασεμί. Καμάρωσε τις καλοσιδερωμένες πτυχώσεις του ρούχου και τον ολόλευκο κεντητό γιακά. Το φόρεσε προσεκτικά και την τοποθέτησε στη δρύινη βιτρίνα. Ήταν η αγαπημένη της κούκλα. Αντίκα από πορσελάνη Βοημίας. Την έφερε ο πατέρας της για εκείνη από κάποιο τσέχικο χωριό. «Να την προσέχεις, όπως σε προσέχω εγώ», της είπε τότε. Κι εκείνη υποσχέθηκε πως θα την είχε σαν τα μάτια της. Μετακίνησε όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια της και την τοποθέτησε μόνη στο κεντρικό ράφι του δωματίου της. Μα σε λίγες μέρες παρατήρησε το λεπτό στρώμα σκόνης που απλωνόταν πάνω στα ρόδινα μάγουλά της. Η βιτρίνα του σαλονιού ήταν σίγουρα η κατάλληλη για εκείνη. Εξάλλου έτσι θα τη θαύμαζαν όσοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ακόμα και οι γιοι των φίλων του πατέρα, αφού ποτέ δεν έπαιζαν μαζί στο δωμάτιο. Θεέ μου, πώς την αγαπούσε ο πατέρας! Πόσο την πρόσεχε! Ήξερε πως αυτά τα αγόρια είναι ατίθασα και άμυαλα. Της έλεγε συχνά την ιστορία που ένας απ’ αυτούς -πάνω στο παιχνίδι- έσπρωξε μια συμμαθήτριά του. Τα εύθραυστα κόκκαλά της έσπασαν σε τρεις μεριές. Πόσο φοβόταν ο πατέρας για εκείνη! Πόσο την αγαπούσε! Κι ας μην την άφηνε να πηγαίνει εκδρομές με το σχολείο ούτε ταξίδια με τις φίλες της όταν ήταν φοιτήτρια. Την πίκραινε, αλλά καταλάβαινε. Τόσοι κίνδυνοι, κι εκείνη μοναχοκόρη. Τι θα γινόταν εκείνος, αν πάθαινε κάτι; Πώς να του φέρει αντίρρηση; Εκείνος ήταν πάντα το στήριγμά της, το δεκανίκι στις δυσκολίες. Εκείνος φρόντισε να της βρει δουλειά. Εκείνος τη βοήθησε οικονομικά, όταν την παράτησε. Εκείνος έφτιαξε με κόπο το διαμέρισμα πάνω από το πατρικό, για να ‘χει σπίτι να μείνει. Πόσο την αγαπούσε! Τι θυσίασε για να τη μεγαλώσει! Να μην της λείψει τίποτα! Αξαφνα το βλέμμα της στράφηκε στην κούκλα της. Διέκρινε ένα σημάδι στο πάλλευκο μέτωπο της. Άνοιξε τη βιτρίνα. Το καθαριστικό που χρησιμοποίησε – ήταν σίγουρη πως ήταν το καλύτερο. Η πορσελάνη είχε διαβρωθεί. Η όψη της ήταν τρομακτική. Βαθουλώματα και ρωγμές σε όλη την άλλοτε λεία επιδερμίδα της. Αναφώνησε. Γυαλιά εδώ κι εκεί στο καλογυαλισμένο παρκέ. Σπασμένη πια σε τρεις μεριές βρισκόταν στο πάτωμα.

Την πρόσεχε σαν τα μάτια της.

Πώς μπόρεσε να της κάνει κακό;

*

©Σοφιαλένα Ψαρρά 

✳︎

Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εν δυο, εν δυο

[…ο μαθητής Βλαστός σκοτώθηκε στα Δολιανά. Ήταν το πρώτο θύμα του έπους του ‘40. Την επόμενη μέρα άλλοι τριακόσιοι εκτελέστηκαν. Ο μαθητής Βλαστός δεν παρέλασε ποτέ και πάει καιρός που άκουσε το όνομά του στο βραδινό το προσκλητήριο…]

Εμπρός μαθητική νεολαία μου, εσύ κρατάς το ίσο, εσύ μας τραβάς πιο πέρα και ας έχεις κιόλας δαπανηθεί. Εμπρός παιδιά, εν δυο, ένα αριστερό και δώσ’ του τα λευκά τα πουκαμισάκια που διαβαίνουν μέσα από όλα τα φθινόπωρα της ζωής μας. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εν δυο, εν δυο»

Κώστας Μόντης, Το φθινόπωρο και το καλοκαίρι

Το καλοκαίρι εκείνο το φοβήθηκε το φθινόπωρο,
το κύτταζε και δίσταζε:
Ν’ αποπειραθεί, να μην αποπειραθή;
Έχουν ένα όνομα, ξέρετε, οι εποχές,
έχουν μια παράδοση,
έχουν μια ιστορία,
έχουν μια αξιοπρέπεια,
είναι επιτέλους ελέω Θεού,
και δεν μπορούν εύκολα να το διακινδυνεύσουν.
Εμείς αφ’ ετέρου, βουτηγμένοι ως τα μπούνια
στη ζέστη του,
το ενθαρρύναμε ανευθύνως.
Εμείς αφ’ ετέρου, βουτηγμένοι ως τα μπούνια
στη ζέστη του,
το ενθαρρύναμε ανευθύνως στην ανυπακοή.
το ενθαρρύναμε ανευθύνως στην ανταρσία.

*

[από «Ως εν κατακλείδι». Λευκωσία 1984

✳︎

 

Μανόλης Aναγνωστάκης, το τελευταίο σου γράμμα

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής…

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες Συνεχίστε την ανάγνωση του «Μανόλης Aναγνωστάκης, το τελευταίο σου γράμμα»