Ζωή Κατσιαμπούρα,  Ανακομιδές

Πέθαναν οι γονείς, υπερήλικες και οι δυο, χορτασμένοι από ζωή, καλά στερνά, καλός θάνατος. Έκλαψε πρώτα τη μάνα, βαρύς ο  παντοτινός χωρισμός, κι ούτε έναν χρόνο μετά έκλεισε τα μάτια του κι ο πατέρας του, εκατοχρονίτης πια. Έκανε τα δέοντα και για τους δυο. Μια συγκινητική συγκέντρωση των συγγενών στο γεύμα της μακαριάς για τη μάνα, στο σπίτι στην Αθήνα, μια πιο συγκινητική ακόμα στο χωριό του καλοκαιριού για τον πατέρα που θάφτηκε στον τόπο της γέννησής του, 40 μέτρα από το σπίτι όπου έζησε τη νεανική του ζωή.
Πήγαινε στον τάφο της μάνας κάθε Τρίτη, σε συνδυασμό με τη λαϊκή που γίνεται δίπλα στο νεκροταφείο. Άλλαζε τα λουλούδια, άλλαζε κάπου κάπου το καντήλι μπαταρίας, παρατηρούσε πόσο γρήγορα άλλαζαν οι κάτοικοι στους γειτονικούς της τάφους…
Πέρασαν τρία χρόνια κι έλαβε μήνυμα στο μέηλ. Θα ξεθάβονταν τα οστά της μάνας για να αδειάσει ο τόπος, το νεκροταφείο έχει φτάσει στο αδιαχώρητο. Μπορείς να φέρεις αντίρρηση σε τέτοια τελεσιδικία; Δεν μπορείς…
Πήγε, όπως του είπαν, με το άσπρο σεντόνι και το μπουκάλι το κρασί, στο ραντεβού της εκταφής, αλλά τα πήρε πίσω. Είχαν εκ-θάψει τη μάνα άλιωτη και, τι να κάνουν, την ξανάβαλαν λέει σε ένα «ταφάκι», έναν λάκκο δηλαδή στην άκρη άκρη, στη ρίζα του τοίχου (από την άλλη μεριά του έχει πάγκο στη λαϊκή ένας με λεμόνια…). Πήγε να το δει, να φτιάξει λίγο το καντήλι, την επιγραφή. Ήταν σε διάδρομο, στα πόδια της τελευταίας σειράς τάφων, για να ανάψουν τα καντήλια τους έπρεπε να πατήσουν πάνω στο «ταφάκι», όπως και στα άλλα τέτοια, δίπλα. Α, ρε μάνα. Αλλά δεν πονάς…
Τον επόμενο χρόνο τον ξαναειδοποίησαν, προφανώς παρουσιάστηκε έλλειψη και στα ταφάκια φαίνεται, ξαναπήγε με σεντόνι και κρασί, πλήρωσε για τη λειψανοθήκη και του είπαν ότι σε 2 μήνες, αφού πρώτα απολυμάνουν τα οστά, θα μπορούσε να πάει να την παραλάβει. Του έμεινε η απορία, αφού τα έβγαλαν τα οστά πριν πάει να τους βρει, με τι κρασί τα έπλυναν, σε τι σινδόνη τα τύλιξαν; Μάλλον τα στοκάρουν κι έχουν καβάντζα. Κοινοκτημοσύνη των σκελετών.
Μετέφερε το κασελάκι με τα οστά στο χωριό, στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου όπου θάφτηκε ο πατέρας.
Το επόμενο καλοκαίρι έκλεινε τέσσερα χρόνια θαμμένος ο πατέρας.
Τον χειμώνα έλαβε ένα αγωνιώδες τηλεφώνημα από τον νεκροθάφτη του χωριού, τον επιχειρηματία του γραφείου τελετών δηλαδή, αμάν τι θα γίνει, δεν υπάρχει τάφος διαθέσιμος, να βγάλει τον πατέρα για να βάλει έναν φρεσκοπεθαμένο; Πάτησε πόδι. Όχι, επ’ ουδενί. Το ήξερε καλά το νεκροταφείο, 40 μέτρα από το σπίτι, μικρό το χωριό, γνώριζε όλους τους θαμμένους και τον χρόνο της αποδημίας τους. Υπήρχαν κι άλλοι παλιότεροι ένοικοι στο νεκροταφείο, είχαν προτεραιότητα, ήθελε να είναι παρών στην εκταφή του πατέρα του, μη γίνει η γελοιότητα της Αθήνας πάλι.
Έπιασε η άρνηση. Το καλοκαίρι στο χωριό βρήκε τον επιχειρηματία (συμμαθητή του στο δημοτικό…) και το κουβέντιασαν. Ε, να, μία από αυτές τις μέρες.
Και ήρθε αυτή η μία μέρα, καρακαύσωνας και πυρκαγιές παντού, ένας κακός αέρας να σου παίρνει το κεφάλι. ΟΚ, στις 5 η ώρα το απόγευμα. Διάλεξε κασελάκι με βάση την τιμή, το ακριβότερο, ως τελευταία προσφορά στον καλό γονιό, και έπεσε για σιέστα. Τα παιδιά θα πήγαιναν για μπάνιο σε μια ωραία παραλία το απόγευμα, αλλά, αν ήθελε ας πήγαινε η γυναίκα του, αυτός είχε κανονίσει.
Στις τέσσερις πρόβαλε το κεφάλι του επιχειρηματία πάνω από τη μάντρα: είπαν στις 5, αλλά ήταν ήδη έτοιμοι, είχαν ανοίξει τον τάφο, είχαν ήδη πετάξει τα ράκη, τα λουλούδια, τα καντήλια, τα θυμιατήρια. Μήπως θέλουν τώρα;
Ήθελαν.
Και η γυναίκα του και τα παιδιά και τα εγγόνια.
Τα οστά ήταν παραταγμένα, ριγμένα περισσότερο, μπροστά στην είσοδο του οστεοφυλακίου, στο τσιμεντάκι, και ο νεκροθάφτης, ο χειρώνακτας, αυτός που τα είχε ξεχωρίσει, δεν έπαυε να θαυμάζει πόσο καθαρά, εντελώς καθαρά ήταν.
Ο πατέρας λοιπόν είχε γίνει σκόνη χωρίς πολλή φασαρία…
Το κασελάκι με τους ανάγλυφους σταυρούς και τη χονδροειδή Παναγιά απέξω ήταν αρκετά μεγάλο και ο επιχειρηματίας είχε λάβει την πρωτοβουλία να επιγράψει και τα δυο ονόματα, της μάνας και του πατέρα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κύριος κι αφέντης του χώρου, είχε ήδη κατεβάσει από το ράφι το δικό της κασελάκι και είχε ενθέσει τα οστά της πάνω στην κινέζικη πετσέτα με τη δαντέλα που φοδράριζε το κοινό καινούργιο.
Στάθηκαν λίγο μπροστά στα οστά και το ανοιχτό καινούργιο κασελάκι, όλοι ταραγμένοι και έκπληκτοι. Αυτός ήταν, λοιπόν; Αυτό ήταν;
Ο χειρώνακτας άρχισε να τοποθετεί (τρόπος του λέγειν, να στοιβάζει μάλλον) τα οστά δίπλα στα ήδη στοιβαγμένα. Ένωση. Χώρισαν εδώ και πέντε χρόνια και να, πάλι μαζί. Χμ, σιγά το μαζί, νόημα που δίνουμε απλώς για να δώσουμε νόημα.
Πριν κλείσει η οστεοθήκη έσκυψε να πιάσει κάτι οστάρια  που είχαν διαφύγει. Ο χειρώναξ του μπάτσισε το χέρι, δικό του το καθήκον (και το φιλοδώρημα…). Έμεναν κάτι ελάχιστα, καφετιά σκόνη, στο τσιμέντο. Α, δεν είναι τίποτα, ξύλα. Και σκόνη σάρκας, χους, σκέφτηκε, αλλά δε σχολίασε. Ο άλλος τα έσπρωξε με την παλάμη του κάτω στο χώμα. Μόλις βρέξει ο πατέρας θα μετουσιωθεί σε ραδίκι ή αγριάδα.
Μετέφεραν το κασελάκι με το μείγμα γονέων μέσα στο οστεοφυλάκιο, έψαξε να βρει το κασελάκι του παππού του, κάπου εδώ το θυμόταν, δεν το είδε πουθενά.
Στις 5 η ώρα πήγε στη θάλασσα και δεν ήθελε να βγει. Δεν σκεφτόταν και δεν ένιωθε τίποτα. Άδειος.

*

©Ζωή Κατσιαμπούρα

φωτο: Στράτος Φουντούλης