Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Βορράς χωρίς νότο [Προδημοσίευση]

Εκδόσεις σοφία

Η Αριστοτελία έδειχνε τώρα σαν να είχε ένα δεύτερο στόμα κάτω από το σαγόνι της, ένα στόμα που οι άκρες των χειλιών του ξεκινούσαν από τους λοβούς των αυτιών σχηματίζοντας ένα τεράστιο χαμόγελο − μα τον Θεό, έμοιαζε με το πιο χαμογελαστό πρόσωπο που είχα δει στη ζωή μου, ήταν ένα χαμόγελο αδιαπραγμάτευτο. Ήταν η ελαφρότητα των ιντερνετικών περιοδικών που απευθύνονταν μόνο σε γυναίκες, τριαντάρες, ελεύθερες και χειραφετημένες, ήταν η αμηχανία απέναντι στις προσβολές του κάθε χαζοδάνδη που έκρυβε την αξεσιά του με το περίβλημα της διανόησης και την ανδρική του ανεπάρκεια με ετοιμόρροπους σοβάδες ψευτοανωτερότητας, ήταν το ροζ δωμάτιο της παιδικής της ηλικίας. Πιθανώς να ήταν τα εκλαϊκευμένα και βολικά συμπεράσματα του ψυχαναλυτή της ή οι εύπεπτοι οδηγοί κατανόησης του Πλάτωνα, του Σπινόζα και του Νίτσε. Μα πάνω απ’ όλα ήταν μια χαλκομανία, ένα προσωπείο όπως εκείνο του κλόουν στα παιδικά πάρτι, ήταν ένα χαμόγελο που είχε μάθει ν’ αντιλαμβάνεται την ευτυχία ως υποχρέωση και όχι ως δικαίωμα.

«Γδύσου, Νίκολας» τον άκουσα να με προστάζει. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος.

«Γιατί;» κατάφερα μόνο να ψελλίσω. 

Κατευθύνθηκε προς το μέρος της, σήκωσε τη φούστα της και κατέβασε άγαρμπα το βρακί της, ήταν ένα δαντελένιο μαύρο στρινγκ διακοσμημένο με στρασάκια, ακριβό μάλλον στην ποιότητα και φτηνό στην αισθητική. Τράβηξε με την ίδια αγαρμποσύνη τα πόδια της και τα άνοιξε διάπλατα μπροστά μου.

«Γι’ αυτό ακριβώς, Νίκλας»  κοίταξε με νόημα το αιδοίο της χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου.

«Έχεις γαμήσει ποτέ ετοιμοθάνατη γυναίκα; Είναι το πιο υπέροχο πράγμα του κόσμου. Ο εγκέφαλος είναι κλινικά νεκρός και έτσι δεν μπορεί να αντιδράσει, όμως το “παπάκι” της είναι ακόμη ζωντανό και έτσι η αίσθησή του δεν έχει διαφορά».

Πρόσεξα τη σάρκινη σχισμή που συνέθεταν οι καφεκόκκινες μεμβράνες της και πιο πάνω το επιμελώς ξυρισμένο εφηβαίο της· η περιοχή μού θύμισε μεγεθυμένα απόκρυφα εμβρύου. Δεν ξέρω γιατί έφερα αυτό τον συνειρμό στον νου μου, ίσως για να αποβάλω από μέσα μου και την τελευταία υποψία σαρκικού ερεθισμού. Γύρισα και κοίταξα τον Μαρκ με αποστροφή, το βλέμμα μου του έλεγε ότι θα προτιμούσα να με σκοτώσει μαζί με τους υπόλοιπους παρά να με αναγκάσει να βιάσω αυτό το πτώμα. Δεν έδειξε να πτοείται, αντιθέτως τοποθέτησε το νυστέρι λίγα εκατοστά από τον λαιμό μου κοιτώντας με με το ίδιο παραινετικό ύφος. Σκέφτηκα ότι αν δεν έκανα έναν ελιγμό θα με σκότωνε ή θα με έβαζε να ικανοποιήσω το νοσηρό βίτσιο του.

«Νόμιζα ότι ήμαστε φίλοι» του είπα διατηρώντας τη φωνή μου ψύχραιμη και σταθερή.

«Ξέρεις, Νίκολας, στην αρχή και εγώ αυτό πίστευα. Αλλά πλέον δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις φίλους. Είσαι πολύ ιδιαίτερος για να διασπάσεις το άτομό σου».

«Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς;»

Ακούμπησε απαλά τη λεπίδα του νυστεριού στον λαιμό μου προκαλώντας ένα στιγμιαίο τσίμπημα.

«Στην αρχή αυτής της νύχτας δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να σε σκοτώσω ή όχι. Είπα στον εαυτό μου ότι θα την αφήσω να προχωρήσει και θα αποφασίσω στην πορεία της. Όταν καθίσαμε εκεί που με πήγες κατάλαβα ότι δεν ανήκεις στον μέσο όρο, μπορεί να είσαι πιο κάτω ή πιο πάνω αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία· ο άνθρωπος που είναι ικανός για το χειρότερο είναι ικανός και για το καλύτερο. Νομίζεις αλήθεια ότι η πραγματική αξία της ανθρώπινης ζωής είναι αυτή που της προσδίδει ο δυτικός πολιτισμός; Όχι, Νίκλας, είμαστε ήδη πάρα πολλοί εδώ πάνω. Για ρίξε μια ματιά γύρω σου». 

*

©Αχιλλέας Σωτηρέλλος