Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Δασκαλεμένος

Ανταπόκριση από μια εποχή που διστάζει να κοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια. 

Επειδή την ψυχή της έχασε, λέει μες στο παιχνίδι.

Τον συνάντησα στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής οδού. Φοβόταν, μου ‘πε, να μην μας δουν. Επειδή του το’παν ξεκάθαρα πως την επόμενη φορά θα είναι ανυπολόγιστη η ζημιά. «Τέλειωσες Γιώργη, πάει, ξόφλησες». 

Έξω σαν πουλιά που ξενυχτάνε, οι οδηγοί των βαριών φορτηγών. Ανόβερο, Ρώμη, Άγιοι Σαράντα, Σόφια, Πρίντεζι, Ντόρτμουντ. Στέκουν ανάμεσα στους καπνούς των, προϊστορικοί καπνιστές, παράξενοι χρησμοδότες να ανασαίνουν παγωνιά. Του ‘κανε νόημα σαν τον είδε. Φορούσε ένα βαρύ παλτό, σαν τους ναυτικούς και ας μην την είχε συναντήσει ποτέ του τη θάλασσα. Μια τέτοια έστεκε πια για απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και τους ανθρώπους. 

Καθίσαμε αντίκρυ. Έξω χιόνιζε , σαν να ξεσπούν τα θραύσματα του κόσμου. Τον παρακάλεσα να ανεχτεί το δημοσιογραφικό μου ραδιοφωνάκι, δεν είπε τίποτε, άναψε ένα από εκείνα τα βαριά του τσιγάρα και έγνεψε συγκαταβατικά, με εκείνον τον μορφασμό που ξεχωρίζει τους πολύ κουρασμένους ανθρώπους. Μετρημένες οι κινήσεις και τα λόγια του και το πρόσωπό του κρυμμένο κάτω από στρώματα χρόνου και το τσαλακωμένο κασκέτο. Ξεκίνησε και εγώ προτίμησα να μην τον κοιτάζω, μονάχα σημείωνα όσο το ραδιοφωνάκι κατέγραφε τη φωνή του ξανά και ξανά, σε μια ατέλειωτη αφήγηση. Δεν θα γλίτωναν μήτε οι κόμποι στον λαιμό του. 

«Τ’αφεντικό μου είπε, άκου Γιώργη, θα πας σε αυτήν την εκπομπή. Θα πεις και κανά δυο κουβέντες, τι είναι για σένα βρε αδερφέ; Δυο κουβέντες. Είμαι ο τάδε, ανοίγω τρύπες στο βουνό, βάζω φουρνέλα, είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή μου». Μα εγώ, κύριε  δεν ήμουν εκεί και έψαχνα να καταλάβω εκείνο το κάτι για το οποίο μου μιλούσε τ’αφεντικό. Εμένα βρήκανε είπα και θέλησα να χαθώ. Βλέπεις Γιώργη, εύκολη είναι η καρδιά του ανθρώπου. Και εγώ μωρέ Γιώργη, εγώ τι κάνω εδώ; Έτσι πεινασμένο θα σε αφήσω; Να, θα σου δώσω μερικά κολλαριστά – φτάνουν αυτά ρε; Να πας να τα πιεις ρε Γιώργη, τώρα που σταθήκαμε ίσια ο ένας εμπρός στον άλλον. Και αύριο να ‘ρθεις να δουλέψεις. Και εγώ θα σε πάω αλλού, να δουλεύεις σε άλλο πόστο κάτω από τον ίσκιο. Ποιος το ‘πε ότι δεν το αξίζεις; Φέρ’τον μου εδώ να σου δείξω τι σόι πράγμα είναι ένα θυμωμένο αφεντικό! Δεν χρειάζεται, είπες; Άκου Γιώργη, σε αγαπάω, σε εκτιμάω αλλά δεν ξέρεις από αφεντικά. Πρέπει να ‘σαι σκληρός με το πλήρωμα, αλλιώς το καράβι θα το τσακίσουν οι στασιαστές και η μαλάρια. Την ξέρεις αυτή μωρέ Γιώργη; Βάζει κάτω, να το ξέρεις και ένα ολάκερο σύνταγμα. Δεν είναι παίξε γέλασε. Που λες, θα πας αύριο εκεί, καλησπέρα σας, θα πεις, θα ζητήσεις την Ράνια, είναι η βοηθός του σκηνοθέτη, θα σε βάψουν, όχι μπογιάτισμα, μια ιδέα πούδρα να μην γυαλίζεις που θα ιδρώνεις απ’τ’άγχος σου. Εκείνη θα σου πει πού να κάτσεις, εκείνη θα σου πει σήκω, εκείνη θα σου γνέψει να πάψεις να μιλάς, εκείνη ξέρει τα πάντα. Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι βρε παιδί μου. Μια δουλειά ρουτίνας είναι και βάζω στοίχημα πως ίσως σ’αρέσει κάπως να βλέπεις τα μούτρα σου στη γυάλα. Και τότε, άντε να σε βάλουν στην παραγωγή, άντε να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει για τη μηχανή. Για αυτό σου λέω, άσε τις αγάπες και άντε βρες κανένα κορίτσι, φτάνουν και περισσεύουν όσα σου ‘δωσα. Να κάνεις κέφι που λένε, νέο παιδί είσαι, κάθε μέρα στα φουρνέλα δεν βαρέθηκες μωρέ Γιώργη; Θα πας εκεί και θα τους πεις, μια δυο κουβέντες για τον πόλεμο. Να θυμάσαι, δεν φταίει κανείς, τ’ακούς; Κοίτα μην με κάψεις ρε Γιώργη και χρωστάω ίσαμε είκοσι χιλιάρικα σε κάτι Ρώσους και θα μου σπάσουν την πλάτη αν με δουν να τους περιγελώ. Κοίτα μην πλατιάσεις και πάθουμε καμιά ζημιά μωρέ Γιώργη, αυτοί δεν αστειεύονται. Έχουν κάτι χέρια σαν κουπιά και όταν σε τιμωρούν δεν σταματούν αν δεν σε δούνε πεθαμένο. Και μην σε πιάσει καμιά μανία και αρχίσεις να λες για τις ακρίβειες και τα ρέστα. Το ξέρουμε ρε Γιώργη, κανείς δεν φταίει. Οι τιμές, βλέπεις, είναι σαν τα παιδιά, κάθε τόσο αποκτούν μεγάλη σημασία για τον εαυτό τους, τραβάνε ένα μαχαίρι και προβιβάζονται στην έγκλειστη ζωή. Εσύ θα πεις, τα φέρνω βόλτα χάρη στη μετρημένη ζωή και τις ευεργεσίες της διευθύνσεως. Τι ευεργεσίες, είπες; Ά ρε Γιώργη, δεν μας είπες ότι είσαι κακός χριστιανός. Αλλιώς δεν θα υπέκυπτες στο ατόπημα , στο θανάσιμο τ’αμάρτημα. Ευεργεσίες, ρε, κάτι μηνιάτικα στην ώρα τους και οι υπερωρίες, όλα ντούκου. Εγώ, εγώ φταίω που εμπιστεύομαι κάτι κουμάσια σαν και εσένα. Τέρμα οι φιλίες και η ανθρωπιά, εδώ κύριοι διευθυντές κρίνεται το μέλλον μου και το δικό σας μαζί. Και αν δεν τα καταφέρουμε θα βρεθείτε και εσείς υπόλογοι. Και άκου να σου πω, να χαμογελάς και να πούμε στο Φανιώ να σου κάνει ένα κάποιο μακιγιάζ, θα τρομάξουν οι άνθρωποι βρε Γιώργη μου. Δεν σε ρωτάω, στο υπαγορεύω, αφεντικό είμαι που να με πάρει. Πρέπει συνεχώς να εξηγώ; Μπρος κάνε ότι σου λέω. Εν τω μεταξύ, μην νομίσεις πως δεν έμαθα τι συζητούσες χθες στο προαύλιο. Ήταν και εκείνοι από την πρωινή βάρδια, τους τακτοποίησα αυτούς. Αλλά εσύ, εσύ Γιώργη μου ράγισες την καρδιά. Να αφήσεις λοιπόν ήσυχη την ατζέντα των διεθνών θεμάτων για τους ειδικούς. Ε, μα πώς γίνηκε να έχουν όλοι άποψη, τόση προσπάθεια κατεβλήθη ανά τους αιώνες για να αδυνατίσει το ένστικτό μας το κριτικό. Ποιος σε ρώτησε ρε Γιώργη; Σε ρώτησε κανείς, πες μου! Ε, λοιπόν, άσε τη δουλειά να την κάνει κάποιος ειδικός. Κουβέντα δε για τα ζευγάρια και τον γάμο των ομόφυλων, προς Θεού μην τύχει και το χειριστείς άγαρμπα και ύστερα δεν θα προλαβαίνει η Ρηνιώ να ακυρώνει τις παραγγελίες και να επιστρέφει τα χρήματα. Εσύ θα πεις πως είσαι με την πλευρά του ανθρώπου, το θυμάσαι; Αυτό θα πεις, θα χαμογελάσεις, έπειτα θα σου βρω εγώ μια μπάλα. Αντιπερισπασμός, ντε! Θα στη δώσω και εσύ θα αρχίσεις τα κόλπα και θα κάνεις νούμερα ζογκλερικά και το κοινό θα διασκεδάζει με την ψυχή του, με τίποτε λιγότερο. Και αν είμαστε τυχεροί θα βρουν κάποιον σφαγμένο στο περίπτερο, στη θέση των περιοδικών. Ε, τότε να δεις κέφια! Το λοιπόν, δίνε του. 

 Ακούστηκε  το κορνάρισμα της νύχτας και ο τύπος έφυγε διστακτικά. Και πάλι χαράματα με τις μπαλάντες στη διαπασών, στην πόλη που ξενυχτάει με low bap και δεν πιστεύει σε κανένα Θεό, μια θημωνιά που τρέμει.  Στις ταράτσες της Κίρκης η πόλη ξαγρυπνά, γυρεύει σήματα να αποκωδικοποιήσει, κουβαλάει έκτακτες ειδήσεις, δίχως να καίγονται να χέρια της κατεβάζει το στραβό φεγγάρι που της καρφώσανε. Το φοράει στα μαλλιά της, δεν φαντάζεσαι πόση ομορφιά. Σε λίγο θα πάρει τη μοιραία της τη δόση και το μεσημέρι θα κάνει την εμφάνισή του. 

Το κοινό χειροκροτεί. Ένας τύπος το διατάζει πίσω από τις κάμερες. Φροντίζει τίποτε να μην πάει στραβά με αυτήν εδώ την εποχή. Η αμηχανία συνιστά δαπάνη τηλεοπτικού χρόνου, όπως λέει η Ράνια. «Θα κάτσεις εδώ και μόλις σου πω, θα πεις δυο τρεις κουβέντες. Πρόσεχε μόνο μην τα χαλάσεις όλα». Και όταν η Ράνια του υπέδειξε πως ήρθε η σειρά του, σηκώθηκε από τη θέση και  συστήθηκε στο πάνελ. Όλοι του χάρισαν την προσοχή τους, όλες οι κάμερες έπεσαν πάνω του να τον φάνε. Υπήρξε για μια στιγμή και μόνο εκείνο που λένε εκπρόσωπος των εργατών. Α ρε μάνα, να δεις που έφτασα και εγώ κάπου.

«Εγώ, κοιτάξτε να δείτε, ήθελα να πω πολλά. Μα θα σας πω ότι μου επιτρέπεται. Το λοιπόν, πόλεμος είναι τα φουρνέλα, πόλεμος το λιγοστό μεροκάματο, τ’αδειανό σπίτι, τα λιανά που δεν σου φτάνουν για το δεύτερο το ούζο σου. Οπότε, κρατήσετε ετούτο. Πως η κάθε μέρα εκεί έξω είναι πόλεμος και οι βάρδιες ατέλειωτες και ο άνεμος ξερός, με τη μυρωδιά του πετρελαίου, με τους εμπόρους του και με τα όλα του. 

Ήρθαν δυο και τον πήρανε. Τον δείρανε, τ’αφεντικό ούρλιαζε από το τηλέφωνο. «Τι να σου ρε Γιώργη, σε είχα και σε εκτίμηση; Ποιος σου ‘πε ρε ότι γίνεται πόλεμος; Πού τα θυμήθηκες όλα αυτά; Μας έκαψες ρε Γιώργη! Άκου ακρίβεια! Και εμείς ρε, δεν σε πληρώνουμε καλά; Και αν χάσεις κανένα χέρι, κανένα πόδι, εμείς δεν θα σε συντρέξουμε; Θα σε ‘φτυνα ρε, αλλά δεν μου πάει καρδιά, έχω ψυχή εγώ, τ’ακούς ψυχή. Και τι είναι ένα πόδι; Για αυτό έχεις δυο ρε Γιώργη!»

Και ο Γιώργης κοίταξε γύρω του, μέτρησε χέρια, πόδια και είδε στα σκουπίδια το πορτραίτο του γέρο Μπότσαρη. Σαν εκείνα που είχαν τα σχολειά μας πάνω στους τοίχους, ψηλά πάνω από τη γνώση και τη στάθμη της. Και τον κοίταξε, μου’πε και αγκάλιασε την κορνίζα και είπε, «Και εσύ ρε Μάρκο εδώ; Πάλιωσες και εσύ; Βοήθα ρε Μάρκο να τη βγάλουμε και φέτος. να σηκωθούμε βάλε ένα χέρια να χαρείς», είπε και τον πήρε το παράπονο. Και έτσι δαρμένος καθώς ήταν θυμήθηκε τη λαϊκή τη σοφία. Και ένιωσε προδομένος, με το μάτι του μαυρισμένο, με την αξιοπρέπειά του κουρελιασμένη. Να δίνει λέει στάχια και να παίρνει πίσω άχερα, τ’ακούς; Μια ζωή άχερα.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης