Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Κασκαρόνες

Ανταπόκριση ή αφήγημα,
πάρτε το όπως θέλετε,
από μια θεατρική πρεμιέρα

Ήταν μια πρεμιέρα, όπως αρμόζει σε τέτοιες περιστάσεις. Το πλήθος συνέρρεε από νωρίς, κυρίες με κρινολίνα και κύριοι με λινά κοστούμια, λονδρέζικο κόψιμο και ψάθινοι παναμάδες που κάνανε τους κυρίους να μοιάζουν πανομοιότυποι. Και έτσι χάνονταν ορισμένοι δανδήδες που ήσαν οι καλύτεροι εραστές της πόλης και άξιζε να παρατηρήσει κανείς το φέρσιμό τους, συνοδοί κυριών όπως αυτοαποκαλούνταν, μα τίποτε περισσότερο από  μια πλάνη. Η δουλειά τους ήταν ο έρωτας.

Όλοι πήραν ένα απεριτίφ στο αίθριο που ‘χε βιαστικά σουλουπωθεί σε μια πρώτης τάξεως αποικιακού τύπου βεράντα. Αργότερα, ο σκηνοθέτης χαιρέτησε προσωπικώς έναν προς έναν τους παρευρισκόμενους. Σε κάποιους στάθηκε μια στάλα παραπάνω, ήταν στις περιπτώσεις των καταξιωμένων κριτικών. Θα έπρεπε να σε νοιάζει η γνώμη τους αν ήθελες να φτάσεις κάπου. Αργότερα ένας νεαρός Αντίνοος – πολλοί λένε πως τόσα όμορφα αγόρια μες στα πόδια του, φανερώνουν μια αδυναμία και έπειτα πίνουν με τρόπο ζεστό τσάι με μια πρέζα ουίσκι- μας προέτρεψε να βρούμε τις θέσεις μας. Καθένας έπαιρνε, όπως διαπιστώσαμε, ότι ακριβώς είχε πληρώσει. Και έτσι εμπρός, υπήρχαν μεγάλες πολυθρόνες από χοντρό μπαμπού και πιο πίσω οι πολυθρόνες γίνονταν καρέκλες και έπειτα πάγκοι και στο τέλος έλειπαν ολοκληρωτικά. Ήσαν οι θέσεις των ορθίων, κατάμεστες και αυτές.

Τα φώτα χαμήλωσαν, κάτι λίγοι φροντιστές μετέφεραν τα μεγάλα κομμάτια του σκηνικού. Μόνον σκιές και αγκομαχητά από το συνεργείο της εταιρίας θεαμάτων Κίκα. Σε δυο λεπτά όλα ήταν έτοιμα. Κυρίες και κύριοι παρακαλώ ησυχάστε, το έργο αρχίζει ανακοίνωσε ο Αντίνοος που δεν ήταν καθόλου πνιγμένος, αν και ορισμένοι κύριοι θα το επιθυμούσαν πολλοί. Μια βόλτα από τα κουρεία της παλιάς πόλης θα επιβεβαιώσει την ένταση της διαστροφής που καταδιώκει ο επίσκοπος με τα κυριακάτικα κηρύγματά του. Τίποτε δεν κατορθώνουν βεβαίως όλες αυτές οι πομπώδεις εκφράσεις, τίποτε, μόνο να τον φέρουν πιο κοντά με ορισμένες κυρίες μπορούν, που τις γοητεύει αυτή η διαμεσολάβηση στο αιώνιο και το αθέατο. Ίσως η αυστηρότητα των εκπροσώπων του Θεού, μια καθ’όλα υποβλητική εξουσία.

Η παράσταση αφορούσε το αφήγημα μιας ιστορίας κατά τη διάρκεια κάποια πασχαλιάς. Κάποιος που έλειπε καιρό, επέστρεφε και συναντούσε τον έρωτα της ζωής του. Εκείνη όμως, θες απ’ανάγκη, θες από μια ροπή φυσική, δόθηκε στους έρωτες. Και δεν άργησε να γίνει ένα κορίτσι αγοραίο, από αυτά που καταδίκαζε σε αιώνια φωτιά ο επίσκοπος, όταν λησμονούσε τι αδύναμη που ήταν η καρδιά του, η θέλησή του, τι τρεμάμενη που ήταν. Ο νέος αγόρασε κάτι μεγάλες Κασκαρόνες στην υπαίθρια αγορά αυτής της παραθαλάσσιας πολιτείας με τα έντονα στοιχεία του παλιού, καλού, εκφραστικού μπαρόκ. Μνεία αξίζει στους τεχνίτες που δούλεψαν τις προσόψεις τόσο λεπτά και διαμόρφωσαν το ύφος της σκηνογραφίας της αγοράς. Την παρατηρούμε καθώς περνούμε μαζί με τον πρωταγωνιστή από τα παλιά λημέρια του λιμανιού.

Επιστρέφω στην παράσταση. Τελικά ο νέος που ήταν άτυχος μα δεν το ξερε, προχώρησε ως το μικρό σπιτάκι του έρωτά του. Είδε ορθάνοιχτα τα παντζούρια και κάτι νέους να καπνίζουν απ’όξω. Και όταν έκανε να μπει εκείνοι τον σταμάτησαν και είπαν πως προηγούνταν. Τότε, την είδε αναμαλλιασμένη στα μισά της σκάλας και κατάλαβε πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Άφησε τις Κασκαρόνες χάμω και έκανε να φύγει. Οι μάγκες ανοίξανε το περιτύλιγμα βίαια, δίχως καμιά ευγένεια, πέταξαν κάτω το πασχαλινό αυγό και κοίταξαν τι έκρυβε μες στα σπλάχνα του. Μια μισή καρδιά, είπε ο ένας και την έκανε κομμάτια. Ήρθε η σειρά τους, την έσυραν μαζί τους, εκείνη με κάτι μάτια που γυαλίζανε, δυο θολές μποτίλιες από παλιό πόρτο, εκείνη έκλεισε τα μάτια και έκλαψε με μια λύπη αμετάδοτη,συντρίμμια από ναυάγιο ήταν που πλέουν εδώ και εκεί πάνω από τον τόπο της καταστροφής.

Το κοινό χειροκρότησε με την καρδιά του. Η νεαρή που υποδυόταν το κόκκινο κορίτσι, μας έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Και τότε κάποιος κύριος της πέταξε ένα τριαντάφυλλο. Και εκείνη ντράπηκε μα τον βρήκε όμορφο και όλα αυτά μες σε μια στιγμή. Ένας αρχάγγελος εραστής μόνο για εκείνη.

Η βραδιά έπειτα κύλησε ήσυχα ανάμεσα στα πολύχρωμα σεντόνια αυτής της πόλης του νοτιά. Μια βραδιά αφιερωμένη σε μια πρεμιέρα. Είχαν τοποθετηθεί πίσω από την ορχήστρα και φύλαγαν την αμμουδιά που ορμούσε πάντα ξαφνικά. Κάποια κυρία, σαφώς ζαλισμένη από το ποτό, έσκυψε και με προσεκτικά διαλεγμένες συλλαβές, με κάτι χείλη υγρά από το πόρτο, ίσως, μου είπε. Τα σεντόνια του νότου σε ξελογιάζουν, δεν νομίζεις;

Εδώ η ανταπόκριση παίρνει τέλος. Η πρεμιέρα κρίθηκε πετυχημένη. Η περιοδεία συνεχίζεται κατά μήκος της ριβιέρας. Το όνομα της κυρίας ήταν Φλόρες και λίγο αργότερα θα άνθιζε στα χέρια ενός αγνώστου, μέχρι εκείνη τη στιγμή εραστή.

Το έργο στο  μεταξύ, συνεχίζεται εκεί έξω, σκορπώντας έρωτες, φιλίες, στίχους, μεταξωτά μεσοφόρια και σκίτσα μιας πόζας αράθυμα ερωτικής. Το έργο κατεβαίνει από τη σκηνή και αφορά πια το κοινό σε ένα επίπεδο πιο προσωπικό. Η ανθρώπινη εμπειρία, ίσως αυτή να το ‘γραψε και τα φουστάνια, οι πουκαμίσες οι ριγμένες πρόχειρα στα πατώματα να λένε ακόμη περισσότερα.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης