Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Γενεύη

Ο Πατέρας μου μόλις είχε πεθάνει. Ο ρουφιάνος αδερφός μου προσπαθούσε να μου φάει την περιουσία και η μητέρα μου βούλιαζε αργά, βασανιστικά και εκφυλιστικά στο αναπόδραστο γήρας. Αναζητούσα μια διέξοδο από τη νωπή ορφάνια μου, σαν ένας άνθρωπος μόνος πάνω στη γη, συνοδευόμενος από το κάτοπτρο του και την αντανάκλαση όλων των δαιμόνων του που πάσχιζε όχι να νικήσει αλλά να φτάσει σε μια προσωρινή συνθηκολόγηση.

Μόνος προσγειώθηκα στη Γενεύη, μόνος πήρα το ταξί για το κατάλυμα, μόνος έκανα το τσεκ ιν στη ρεσεψιόν. Και ήταν αυτή η συνθήκη που περόνιαζε την ψυχή μου όπως το ψιλόβροχο το δέρμα. Εφοδιασμένος με την κουκούλα του φούτερ σαν φαντομάς ξεγλιστρούσα ανάμεσα στους ανθρώπους για να κοντοσταθώ μπροστά σε πολυκατοικίες γαλλικού μοντερνισμού, αρτ ντεκό  κομψοτεχνήματα και απομεινάρια επιβλητικού μπρουταλισμού.

Μόνος μεταξύ αγνώστων σε μια παραμυθούπολη που η ακρίβεια μου βγαζε επιδεικτικά τη γλώσσα και διασκέδαζε με την καταχνιά μου, η εκθαμβωτική αρχοντιά των κτηρίων γύρω από τη λίμνη τύφλωνε για λίγο τους πόνους και τους φόβους μου μα η λίμνη, αυτή η περιώνυμη λίμνη φίλε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα στον κόσμο.

Μια οπτασία σαν λεωφόρος ζωγραφισμένη πάνω σε τείχος, ένα ορθάνοιχτο παράθυρο τοποθετημένο στο κελί, ψιχάλα σε άνυδρη έρημο και το τελευταίο τσιγάρο στο μελλοθάνατο…

Δάκρυα κύλησαν και χάιδεψαν τις άκρες ενός δειλού χαμόγελου, οι ιρλανδικές πάμπ χρέωναν τη μπίρα είκοσι ευρώ, οι πουτάνες στη συνοικία του σιδηροδρομικού σταθμού επεδείκνυαν πίσω από τις βιτρίνες τη σάρκα τους, το fondues στα παραδοσιακά εστιατόρια έσταζε από τα πιρούνια σαν τα ρολόγια του Νταλί, μα χρόνος δεν είχε καμία μα καμία σημασία.

Γύρισα με τέσσερεις καρτ ποστάλ και την ανάμνηση του ψιλόβροχου στο δέρμα, τις έχω τοποθετήσει σε διακριτά σημεία μέσα στο δωμάτιο, δεν έχω συνθηκολογήσει με τους δαίμονες μου μα αρχίζω και συμφιλιώνομαι με την ορφάνια μου, κυρίως μπορώ να ταξιδεύω όποτε θέλω νοερά πίσω ρίχνοντας τους μια ματιά, μπορώ ακόμα ευτυχώς να δραπετεύω και από το πιο στεγανά κελιά της μοναξιάς και της απώλειας…

*

©Αχιλλέας Σωτηρέλλος