Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον ―Από τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδόσεις Πόλις

ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΚΑΙ
Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ

αναγνωστικές παρατηρήσεις επί της συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδόσεις Πόλις – 2021

Στην τελευταία ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδόσεις Πόλις – 2021, ο αναγνώστης απολαμβάνει μεν με την αρτιότητα της ποιητικής της σκέψης, εκείνο όμως που τού γίνεται πια ξεκάθαρο είναι η μοναδική της ικανότητα να φτιάχνει απόλυτα δομημένα ποιητικά βιβλία έχοντας τρόπον τινά εκ των προτέρων σχεδιασμένα τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τη μελέτη για τα στατικά, τις ποσότητες του μπετόν αρμέ και τους οπλισμούς έως και τις λεπτομέρειες των σοβατεπί, τα χρώματα στις ταπετσαρίες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα πλακάκια. Αυτή είναι μια αίσθηση που είχα και στην προηγούμενη συλλογή της, Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις – 2018, και είναι μια ιδιότητα των ποιητικών έργων, την οποία αφενός θαυμάζω, αφετέρου τη θεωρώ απαραίτητη για να μείνει ένα έργο στην ιστορία (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και ταυτόχρονα να αποτιμηθεί ευκολότερα από τους σύγχρονους και μελλοντικούς αναγνώστες και μελετητές. Τώρα θα μου πεις έτσι δομημένος ήταν κι ο Γκόρπας, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ή ο Τραϊανός; Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι (και φυσικά άλλη ποίηση) θα πω.

Έτσι ισχυρά και ακλόνητα, λοιπόν, δομημένα τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη διατηρούν ισόποσα στοιχεία έκκεντρης υπερρεαλιστικής εικονογραφίας, καθαρής έκφρασης και ακρίβειας του συνειρμού, πάγιων διακειμενικών ή και άλλων αναφορών (σε έργα Τέχνης) που ξεκινούν από την αρχαιότητα, τη μυθολογία, τη ζωγραφική μέχρι και τη θρησκευτική παράδοση κλπ. και καταλήγουν στην ποίηση, στην ποίηση και πάλι στην ποίηση (που είναι άλλωστε η ΜΟΝΗ ΓΗ που οι ψυχές συμπίπτουν, όπως υπογραμμίζει η ποιήτρια στο ομώνυμο εξαιρετικό πεζοποίημα) ή το πολύ στους ποιητές (στους οποίους οι αναφορές είναι απειράριθμες), εδράζονται δε στην αγωνία του θανάτου, στην διαδραστική συνύπαρξη των εναλλακτικών συμπάντων, στην επανάληψη (που παραπέμπει στην “κυκλικότητα” του βέλους του χρόνου) αλλά κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι σχέσεις ενώνουν τα πρόσωπα, τους ρυθμούς, τον χρόνο και τα αποπαίδια του (τη φθορά και τον θάνατο). Οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν σε όλη τους τη ζωή (κι αυτό είναι η ζωή τους, αυτή η αλληλεπίδραση) όμως στον θάνατο καταλήγουν ιδιωτεύοντας κι έτσι ιδιώτες του θανάτου, ελέγχονται, κρίνονται κι αποτιμώνται. Θα μάς το θυμίσει αυτό η Βικτώρια Λούκας (ετερώνυμη της Σύλβιας Πλαθ), στο συγκινητικό ποίημα ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ, όπου η ποιήτρια θα προτιμούσε να σβηστεί το όνομα της από την ταφόπλακα όχι όμως και το επώνυμο του Χιουζ, αφού εκείνη έπαψε να υπάρχει ήδη από τη στιγμή που προδόθηκε απ’ εκείνον. Θα μας το υπογραμμίσει η απελπισία του ποιήματος ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ.. Θα κορυφωθεί σε διάφορα άλλα ποιήματα με σημαντικότερο των οποίων το ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ όπου η ίδια η ύπαρξη γίνεται μια επινόηση, του ενός, των δύο αλλά και της ίδιας της εφεύρεσης του ζεύγους των δύο.  Τέλος θα δηλωθεί αναντίρρητα – μέσα από ένα πλέγμα μπεκετικών διαλόγων – στα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΜΠΥΣΟΥΣ:  Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

Η γλώσσα, οι εικόνες, η ανάπτυξη ακολουθούν τούτη τη συλλογιστική: ο αναγνώστης οφείλει ταυτόχρονα να εκπλήσσεται και να απολαμβάνει την κάθε φράση, την κάθε κατασκευή. Ένα βιβλίο ποίησης που δε θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου.  Η συλλογή κλείνει με το ποίημα Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ, ένα ποίημα εξαιρετικά ζυγισμένο στην ανάπτυξη του, ένα ποίημα που εκτείνει την ποίηση και τη (μοναξιά της) συγγραφή(ς) της στο χωροχρονικό συνεχές και αιτιολογεί τον υπέρτιτλο της συλλογής. Ο βιβλιοθηκάριος των επιρροών, η κατακλείδα των αναφορών, ο κλειδοκράτορας του χρόνου και της ποίησης, ο ποιητής Όμικρον – που γράφει τυφλά όπως πετά τις νύχτες, και που θα προτιμούσε να ήταν τσαγκάρης ή θηριοδαμαστής – θα κάμψει με την πένα του τον χρόνο και θα τον ακουμπήσει απαλά στις καμπύλες ενός κύκλου, όπως το γράμμα Όμικρον, σύμβολο της αέναης ροής. Ακολουθεί το καταληκτικό ποίημα της συλλογής:

 

Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το  οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

*

©Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος