Βασίλης Αλεξάκης (1943-2021), Τάλγκο ―αποσπάσματα

In Memoriam

Είχα ξεχάσει τι ωραία που νιώθεις όταν κάνεις έρωτα. Το σώμα μου είχε καταντήσει σαν κάτι παλιά επαρχιακά σαλόνια, θλιβερά και βουβά, με τα παντζούρια μονίμως κλειστά, τα έπιπλα σκεπασμένα μ’ άσπρα σεντόνια, σαν κάτι σαλόνια όπου δεν φαίνεται να κατοικούν παρά μόνο φαντάσματα επίπλων. Εσύ άνοιξες τις πόρτες και τα παράθυρα κι ένιωσα να με διαπερνά ένα γλυκύτατο καλοκαιρινό αεράκι. Ήταν μεσημέρι. Ανακάλυψα γύρω μου ένα θεόρατο κήπο με μυριάδες πουλιά.
Θυμάσαι τι γέλια κάναμε; Ίσως γι’ αυτό να γράφω, για να επιζήσει κάτι απ’ όλα αυτά, για να μην τ’ αρπάξει όλα ο χρόνος. Προσπαθώ κάτι να του κλέψω, έστω μερικές στιγμές. Ό,τι θυμάμαι. Στο τέλος θα μας πάρει ως και τις αναμνήσεις μας. Θα είναι σαν να μην έχουμε ζήσει καν. Ίσως δεν θα ’πρεπε να βασίζομαι τόσο στις λέξεις… Τα πλήκτρα της γραφομηχανής, σε τέσσερις σειρές όπως είναι, μοιάζουν με κερκίδες σταδίου όπου κάθονται φρόνιμα τα γράμματα.[…]
Καταλαβαίνω τους λόγους που σ’ οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ένας ακόμη που δεν τον αναφέρεις, μόλο που είναι ο σοβαρότερος. Θέλω να πω, βρε Γρηγόρη, ότι δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτάς μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο. Ερωτεύτηκα τ’ όνομά σου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου, ερωτεύτηκα τα γόνατά σου. Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα.[…]
Θα διάβαζα μέχρι είκοσι φορές το κάθε γράμμα σου, το διάβαζα δυο – τρεις φορές μόλις ερχόταν, το φιλούσα, το έχωνα στην τσάντα μου, το ξαναδιάβαζα στο λεωφορείο. Το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου, μη μου το κλέψουν, μη μου το αρπάξει κανείς, το κρατούσα όπως κρατάει η μάνα το χέρι του παιδιού της όταν διασχίζουν κεντρική λεωφόρο. Ήμασταν συνεχώς μαζί, οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν καταντήσει ωχροί σαν αναμνήσεις. Μου έτυχε να βρεθώ με μεγάλη παρέα στο εστιατόριο χωρίς να πω ούτε ν’ ακούσω λέξη. Κάποια στιγμή το μάτι μου καρφώθηκε σε μια άδεια καρέκλα όπου σιγά σιγά εμφανίστηκες εσύ και μου χαμογέλασες. Οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Για μένα, η μόνη κατειλημμένη καρέκλα ήταν αυτή η καρέκλα, η κενή…[…]
Κοίταξα ψηλά στον ουρανό που ήταν ακόμη φωτεινός. Είδα τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα του ηλεκτρικού. Τόσες και τόσες φορές έχω δει τα πουλιά στα σύρματα του ηλεκτρικού, πρώτη φορά πρόσεξα ότι τα σύρματα ήταν πέντε κι ότι τα πουλιά έμοιαζαν με νότες μουσικής.

[Από τις εκδόσεις Εξάντας via palmografos.com