Πάνος Νιαβής, Η Κεραία του Δάσκαλου που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν

Ο πίνακας στην αίθουσα του σχολείου μαύρος και άραχλος  είναι, όπως όλοι οι μαυροπίνακες των σχολείων, αλλά ετούτος δω είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Γράψε σβήσε τόσα χρόνια ο δάσκαλος, το μαύρο κουράστηκε και έσκαγε κάπου-κάπου υποψίες  χαμόγελου  από  τα παιδιά που είπαν σωστά μάθημα κι η κρανιά του δάσκαλου  που Μαλαθούνης ήταν και  λεγόταν, δεν έπεφτε σκληρή κι αμείλικτη στις ανοιχτές   παλάμες τους, ως συνέβαινε συνήθως. Μαύρος ο πίνακας και ένα αυτοκρατορικό Μηδέν είχε θρονιαστεί στη δόξα του εφήμερου από το χτεσινό μάθημα και το ξυλοφόρτωμα της  μικρής Μαρίας του Κάτου  Λιούρα, που δεν ήξερε πως τέσσερα μείον τέσσερα κάνουν ΜΗΔΕΝ. Πήρε ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν την κιμωλία έγραψε  ένα θεόρατο ολόλευκο Μηδέν στον πίνακα, έριξε τέσσερες ξυλιές  στο ένα χέρι της Μαρίας, «το άλλο  τώρα», είπε βαριεστημένα στο εφτάχρονο κορίτσι, ρωτώντας την για τελευταία φορά πόσο κάνει τέσσερα μείον τέσσερα, το κορίτσι μουτζοκλαίγοντας κι αφού απάντησε ένα ξέπνοο «Μηδέν, Κύριε», ξεκίνησε  να κάτσει στη θέση του. Είδε τα μάτια της Μπουμπουλίνας  στον απέναντι τοίχο να αστράφτουν  και  ένα σμήνος  απαγορευμένων χρωμάτων πεταλούδες  ξεχύθηκαν  στην αίθουσα , ανάμεσα  στο φόβο του δασκάλου και τον προδιαγραμμένο της  προορισμό,  αφού  εκείνη τη στιγμή θα ήθελε να είναι  η Σαλώμη των θρησκευτικών και ο δάσκαλος που Μαλαθούνης  ήταν και λεγόταν να είχε το κεφάλι του σαν το γουρούνι τους, που το έσφαξαν τα Χριστουγέννα μες το ταψί κομμένο να το λιβανίζει η μάννα της με θυμίαμα.

Καινούργια μέρα σήμερα κρύα και σκουντούφλα σαν μπήκε η μικρή Μαρία στο σχολείο με ένα ξύλο αγκαλιά, αφού κάθε παιδί που ο γονιός του δεν είχε μουλάρι ή γάιδαρο να φέρνει μες τη χρονιά δυο φορτώματα ξύλα ήταν υποχρεωμένο να έρχεται κάθε πρωί με ένα ξύλο αγκαλιά, για να καίει η σόμπα του σχολείου! Χαιρέτισε   ντροπαλά το δάσκαλο με τον τρόπο που τα παιδιά ξέρουν να συγχωρούν τα χτεσινά, τους πόλεμους και τις κατάρες που έφερε η ώρα η κακιά που δεν έβγαιναν σωστά  τα τέσσερα απ’ τα  τέσσερα να κάμουν το ρημαδιασμένο το στρόγγυλο το μηδέν, και  κίνησε να βγει προς το προαύλιο που είχε αρχίσει ήδη το παιχνίδι και το λακριντί.

―Σβήσε τον πίνακα Μάρια, είπε ο δάσκαλος, μέσα από το μικρό καμαράκι που διέμενε και μάλλον πάλευε να πιάσει κάποιον σταθμό σε ένα μεγάλο κουτί που το έλεγε ράδιο. Αυτό όμως αρνιόταν και ξέρναγε κάτι ήχους παραληρήματος σπασμένης  πορσελάνης και κάπου – κάπου άρθρωνε λίγες λέξεις, « Ο πρωθυπουργός  Γεώργιος Παπανδρέου… Ενώπιον του βασιλέως… μετά ένα ναυάγιο, σαν ηχηρό ξεκούρδιστο γρατσούνισμα και  η ωραία και καθάρια φωνή ενός άντρα που ναυάγησε μες τα χράτς  και τα χρούτς. Ο ήχος που έβγαζε ήταν σα να έτριβε η γιαγιά  της η Λιούρενα το καζάνι με αμμοχάλικα, για να του φύγει η  καπνιά που είχε κάνει στρώσεις  και στρώσεις γυναικείων άρρητων καημών που τις κατάκατσε η θεσμοθετημένη υποταγή σε πεθερές ανά τους  αιώνες. Και τα κατακάθια τόσων ανείπωτων και τόσης ταπείνωσης που γινόταν η μαγιά  για τα κάνει κι αυτή με τη σειρά της τα ίδια  βασανιστήρια στη δική της  νύφη…

Έσβησε το λευκό Μηδέν στον πίνακα μα όχι  απ’ το μυαλό του κορίτσι και κίνησε να βγει προς το προαύλιο, την ώρα που το βλέμμα του αποστράφηκε  για πολλοστή φορά στην κάτι σαν φωτογραφία  στον τοίχο δεξιά  πριν την έξοδο. Δυο αγόρια  έδειχνε που σκάλιζαν μια χειροβομβίδα που είχαν βρει τάχα στο δάσος και τα τίναζε κομμάτια στον αέρα στην επόμενη σκηνή!

Ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν βγήκε τεράστιος και σκοτεινός, ντυμένος μαύρα ρούχα στην πόρτα, απ’ το άβατο για τα παιδιά, δωμάτιο, αφού έκλεισε με περισσά νεύρα το ράδιο που συνέχιζε να σπάει αόρατες πορσελάνες και  να τεμαχίζει άναρθρες λέξεις.

―Μαρία  πετάξου στον μπάρμπα σου τον Λίζο και πες του να φέρει μια μικρή   στρουπίνα* απ’ αυτές που έχει στην αυλή του σωριασμένες για το γιδοκάλυβο που σκοπεύει να φτιάξει και να φέρει μαζί του ένα τσεκούρι, καρφιά και το σκεπάρνι.

Έβγαλε φτερά στα πόδια η μικρή Μαρία, και σε λίγο ο μπάρμπας της ο Λίζος  πελέκαγε την ξερή στρουπίνα στην αυλή του σχολείου, κατά πως τον διάταζε ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν. Στην αυλή του σχολείου υπήρχε μια  αρχαία μουριά που έκανε τεράστια μαύρα μούρα κατά τον Αύγουστο μήνα. Από τους καρπούς της είχαν μεράδι μικροί, μεγάλοι, μαύρα κοτσύφια, πολύχρωμες κίσσες, τσόνια, μελισσουργοί και τρυποφράκτες. Κι από κοντά τα παιδιά με τα λάστιχα στα χέρια, που εξασκούνταν από νωρίς στην τέχνη του θανάτου, σκοτώνοντας συνήθως τσιροπούλια, αφού οι κίσσες και οι κότσυφες ήταν αρκετά πιο έξυπνα απ’ τα παιδιά  με τα λάστιχα και με χωρίς υπομονή σιωπής που απαιτεί η θήρα των πουλιών. Η μουριά θα ήταν εκεί  πάνω από τρείς αιώνες αφού ο κορμός είχε  πάνω από δυο μέτρα περιφέρεια! Ψηλόκλαδη, τραβούσε καταπάνω στο Θεό, έτσι φάνταζε τότε στα μάτια  της εφτάχρονης Μαρίας. Σαν είδε το μπάρμπα της να παίρνει την πελεκημένη πια  στρουπίνα και να ανεβαίνει προς την κορυφή του δέντρου να την καρφώσει με κουτιλίνες** στον κορμό της και στην κορφή να είναι δεμένη η άκρη της κεραίας  του ραδιοφώνου να πιάνει ο δάσκαλος που Μαλαθούνης  ήταν και  λεγόταν, στα  βραχέα τους σταθμούς στο ράδιο, για να τους λέει το βράδυ στο καφενείο όσα απ’ τα  χαμπέρια ήθελε, αφού αυτός από τους άλλους ήταν από τους κόκκινους και τον έστειλαν εδώ σαν εξορία, σα δυσμένεια ένα πράμα, να δασκαλεύει οκτώ χρόνια στη σειρά, απ’ την Νέα Ιωνία του Βόλου.

Την ώρα που ο μπάρμπα-Λίζος ήταν στην κορφή της μουριάς και ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν, μες το καμαράκι του είχε μπει και σκάλιζε το κουτί που ράδιο ήταν και το έλεγαν. Και κάθε τόσο του φώναζε «Γύρνα τη λίγο αριστερά Λίζο, ώπα, πιο πάνω λίγο, πιο κει, πιο δω, λιγάκι δεξιά εκεί κάρφωνε, τώρα»

―Δεξά εσύ ορέ Δάσκαλέ; Τον πείραξε ο Λίζος απ΄την κορφή της μουριάς έχοντας τρεις κουτιλίνες στραβά στο στόμα.

―Πρόσεξε μη καταπιείς κάνα καρφί, Λίζο, τον αποπήρε ο δάσκαλος που Μαλαθούνης  ήταν και λεγόταν, και το πείραγμα έληξε εκεί γιατί και δυο ξέραν πως οι τοίχοι, μη σ΄ πω και οι παρακείμενη εκκλησία είχε αυτιά…

Τα μεγάλα τα παιδιά εν τω μεταξύ, μαζί κι ο Χρήστος, ο έρωτας της μικρής Μαρίας,  άφησαν την σκλάβα που έπαιζαν χωρισμένοι σε ΕΡΕ και ΕΚ (Ένωση Κέντρου), πήραν τις αγκίδες που έβγαλε ο μπάρμπα-Λίζος πελεκώντας τη στρουπίνα  και κάνοντας τους Μακεδόνες πελταστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λες και συμμετείχαν στην μάχη της Ισσού που τους δίδαξε χτες ο δάσκαλος, τις πετούσαν με δύναμη ο ένας  στον άλλο, και το κακό  πότε του δεν αργεί ,  έφτασε  την ώρα που το ράδιο έπιασε καμπάνα πια, και άρχισε να παίζει λαϊκά της ξενιτιάς.  Ο Χρήστος βρήκε τον Τώργο τ’  Νικ’ Κούρλα απ΄το Γιοφ’ρακ’ στο γυμνό του μπούτι  λίγο πάνω από το γόνατο. Και λέω στο γυμνό γιατί κείνα τα χρόνια τα παιδιά φόραγαν παντελόνια που έφταναν λίγο πάνω απ’ το γόνατο για οικονομία στο ύφασμα. Πέρασε, που λες η αγκίδα απ’ την άλλη μεριά και πέφτοντας λαβωμένος στο χώμα και ρεκάζοντας ο Τώργος έσπασε την αγκίδα σίρριζα στο δέρμα του. Σαν ο Θεός να διάταξε παύση  έμειναν όλοι με τις αυτοσχέδιες σάρισες στα χέρια σε απολιθωμένη  στάση ενώ το αίμα του Γιώργου έβαφε κόκκινα τα πάντα γύρω του, αφού πεταγόταν τσαμπούνα. Σαν αστραπή  βγήκε στην πόρτα του σχολείου ο δάσκαλος  που Μαλαθούνης  ήταν και λεγόταν αγριεμένος σα θηρίο, είπε, «περάστε όλοι μέσα τώρα », μοιράζοντας  ξεγυρισμένους κατακέφαλους στους άγουρους πελταστές  του.  Πλησίασε τον τραυματία με το κουτί του πρόχειρου φαρμακείου που είχε φέρει από το Βόλο στο σχολείο, και έδεσε με μια άσπρη γάζα το μπούτι το Τώργου, και ου του θαύματος το αίμα σταμάτησε να πετάγεται τσαμπούνα. Διέταξε το μπάρμπα-Λίζο να πάει να φέρει τον καφετζή τον Πλεομένη και να φέρει μαζί του και φωτιστικό οινόπνευμα  και φυσικά τη δοντάγρια του.  Ήρθε τρεχάτος ο καφετζής ο Πλεομένης,  τήραξε το παιδί  από κοντά και αποφάνθηκε πως δεν είναι τίποτα θα τη βγάλει στο λεπτό «άφησε άκρη να την πιάσω καθώς έσπασε»!

―Κρατάτε γερά το παιδί, διέταξε το μπάρμπα-Λίζο κι αυτόν που δάσκαλος και  Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν,  να του βγάλω την αγκίδα! Τον μπρομουτίσανε  το δεκάχρονο Τώργο, που ρέκαζε από τον πόνο και είχε γίνει άσπρο πανί  απ΄ το φόβο, και ήταν πεσμένο στο χώμα.

―Μη φοβάσαι πουτσαρά μ’ του είπε και συνέχισε τηρώντας τους άλλους δυο, κρατάτε γέρα, μη κουνηθεί και σπάσει η αγκίδα μέσα, πάει χαμένο, είπε ο Πλεομένης  και έπιασε με τη δοντάγρια την αγκίδα απ΄ τη μεριά που είχε μπει και γλυκά-γλυκά την έβγαλε κοντά δέκα πόντους πράμα. Κίνησε τότε νέα αιμορραγία στο πόδι του παιδιού και ο καφετζής με το δάσκαλο άνοιξαν καυγά αν πρέπει να βάλουν στην πληγή σουφλαμιδόσκονη που έλεγε ο δάσκαλος, ή  φούμο απ’ το τζάκι όπως επέμενε  ο καφετζής. Πέρασε του δάσκαλου κι αφού σταμάτησε η αιμορραγία για τα καλά   του έδεσε γερά το τραύμα με μια ακόμη γάζα, το φιλοδώρησε και με δυο χαστούκια  για να μάθει και τον έστειλε μέσα στην αίθουσα.

Ο Χρήστος καθόταν στη θέση του και στωικά και περίμενε την τιμωρία  του. Αγέρωχος κι απρόσβλητος ο Καραϊσκάκης τον τήραγε λοξά και η ματιά του πέρναγε  πάνω από αυτόν καθώς το παιδί ήταν σκυφτό και  ξεροκατάπινε το σάλιο του. Ο χριστός με το  άσπρο αρνί στον ώμο και το θεϊκό φωτοστέφανο στα ολόξανθα γυναικεία μαλλιά του ήταν περισσότερο καταδεχτικός. Σα να του έγνεψε για μια  στιγμή, μη φοβάσαι Χρήστο εδώ εγώ άντεξα ολόκληρη Σταύρωση, κι εσύ για  ένα  μπερντάκι κάνεις έτσι; Αναθάρρησε το παιδί και γύρισε να τηράξει  τη Μαρία στο απέναντι θρανίο, εκείνη χωρίς να γυρίσει να τον τηράξει αχνογέλασε όπως μπορεί να γελά αδιόρατα η αθωότητα που άρχισε να σπουδάζει ενοχή και έσκυψε πάνω από  το αναγνωστικό της με αφύσικη σπουδή.

Μπήκε στην αίθουσα ο δήμιος, ουπς, ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν κι ο Χρήστος ήταν έτοιμος σαν από καιρό.  Έπιασε άξαφνα μια παραπονιάρικη βροχή τα τσίγκια έκλαιγαν κι  έσταζαν ρυάκια, τα ελάτια στις πλαγιές κρυφτήκαν  στην αντάρα, τα τζάμια τραντάχτηκαν από μια δυνατή βροντή κι η  μπόρα ξέσπασε με την κρανιά να πέφτει αδιάκριτα  σε χέρια, πόδια και στα κωλομέρια του Χρήστου. Βάρεσε  με λύσσα ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν για ώρα  πολύ  ως που κουράστηκε να δέρνει τον αρχιπελταστή, το Χρήστο. Το παιδί στην αρχή  έκλαψε και ρέκαξε απ’ τον πόνο, αλλά απότομα ορθώθηκε ένα πείσμα επί πιστώσει  απ’ το μέλλον της ενήλικης ζωής του και σαούριασε με πείσμα σκληρό στα μάτια   και στο πρόσωπο που συννέφιασε πιότερο απ’ την καταιγίδα  που μαίνονταν έξω εκείνη την Τρίτη του Φλεβάρη, στου χίλια εννιακόσια εξήντα τέσσερα τη χρονιά.

Ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν σα να ναυάγησε στην ήττα του, σταμάτησε να τον δέρνει λυσσασμένα και πάνω που ο Χρήστος σκέφτηκε  πιο  δυνατά από όσο έπρεπε, δάσκαλε την κέρδισα την εξουσία σου με τη σιωπή μου και το πείσμα μου, εκείνος αφηνιασμένος με περισσότερο θυμό και οργή τον έσυρε απ’ το αυτί  προς την γκλαβανή του υπογείου. Την σήκωσε και τον έριξε μέσα σαν σακί. Το υπόγειο ήταν πενήντα – εξήντα πόντων ύψους και είχε μέσα τα καυσόξυλα και φυσικά αρκετά μεγαλόσωμα ποντίκια και άπλετο σκοτάδι αφού δεν είχε φως από πουθενά. Εκεί έμεινε ο Χρήστος ώρες πέντε στη σειρά κι από εκεί έμαθε άκαιρα, αφού ήταν ακόμη μαθητής της Τετάρτης δημοτικού, το Διάταγμα των Μεδιολάνων, που όπως τόνισε με έμφαση στους μαθητές της έκτης που καθόταν πάνω από τη γκλαβανή του υπογείου, ο δάσκαλος που Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν, πως από τότε η θρησκεία μας έγινε  «επιτρεπόμενη θρησκεία», αυτή η ωραία θρησκεία που διδάσκει την Αγάπη, τόνισε με έμφαση χτυπώντας την κρανιά στην αριστερή του την παλάμη ρυθμικά, ο δάσκαλος, καθώς περιδιάβαινε ανάμεσα στα θρανία που κάθονταν παιδιά και κορίτσια με σκυφτά κεφάλια!

Ο μικρός Χρήστος με αντοχές και υπομονή Βουδιστή μοναχού κλεισμένος στα απόλυτα σκοτάδια βρήκε διαφυγή στην αρχή στο θάνατο. Θα πεθάνω να δω τι θα κάνεις μετά κιερατά δάσκαλε, αλλά δεν του έφτανε η απόγνωση του δάσκαλου, και νοητικά έφτιαξε την κηδεία του, άξιζε τον κόπο να μάθουν όλοι οι μεγάλοι να μην τον καταλαβαίνουν και να μην τον αγαπούν. Και ευθύς μέσα στο φέρετρό του  βρέθηκε ακίνητος και «πεθαμένος»! Τέσσερεις τον πήγαιναν στο ώμο και  του άρεσε, ανοίγοντας με τρόπο το μάτι να τους βλέπει να κλαίνε κυρίως τον πατέρα του και το δάσκαλο που του έριξαν τόσο ξύλο που χόρτασε και το πετσί του. Έβλεπε και τη μάνα του να κλαίει και να κρατάει από το χέρι την αγαπημένη του τη Μαρία, ντε! Είπε Μαρία και το μυαλό βρήκε τρόπο να σκαπετίσει από  ακίνητη λύπη του Θανάτου και να περάσει στο φως του Ερώτα και στα όσα έκανε χτες  στην αχερώνα  τους με τη Μαρία. Με το που ήρθε στο νου του η χτεσινή συνάντηση με τη Μαρία μες τα άχυρα  ένοιωθε μια λίγωση  αφού χτες μπήκαν κρυφά  στην αχερώνα και χωθήκαν μες το μούχρωμα του ημίφωτος και στα ζεστά  τα άχυρα της καλύβας. Εκεί  άρχισε να της βγάζει τα μαγνάδια που φορούσε και μετά έβγαλε και αυτός τα δικά  του, ένωσαν την υπό πρώιμη εξέγερση αθωότητα των κορμιών τους, η άκαιρη  παιδική στύση έψαξε επαφές ροδαλών αποχρώσεων στην άγουρη  φύση  του κοριτσιού και  έχοντας  μαζί  ένα τσίγκινο κύπελο της  γιαγιάς  του  της έριξε στο τέλος λίγες  σταγόνες  νερό  για  να την γονιμοποιήσει, αφού αυτά τον είχε διδάξει  η φύση και η συνεύρεση των ζώων του σπιτιού. Αυτή σηκώθηκε ντύθηκε σαν έτοιμη  από καιρό, «τώρα είμαστε παντρεμένοι», του είπε, με την πρέπουσα σοβαρότητα  αλλά αυτό  θα είναι το μυστικό μας μέχρι να  γίνεις είκοσι χρονών, να πας φαντάρος  και να γυρίσεις να με ζητήσεις απ’ τους γονιούς  μου. Αυτά σκέφτονταν ο Χρήστος στο σκοτεινό υπόγειο και με τις σκέψεις του το γέμισε φωτεινή αγαλλίαση  και σε αφέθηκε σε ακατάστατο ύπνο.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα πέρασε στο υπόγειο! Σχόλασε το σχολείο και φύγανε τα παιδιά, σαν πουλιά φτερούγισαν μετά από μακρινή τουφεκιά στο ξάγναντο, σκόρπισαν μες τους παιδικούς τιτιβισμούς και βρήκαν πάλι χρώματα και γέλιο μόλις βγήκαν απ’ την πόρτα του σχολείου αν και  έξω έβρεχε κατακλυσμούς η παιδική τους μέρα απόκτησε ξανά ευφράδεια και ελευθερία .

Αυτός που δάσκαλος και Μαλαθούνης ήταν και λεγόταν έτρεξε  βιαστικά κι αυτός προς τις δικές του έγνοιες. Να ανοίξει  το ράδιο και να προλάβει  το δελτίο ειδήσεων   στις δυο το μεσημέρι. «Έλαβε  χώρα  σήμερον 18ήν  Φεβρουαρίου ενεστώτος έτους  η ορκωμοσία  στο Τατόι, λόγω ασθενείας του Βασιλέως Παύλου του Α΄, της νέας κυβερνήσεως υπό την πρωθυπουργίαν του Γεώργιου Παπανδρέου», ξεκίνησε να λέει ο εκφωνητής.

―Τους ορκίσανε τους κρυφοκομμουνιστές, Δάσκαλε, είπε, βλοσυρός στην πόρτα ο Κέλος Τούρας, ο πατέρας του Χρήστου, που ήταν ακόμη κλεισμένος στο υπόγειο και μασούσε την άκρη από το επικείμενο μαρτύριο του πατρικού συγυρίσματος!

Γέλασε πλατιά ο δάσκαλος, αν και δεν ήταν με τους νικητές αλλά η ήττα των αντιπάλων σου είναι αρκετός λόγος για να χαίρεται κανείς, σκέφτηκε, ανοίγοντας τη γκλαβανή του υπογείου./

―Δικός σου τώρα! είπε στον Κέλο Τούρα και γύρισε στην είσοδο όπου σε μια γκαζιέρα, κάτω από μια αφίσα με δυο τεράστιες μύγες να πετάνε γύρω από ακαθαρσίες, και η έγγραφη προτροπή στο κάτω μέρος έλεγε στα παιδιά «πλένετε τα χέρια σας με σαπούνι τακτικά», όπου είχε απιθώσει μια κατσαρόλα με νερό να βράσει  λίγα μακαρόνια για να φάει.

―Δε βλέπω να τον έδειρες δάσκαλε, πως θα τον κάνεις άνθρωπο, μου λες; Του είπε  ο Κέλος και πήρε σειρά αυτός να τελειώσει την τιμωρία που άφησε μισή, κατά τη γνώμη του, ο δάσκαλος .

Πέρασε την πόρτα του σχολείου ο Κέλος με τον Χρήστο βουτηγμένο από γιακά και  με τη μαύρη φαρδιά ζώνη διπλωμένη στο δεξί του χέρι να ξυλοφορτώνει με τη δέουσα πατρική σφοδρότητα .

Κι ύστερα πήρε να βρέχει και αστραποτσοκανίζει πάλι, ράγισαν οι αντοχές του Χρήστου καθώς ανέβαιναν από το σχολείο προς την εκκλησία. Και καθώς ο πατέρας   του, του υποσχόταν πως αυτός θα τον έκανε Άνθρωπο ήθελε δεν ήθελε, κι αφού ο δάσκαλος δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του θα την τέλευε αυτός σήμερα. Πάνω στο θυμό του και στην οργή του χαλάρωσε το σφίξιμο στο γιακά του παιδιού, ή η προσοχή του νότισε από την βεβαιότητα της εξουσίας του ή από τα νερά που έριχνε ο ουρανός, το νοιώθει ο Χρήστος κάνει έτσι, φράστ του ξεφεύγει και γίνεται μπουχός  και μένει η ζωστήρα του πατέρα του να δέρνει το κενό με λύσσα.

Χώθηκε στα άχυρα της αχερώνας εκεί που χτες ακούμπησε την πρώιμη  εξέγερση  της φύσης του πάνω στη ζεστή Μαρία, δίνοντας όρκους που κανείς συνήθως δεν τηρεί σ’ αυτή την ηλικία. Βρήκε τη θέση λες και στην κοιλιά της μάνας του ήταν, κι αποκοιμήθηκε από τη βροχή που έπεφτε στα τσίγκια όλο το απόγευμα. Τον ξύπνησε η αργά το σούρουπο η πείνα του και οι μουλωχτές φωνές της βάβως του της Χρήστενας «έλα δω πασιά μ’ θα σε βάλω ιγώ μέσα» και τον πέρασε στα μουλωχτά   κάτω από τα φαρδιά της τα φουστάνια και τον έχωσε στα τσόλια της εκείνο το βράδυ της δέκατης όγδοης Φεβρουάριου «που η Δημοκρατία νίκησε» καθώς έλεγε στις ειδήσεις εκείνος που Γεώργιος Παπανδρέου και πρωθυπουργός ήταν, ενώ αυτός είχε ζήσει την πρώτη του εξορία από την πατρική εστία για απείθεια και πρώιμη  εξέγερση κι «Αποστασία» !

Μετά ήρθαν τα όνειρα κι έβρεχε για χρόνια ασταμάτητα, η μάνα κρατούσε μια  θλιμμένη ομπρέλα, αλλά είχε χαλάσει το κουμπί της και δεν άνοιγε κάπως να απαγκιάσουμε στη σκέπη τη. Βγήκαμε εκτεθειμένοι του καιρού παιδιά. Περνούσαν οι εποχές και φυσούσε ένας αέρας βιαστικής ενηλικίωσης, βγήκαμε στο αίθριο της  ξενιτιάς ενήλικες κι αγναντεύουμε τον καιρό που πάει καλιά του και μας καταπίνει αδίστακτος χωρίς την ευσπλαχνία μιας έστω δεύτερης  φοράς, παιδιά  σε εξέγερση κι Αποστασία…

*

*Στρουπίνα = λεπτός, μακρύς κορμός δένδρου, συνήθως από νεαρό έλατο, για κατασκευή φράχτης, ή κληματαριάς  

** κουτιλίνα = Μεγάλη ατσάλινη πρόκα

*

©Πάνος Νιαβής, Γενάρης 2021

φωτο: Στράτος Φουντούλης