Θόδωρος Σαραντής, Στο χακί με καθυστέρηση

Αρχείο 06/07/2017

 

Ήταν αυτός ο αναθεματισμένος ο πατέρας μου που έλεγε “περίμενε να πέσει η χούντα και μετά πάς στο στρατό”. Είχα αφήσει λοιπόν ένα μάθημα  για να παίρνω αναβολές, είχα γίνει ισόβιος φοιτητής, το μάθημα ήταν η “Κοινωνιολογία και Εργατικό Δίκαιο”. Δεν ήταν όμως μόνο ο πατέρας μου που επέμενε, ήμουν και εγώ που φοβόμουν ότι θα πέρναγα άσχημα στο στρατό. Είχα ακούσει ιστορίες για άλλους που είχαν πάει και γίνονταν μουλαράδες ή απλοί τυφεκιοφόροι. Τι σημαίνει μουλαράς; Ο μουλαράς χρεωνόταν ένα μουλάρι το οποίο έπρεπε να φροντίζει. Στην εποχή μου όμως δεν υπήρχαν πια μουλάρια. Επομένως, έπαιρνες μεν την ιδιότητα του “ημιονηγού” -του μουλαρά-, αλλά έκανες διάφορες βοηθητικές δουλειές, καθάριζες τις τουαλέτες, έκανες φασίνα, τέτοια. Και την ειδικότητα αυτή την έπαιρναν και οι απόφοιτοι πανεπιστημίου. Επίσης στη Χούντα, όσοι είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, στο στρατό δεν έπαιρναν βαθμούς γιατί τούς θεωρούσαν πράκτορες! Τέτοια βλακεία.

Κάποια στιγμή, η αναβολή μου έφτασε στο τέλος της- μέχρι τα 27 σου’ διναν. Έτσι, το 1972, αναγκάζομαι να περάσω το μάθημα που χρωστάω, ορκίζομαι και παρουσιάζομαι στην Κόρινθο. Ήταν το κέντρο που παρουσιάζονταν οι “μορφωμένοι” (απόφοιτοι Γυμνασίου ή Πανεπιστημίου) που προορίζονταν για βαθμοφόροι. Ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω βαθμό γιατί ήμουν χαρακτηρισμένος, οπότε το μόνο που ευχόμουν, ήταν να μη γίνω μουλαράς. Δυστυχώς επέλεξα να πάω φαντάρος την χειρότερη εποχή της Χούντας, μια εποχή που, πολιτικά, συνέβησαν τα πάντα. Στην 40ημερη εκπαίδευση πήγα πολύ καλά. Όταν περάσαμε από τους λεγόμενους ψυχολόγους, αξιωματικούς που σού έκαναν ερωτήσεις κρίσεως, με ρώτησαν, “γιατί θέλεις να γίνεις αξιωματικός;”. Και είπα ότι δεν θέλω να γίνω αξιωματικός γιατί ήξερα ότι δεν θα γινόμουνα. Την παραμονή των ανακοινώσεων για τις ειδικότητες και το πού θα πήγαινε ο καθένας, είχα μάθει ότι είχα επιλεγεί για έφεδρος ανθυπολοχαγός του Οικονομικού και ότι θα πήγαινα στην ΣΕΑΠ, στην Κρήτη, όπου η εκπαίδευση ήταν πάρα πολύ σκληρή. Την επομένη, μού ανακοίνωσαν ότι η ειδικότητα μου είναι γραφέας πεζικού!

Έφυγα λοιπόν για τη δεύτερη, εξάμηνη εκπαίδευση στο τάγμα Πεζικού 561, στο Σέδες στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα έμαθα ότι εκεί είχε υπηρετήσει και ο συγγραφέας Μάριος Χάκκας, μόνο που στην εποχή του, το τάγμα ήταν τάγμα ημιονηγών. Διοικητής της μονάδας ήταν ένας απο τους πρωτεργάτες της χούντας, ο Στειακάκης, ένας τελείως παρανοϊκός τύπος, ο οποίος είχε απαγορεύσει το βάδην. Κάναμε τα πάντα τροχάδην, αν σε έπιανε να περπατάς, έτρωγες φυλακή. Στη Θεσσαλονίκη, είχα έναν πολύ καλό φίλο, τον Λευτέρη Κογκαλίδη που ήταν τότε στο 3ο Σώμα Στρατού και έκανε εκπομπές στην ΥΕΝΕΔ. Ο Λευτέρης έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να με πάρουν με απόσπαση στην ΥΕΝΕΔ. Παρενέβη όμως ο Στειακάκης και τού είπε, “με αυτόν, μην ασχολείσαι”. Εκείνη την περίοδο γνώρισα και ένα εξαιρετικό παιδί που γίναμε φίλοι, τον Μηνά Τανταλίδη, που στη συνέχεια έγινε σκηνοθέτης.

Στο Σέδες πέρασα έξι φρικτούς μήνες, κάναμε 20 – 25 μέρες να πάρουμε έξοδο. Το στρατόπεδο ήταν όλο σκαμμένο και γεμάτο πυρομαχικά. Θυμάμαι τις βραδινές περιπολίες μες στον ψόφο, με το κρύο που κατέβαζε ο Χορτιάτης. Ηταν μια μονάδα στην οποία δεν ερχόταν κανείς με μέσο. Είχε καθε καρυδιάς καρύδι, από τοξικομανείς που σνίφαραν βενζίνη στη σκοπιά, μέχρι επαρχιωτόπουλα που τούς διάβαζα τα γράμματα των μανάδων τους. Εγώ είχα διπλό μειονέκτημα, ήμουνα από την Αθήνα και ήμουν πτυχιούχος Πανεπιστημίου. Οταν ο επιλοχίας με ρώτησε, “από πού είσαι ρε;”, απάντησα, “από την Αθήνα”. “Ρε, δε σε ρωτάω που μένεις, από πού είσαι, ρωτάω”. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπάρχουν άνθρωποι που ήταν απ’ την Αθήνα- τέτοια ζωώδης κατάσταση. Κάποια στιγμή, ο δόκιμος με απήλλαξε και από το μάθημα της ΕΗΔ -Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση- διότι τού δημιουργούσα προβλήματα. Ελεγε ο δόκιμος, “όταν έχουμε ένα δέντρο, λέμε, έχουμε ένα μεμονωμένο δέντρο. Οταν έχουμε πολλά δέντρα, τι λέμε;” Σκούνταγα τον διπλανό και τού έλεγα, “πολλά μεμονωμένα δέντρα”. “Σαραντή φύγε”, φώναζε ο δόκιμος.

Μετά το εξάμηνο, μού ανακοινώνουν ότι πήρα μετάθεση για την 28 ΕΑΝ, μια μονάδα επιστράτευσης. Οι μονάδες επιστράτευσης ήταν παροπλισμένες μονάδες με φαντάρους που είχαν βρεθεί εκεί με δυσμενείς μεταθέσεις, για διαφόρους λόγους, γιατί ήταν αριστεροί, ομοφυλόφιλοι, τοξικομανείς. Η μονάδα βρίσκονταν στη Φιλιππιάδα, την οποία αγνοούσα, αλλά βρέθηκε ένας γνωστός και μού είπε ότι είναι στην Ηπειρο και ότι είναι ωραίο μέρος. Ταξίδεψα για τη Φιλιππιάδα τον Απρίλιο του ’73, λίγο πριν το Πάσχα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου πέρασα από την Κατάρα και μάλιστα με δύο μέτρα χιόνι. Διανυκτέρευσα στα Γιάννενα, σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης όπου δεν έκλεισα μάτι, γιατί στο διπλανό δωμάτιο ήταν ένας αχρείος τύπος με δύο γκόμενες και γινόταν το σώσε.

Το επόμενο πρωί, έφτασα με λεωφορείο στη Φιλιππιάδα, η οποία εθεωρείτο κόμβος. Το στρατόπεδο βρισκόταν σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία δίπλα μας κυλούσε ο Λούρος, το μοναδικό ίσως ποτάμι της Ελλάδας, που έχει νερό όλο τον χρόνο, τα βράδια ακούγαμε αηδόνια να κελαηδάνε.

Τα παιδιά στην Φιλιππιάδα ήταν εξαιρετικά, είχαμε σύμπνοια μεταξύ μας.

Με βάλανε στο Γραφείο Επιστράτευσης Πεζικού και μόλις τούς είπα ότι είμαι πτυχιούχος της Παντείου γυρνάει ο ανθυπασπιστής και μού λέει, “αυτό είναι το γραφείο σου, αυτό είναι το κλειδί, γεια σου”.  Με θεωρούσαν επικίνδυνο για την ασφάλεια του στρατεύματος αλλά ικανό για να επιστρατεύσω δύο τάγματα πεζικού και ένα λόχο λοκατζήδων και να έχω στα χέρια μου όλα τους τα χαρτιά, πληροφοριακούς φακέλους από τους οποίους μάθαινα απίστευτες ιστορίες.

Τα μεσημέρια, όσοι ήμασταν στα γραφεία -κάποιοι άλλοι ήταν στον όρχο που συντηρούσαν τα οχήματα, τα οποία αργότερα, με την επιστράτευση, μάθαμε ότι όλα, όπως και τα όπλα, ήταν για πέταμα-, τελειώναμε, και σχόλαγαν και οι αξιωματικοί. Τα απογεύματα παίζαμε μπάλλα, πόκα, πηγαίναμε και λίγο πιο πάνω, στην είσοδο της Παιδόπολης όπου υπήρχε μια ταβέρνα και τρώγαμε. Αλλες φορές, κάναμε ντου στα μποστάνια και τρώγαμε καρπούζια και πεπόνια. Ενα χάλι, κάτι σαν την “Λούφα και παραλλαγή”, την ταινία του Περάκη. Ηταν όμως και τραυματική εμπειρία γιατί κάθε πρωί ήμουν υποχρεωμένος να βγαίνω στην αναφορά και να απαντώ στον επίλαρχο που μού έλεγε “για πες μας εσύ, ρε δημοσιογράφε, που τα ξέρεις όλα, τί έκανε η Επανάσταση”- στο γραφείο ήμουνα ο Σαραντής και στην αναφορά ήμουνα ο “ρε δημοσιογράφε”. Και εγώ ήμουν υποχρεωμένος να λέω ότι η Επανάσταση έφτιαξε γήπεδα, στάδια, ότι μάς έσωσε από την φαυλοκρατία, ότι πήρε η ΑΕΚ το κύπελλο στο μπάσκετ, ότι μού κατέβαινε στο κεφάλι. Μετά όταν ανεβαίναμε στο γραφείο,  γινόμαστε “φιλαράκια”, με τον τύπο, σε σημείο που όταν πλησίαζε ο καιρός να απολυθώ, μού έδωσε τα χαρτιά του για να πάμε μαζί να κάνουμε μεταπτυχιακό στην ΑΣΟΕΕ. Μια άλλη φορά, με βάλανε να περπατάω με τις κάλτσες.

Τα πράγματα ηρεμούσαν τα απογεύματα. Ενα βράδυ, έχω βγει με δίωρη έξοδο, έχω πάει σκαστός στην Άρτα, έφαγα, αγόρασα “ΤΑ ΝΕΑ” και γύρισα στο στρατόπεδο. Ηταν η βραδιά του Πολυτεχνείου. Το επόμενο πρωί, με καλεί ο διοικητής στο γραφείο του και αφού αρχίζει τα “παλιοκομμουνιστή” και τα γνωστά, στη συνέχεια λέει, “και έμπασες και τη “Βραδυνή” στο στρατόπεδο” -έγραφε εκεί ο Βάσος Βασιλείου άρθρα κατά της Χούντας και εθεωρείτο αντιστασιακό έντυπο. “Τη “Βραδυνή” δεν την διάβαζα ούτε ως πολίτης”, είπα. Μετά ο διοικητής μαλάκωσε και μού’ δωσε 48ωρη άδεια για την Αθήνα. Ηρθα στην Αθήνα και έπεσα στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Με πιάνει πανικός γιατί έπρεπε να παρουσιαστώ στη μονάδα. Πάω στο Κέντρο Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης, γινόταν ο χαμός. Με χίλια ζόρια, μάς φορτώνουν σε ένα τρένο, δεν ξέρουμε πού πάμε, φτάνουμε στην Πάτρα, διανυκτερεύουμε σε ένα στρατόπεδο στην Πάτρα και την επομένη, με λεωφορείο πήγα στο Αγρίνιο και κάνοντας και ωτοστόπ, επέστρεψα στη Φιλιππιάδα.

Επρεπε κανονικά να απολυθώ από το στρατό στις 24 Ιουλίου 1974.  Δεν ήθελα να μείνω ούτε ώρα παραπάνω, ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Δεν συγχωρώ στον εαυτό μου ότι δεν είχα το θάρρος, να καπνίσω τρία δίφυλλα, να καταπιώ βαμπάκι όπως έκαναν άλλοι και τους έβρισκαν σκιά στον πνεύμονα, να ντυθώ χορεύτρια, δεν είχα το θάρρος να κάνω κάτι και να με απαλλάξουν και να μην πάω. Γιατί ήταν μεγαλύτερη ντροπή το ότι υπηρέτησα φαντάρος εκείνη την περίοδο που ήμουν υποχρεωμένος

να τραγουδάω “έχω μια αδελφή/ κουκλίτσα αληθινή/ την λένε Βόρειο Ηπειρο/ την αγαπώ πολύ”, να φωνάζω “κάτω, κάτω ο Κομμουνισμός”,  “21- 4-67” και να χτυπάω την αρβύλα.

Και ενώ ήμουνα έτοιμος να απολυθώ, γίνεται η εισβολή στην Κύπρο.  Υπηρετούσα σε μονάδα επιστράτευσης. Επρεπε να τραβήξω και την ταλαιπωρία του να επιστρατεύσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που “ζούσα” μαζί τους, κοντά δύο χρόνια. Αϋπνος επί 48 ώρες, κατέγραφα πια ανθρώπους και όταν τελείωσα, όπως καθόμουν σε μια καρέκλα, με πήρε ο ύπνος. Φύγαμε από το στρατόπεδο, στήσαμε σκηνές κοντά στην Παιδόπολη και αφού μαζέψαμε όσους ήταν να μαζέψουμε, φορτωθήκαμε σε στρατιωτικά αυτοκίνητα. Οταν έγινε η μοιρασιά όπλων, μιλάμε για θρήνο. Ευτυχώς που δεν πήγαμε να πολεμήσουμε. Διότι δεν λειτουργούσε τίποτε. Ολα σκουριασμένα και άχρηστα.

Πήγαμε σε ένα χωριό, τις Φιλιάτες και μάθαμε ότι μάς προορίζανε για την Ηγουμενίτσα όπου από κεί, με καράβι, θα πηγαίναμε να επανδρώσουμε τα παραμεθόρια νησιά. Ευτυχώς όμως κηρύχθηκε κατάπαυση πυρός μετά από κανένα τετραήμερο και τη σκαπουλάραμε, η ταλαιπωρία μας διάρκεσε μέχρι τις Φιλιάτες. Θυμάμαι ότι εμείς φοβόμαστε πολύ λιγότερο από τους βαθμοφόρους που εκπαιδεύονταν μια ζωή για να είναι έτοιμοι για πόλεμο. Μπορείς να φανταστείς ότι από τον πανικό του, ο ταγματάρχης φόρεσε το καπέλο ανάποδα;

Οταν έπεσε η Χούντα, ο ταγματάρχης Πεζικού Πολιτόπουλος, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι, καλός άνθρωπος, καραμανλικός, με ρώτησε “πώς νιώθεις τώρα που έφυγαν αυτοί;”. Αιφνιδιάστηκα από την ερώτηση. “Τι εννοείτε;”, είπα, κάνοντας το κορόιδο. “Ελα, τώρα, μην κρύβεσαι. Δεν σάς μίλησε ο επίλαρχος;”. “Οχι”, δεν μάς είπε τίποτε”. Την επόμενη μέρα, κάλεσε έκτακτο προσκλητήριο και μάς βγάζει λόγο για την αλλαγή του πολιτεύματος. Τον χάρηκα.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει αλλά είχε αρχίσει η άλλη αγωνία μου όπως και πολλών άλλων που βρίσκονταν στην ίδια θέση με μένα: το πότε και το αν θα απολυθούμε. Κανείς δεν ήξερε τίποτε. Μόνο φήμες κυκλοφορούσαν.

Οταν τελικώς ανακοινώθηκαν οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974, μάς είπαν ότι μια βδομάδα αργότερα, θα απολυθούμε. Στις 24 Νοεμβρίου πάταγα ξανά το πόδι μου στην Αθήνα.

*

©Θόδωρος Σαραντής

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2