Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιητής στη Νέα Υόρκη 1930 —Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης [απόσπασμα]

Από τις εκδόσεις Ενδυμίων

Νέα Υόρκη ( Γραφείο και καταγγελία)

Στον Φερνάντο Βέλα

Κάτω απ’ τους πολλαπλασιασμούς
υπάρχει μια σταγόνα από αίμα πάπιας
κάτω απ’ τις διαιρέσεις
υπάρχει μια σταγόνα από αίμα ναυτικού
κάτω από τις προσθέσεις, ένα ποτάμι από αίμα τρυφερό.
Ένα ποτάμι που προβάλλει τραγουδώντας
απ’ τα υπνοδωμάτια των προαστίων,
κι είναι ασήμι, τσιμέντο ή αύρα
στην αυγή την κίβδηλη της Νέας Υόρκης.
Υπάρχουν τα βουνά. Το ξέρω
Και τα τηλεσκόπια για τη γνώση.
Το ξέρω. Μα εγώ δεν ήρθα για να δω τον ουρανό.
Ήρθα να δω το θολό αίμα,
το αίμα που φέρνει τις μηχανές στους καταρράχτες
και το πνεύμα στη γλώσσα της κόμπρας.
Κάθε μέρα σκοτώνονται στη Νέα Υόρκη
τέσσερα εκατομμύρια πάπιες,
πέντε εκατομμύρια γουρούνια,
δυο χιλιάδες περιστέρια για το χατίρι των ετοιμοθάνατων,
ένα εκατομμύριο αγελάδες
ένα εκατομμύριο αρνιά
και δυο εκατομμύρια πετεινοί.
Που αφήνουνε τους ουρανούς να γίνουνε κομμάτια.

Καλύτερα να κλαις σαν ακονίζεις το μαχαίρι
ή να σκοτώνεις τα σκυλιά στ’ απατηλά κυνήγια,
παρά να υπομένεις το ξημέρωμα
τ’ ατέλειωτα τρένα με το γάλα,
τ’ ατέλειωτα τρένα με το αίμα
και τα τρένα με τα ρόδα τα σιδηροδέσμια
από τους εμπόρους των αρωμάτων.
Οι πάπιες και τα περιστέρια
και τα γουρούνια και τ’ αρνιά
βάζουνε τις σταγόνες το αίμα τους
κάτω από τα μεγάλα πλήθη,
κι οι τρομερές κραυγές απ’ τις αφανισμένες αγελάδες
γεμίζουνε με πόνο την κοιλάδα
όπου ο Χάτσον μεθάει με λάδι.

Σ’ όλο τον κόσμο καταγγέλω
που αγνοεί το άλλο μισό
το ανεξαγόραστο μισό
που υψώνει τα βουνά του από τσιμέντο
όπου χτυπάνε οι καρδιές
απ’ τα ζωάκια που ξεχνιούνται
κι όπου θα πέσουμε όλοι μας
στην έσχατη γιορτή των τρυπανιών.
Σας φτύνω κατά πρόσωπο.
Το άλλο μισό μ’ ακούει
τρώγωντας, κατουρώντας, πετώντας προς την καθαρότητά του
όπως τ’ αγόρια από τα θυρωρεία,
που φέρνουν εύθραυστα ραβδάκια
στα κενά όπου σκουριάζουν
οι κεραίες των εντόμων.
Δεν είναι η κόλαση, ειν’ ο δρόμος.
Δεν είναι ο θάνατος. Είναι το κιόσκι με τα φρούτα.
Ειν’ ένας κόσμος από συντριμμένους ποταμούς
και αποστάσεις απροσπέλαστες
στην πατούσα αυτού του γάτου τη συντριμμένη από ‘να αμάξι,
κι ακούω του σκουληκιού το άσμα
μεσ στην καρδιά πολλών κοριτσιών.
Οξείδιο, μαγιά, χώμα ανατριχιασμένο.
Χώμα κι εσύ ο ίδιος που κολυμπάς
στους αριθμούς του γραφείου.

Τι πάω να κάνω; Να βάλω τάξη στα τοπία;
Να βάλω τάξη στις αγάπες που ύστερα γίνονται φωτογραφίες,
που ύστερα γίνονται κομμάτια ξύλου και μπουκιές από αίμα;
Όχι, όχι! Καταγγέλλω.
καταγγέλλω τη συνωμοσία
αυτών των έρημων γραφείων
που δεν εκπέμπουνε τις αγωνίες,
που σβήνουν τα προγράμματα του δάσους,
και προσφέρομαι να φαγωθώ απ’ τις αφανισμένες αγελάδες
όταν οι κραυγές τους γεμίζουν την κοιλάδα
όπου ο Χάτσον μεθάει με λάδι.