Κώστας Αρκουδέας, Συλλέκτης μανιταριών ―από τον Δημήτρη Σινάκο

Κώστας Αρκουδέας, Συλλέκτης μανιταριών ―εκδόσεις Καστανιώτη

Πυκνό, πολύ πυκνό το δάσος του βιβλίου

Mπήκα στο δάσος σαν πεινασμένος λύκος, με τα δόντια ακονισμένα, έτοιμος να κατασπαράξω τον συγγραφέα ή έστω το βιβλίο του, ή στο τέλος τέλος τον ήρωά του. Ίσως χαμογελάτε τώρα σκεπτόμενοι ότι για ένα λύκο μοιάζει υπερφίαλο και μαξιμαλιστικό να θέλει να τα βάλει μ’ έναν Αρκουδέα· ούτε ο όγκος ούτε η δύναμη είναι με το μέρος του. 

Είναι όμως το κίνητρο που μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς και σ’ αυτό στηρίζομαι. Μα γιατί να θέλω κάτι τόσο βάρβαρο; Θα μπορούσα να απαντήσω κομψά, διαλέγοντας έναν από τους δημόσιους ρόλους ή εαυτούς που δικαιούμαι κι εγώ, όπως και ο καθένας· κι ο Αρκουδέας συμφωνεί άλλωστε:  «ο Άνθρωπος έχει τα χαρακτηριστικά του χαμαιλέοντα….έχουμε πολλούς εαυτούς και παίζουμε πολλούς ρόλους» γράφει σε δυο τουλάχιστον σημεία του βιβλίου. 

Δεν θα το κάνω όμως, δεν θα διαλέξω άλλο ρόλο απ’ αυτόν της αλήθειας. Και η αλήθεια είναι ότι φθονώ τους συγγραφείς. Ναι, τους φθονώ γιατί κάνουν αυτό που θα ήθελα κι εγώ να κάνω μα δεν μπορώ. Γι’ αυτό τώρα που έχω την ευκαιρία θα ενεργήσω σαν λύκος πεινασμένος.

Με τέτοια διάθεση άνοιξα τον «Συλλέκτη μανιταριών» και μπήκα στις σελίδες του. Γραμμή – γραμμή, σκεφτόμουν, θα το ξεσκόνιζα κι έπειτα πού σε πονάει και πού σε σφάζει. Να οι παρατηρήσεις για την αδυναμία στη φόρμα, να οι ξινισμένες αναφορές στη γλώσσα του συγγραφέα, να μια αναφορά υπονομευτική στον μεγάλο των μύθων Αίσωπο, να δυο τρεις απορίες σχετικά με το νόημα… λίγο από δω, λίγο από κει, θα το κουρέλιαζα, σκεφτόμουν. 

Όμως δεν μου πήγε κατά πως το σχεδίαζα. Από την πρώτη στιγμή βρέθηκα σ’ ένα δάσος, που αν και η παρουσία ενός λύκου προοιωνιζόταν φόβο και τρόμο, γλύκανε την λύσσα μου το γεγονός ότι όλα μέσα του μιλούσαν. Η σημύδα και οι ρόζοι της, ο τυφλοπόντικας και η σταχτοσουσουράδα, τα φύλλα, ακόμη και τα διάφανα νεύρα τους. Μιλούσε και ο λύκος, που θαρρείς κι είχε μυριστεί τις προθέσεις μου, είχε ήδη πλησιάσει τον ήρωα του βιβλίου, όπως είχα φανταστεί ότι θα είναι ο συλλέκτης των μανιταριών, και άνοιξε μαζί του κουβέντα. 

Παρασύρθηκα, το ομολογώ, χαλάρωσα και ξεχνώντας την αποστολή μου και τον συγγραφέα, άρχισα να περπατώ από σελίδα σε σελίδα στα μονοπάτια του δάσους, ενός δάσους άχρονου, χώρου και ενσάρκωσης του τότε του νυν και του μέλλοντος. Πυκνό, πολύ πυκνό το δάσος του βιβλίου. Κάθε σελίδα κι άλλο μονοπάτι, είτε στον μανιταροσυλλέκτη και στο λύκο εστίαζα είτε τον κόρακα που τον άκουγα να διηγείται όλα τα μαύρα που θα ’ρθουν να μας βρουν, όλα τα μαύρα που μας βρήκαν ήδη. 

Όσο πιο βαθιά στο δάσος έμπαινα, τόσο πιο βαθιά μέσα στον κόσμο, τον γύρω και τον έσω, βυθιζόμουν. Και ήταν σχεδόν όλα εκεί να μου γνέφουν, να μου βγάζουν τη γλώσσα κοροϊδευτικά, να με στριγκλίζουν, να με προκαλούν να τα σκεφτώ ξανά και ξανά, όλα εκείνα που τόσες φορές στοχάστηκα, που αποδέχτηκα ή απόδιωξα, που απόρησα, που φοβήθηκα, που ευχήθηκα. 

Το νόημα και η αναζήτησή του, η αγάπη και το μίσος, η καλοσύνη και η κακία, η αλήθεια και το ψέμα, η πρόοδος και συντήρηση, η πίστη και η ψευδαίσθηση ή η ψευδαίσθηση ως πίστη, το βάρος της ματαιότητας, το δίκαιο και το άδικο, ο κόσμος ως απόφαση του υποκειμένου, η ορμή προς το θάνατο, η δημοκρατία και η πολιτική, με ήτα και οι-, η επιθυμία και η απόλαυση, η απληστία και φυσικά η ελευθερία και η αναζήτησή της, η ελευθερία ως πορεία προς την απόλυτη μοναξιά.

Ήταν εκεί, στις σελίδες του, και ο κόσμος μας και ο πολιτισμός μας, αυτός που συγκροτούμε και μας περιέχει, που είναι η ζωή μας, μ’ όλο τον παραλογισμό της και την απληστία της, την μανία της για εξουσία, τρομοκρατημένη με την επίγνωση του θανάτου και δυστυχής γιατί δεν μπορεί να είναι διαρκώς ευτυχισμένη, υποκριτική και αβαθής να απεργάζεται τον αφανισμό της, και να το πετυχαίνει αν πιστέψουμε όσα ο κόρακας ιστορεί, στην απαλλαγμένη πια από την καταστροφική παρουσία μας φύση.

Σας είπα ότι είναι πολύ πυκνό το δάσος και πολλά, πάρα πολλά τα μονοπάτια. Τόσα πολλά που βλέποντας το πόσο μικρό είναι το βιβλίο, ίσως να αναρωτιέστε ήδη αν ο συγγραφέας έγραψε νουβέλα ή απλώς έκανε λίστες με όλα τα πιθανά ζεύγη των αντιθέτων στη σκέψη και στη ζωή των ανθρώπων. Διαβεβαιώνω όμως ότι έγραψε νουβέλα και κατόρθωσε όλα αυτά να αποτελέσουν τα κλαδιά της σεκόγιας του, που στέκει αγέρωχη στο κέντρο για να μαρτυρεί την πορεία μας μέσα στο χρόνο, την ανάγκη μας να γνωρίσουμε, την ανάγκη μας να εξηγήσουμε, την ανάγκη μας για νόημα και αλήθεια και ελευθερία.

Έγραψε ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, για να θυμίσει, να φωτίσει, να προβληματίσει και να φωνάξει για τον κίνδυνο, για μας σήμερα μα κυρίως γι’ αυτούς που θα αφήσουμε πίσω μας αύριο, που παραμονεύει να καταστρέψει ολοκληρωτικά την πρωταρχική και αναγκαία συνθήκη της ζωής, που δεν είναι παρά η φύση και τα στοιχεία της, που παραμονεύει να εξαφανίσει το ευφυέστερο μα και καταστρεπτικότερο ον της δημιουργίας: τον άνθρωπο. 

Ο Αρκουδέας διαχειρίζεται σχεδόν το σύνολο της ύλης του ανθρώπινου στοχασμού και με την επιλογή της αλληγορίας καταφέρνει να μας πάρει μαζί του στην ελκυστική αυτή περιδιάβαση κάνοντάς μας ταυτόχρονα να πιστέψουμε ότι το πιο φυσικό πράγμα που υπάρχει είναι δέντρα, φυτά, ζώα και πουλιά που μιλούν, γελούν, αστειεύονται, στοχάζονται και εξιστορούν. 

Καθώς διάβαζα τον «Συλλέκτη» ένιωθα να περιδιαβαίνω τα ράφια της μεγάλης βιβλιοθήκης του ανθρώπινου στοχασμού και μοιραία η σκέψη μου σταματούσε σε κάποια από εκείνα που στη δική μου βιβλιοθήκη βρέθηκαν να συνομιλούν με ορισμένα από τα πολλά που αγγίζει ο «Συλλέκτης». 

Ποια είναι αυτά; 

«Οι διάλογοι σε μοναστήρι» του Κων/νου Τσάτσου ξεπήδησε από τις μνήμες των πρώτων χρόνων της ζωής μου ως αναγνώστη, ίσως για τη φόρμα και τους μεταφυσικούς στοχασμούς του νεοκαντιανού με τον ορθόδοξο μοναχό. Διαβάζοντας για την Ιστορία και το Χρόνο στο «Συλλέκτη μανιταριών» θυμήθηκα τις σελίδες της Βάσως Κιντή στην έξοχη «Φιλοσοφία της Ιστορίας», βιβλίο του πολύ πρόσφατου παρελθόντος, διαβάζοντας για τον σταθμό της ευτυχίας θυμήθηκα τον Μπρυκνέρ και την αέναη ευτυχία του και τον Φρόυδ, φυσικά, και τις απόψεις του για την ορμή προς το θάνατο, και τον αείμνηστο Παναγιώτη Κονδύλη στο «Ισχύς και απόφαση» στις αναφορές του Αρκουδέα για τον τρόπο της συγκρότησης του κόσμου από το υποκείμενο. Δεν ξέρω αν ο Αρκουδέας έχει τις ίδιες ή άλλες αναφορές, μα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ο καθείς και οι δικές του μέσα στο απέραντο αυτό ταξίδι του στοχασμού και της φιλοσοφίας. 

Σημασία έχει ότι ο Αρκουδέας με βοήθησε με τις εκατό και κάτι σελίδες του βιβλίου του να διατυπώσω ερωτήματα σχετικά με τον άνθρωπο και τον κόσμο, ή με άλλα λόγια, λογοτεχνικά ευτύχησε απόλυτα αυτός ως δημιουργός κι εγώ ως αναγνώστης.

Με τούτα τα λόγια ίσως πιστεύετε ότι φοβήθηκα πως ένας λύκος δεν μπορεί να κατασπαράξει έναν Αρκουδέα ή ότι σας κορόιδεψα στην αρχή λέγοντας ότι φθονώ τους συγγραφείς – ότι ήταν σχήμα ρητορικό για να μεγεθύνει την θετική απόφανση στο τέλος. Όχι δεν ήταν ψέμα. Εξακολουθώ να τους φθονώ. Ανήκω σε εκείνους που επιθυμούν η αγάπη να είναι δυνατότερη απ’ όλα όπως λέει κάπου στο βιβλίο ο λύκος, αλλά όχι ότι το πιστεύω κιόλας.

Όμως «Κατά βάθος δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά. Άλλα ήταν εκείνα που τον γοήτευαν. Νύχτες γεμάτες στοιχειά, γριφώδη όνειρα και οράματα, ψυχανεμίσματα και ψυχοθροΐσματα, σιωπές και θύμησες, κραυγές και αντάρες. Τραγούδια και μοιρολόγια, υλακές, βόγκοι και συριγμοί, στρόβιλοι στο λυκόφως, η λεύκα να αναφύεται λευκή από τη μια πλευρά και πρασινωπή από την ως οι δυο όψεις της ζωής. H κλαίουσα ιτιά να ψιθυρίζει στην αυγή το φεγγάρι να τρέχει στην επιφάνεια της λίμνης, λυγμοί να αυλακώνουν τον ουρανό, το μούχρωμα να απαυγάζει, πυγολαμπίδες να τρεμοπαίζουν σαν άστρα. Η φωτιά και το νερό — ευλογία και κατάρα μαζί—, ο θάνατος τέλος στα ασάλευτα μάτια μιας μικρής καρδερίνας. 

Κι όταν βαριέσαι, δεν έχεις παρά να στρέψεις το βλέμμα σου στον νυχτερινό ουρανό.»

✳︎

Ο ©Δημήτρης Σινάκος είναι νομικός, τέως στρατιωτικός δικαστής και φανατικός βιβλιόφιλος