Γωγώ Πονηράκου, Έξζιτ ―Από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Γωγώ Πονηράκου, Έξζιτ, εκδόσεις (poema..), Κορώνη Μεσσηνίας 2021

Υπαινικτική  απόδραση
«Τις πιο οριστικές αλήθειες / τις μοιράζομαι με ξένους, / γιατί / ευθύβολα μάτια και / θαρρετά αυτιά / Μετά μετανιώνω, / έγιναν αμέσως / δικοί μου / – Σαν / τους φόβους – / Αλλά, / για λίγο, / όσο έμοιαζαν ερευνητές, / που παρατηρούν / το άγνωστο πλάσμα, / μπόρεσα να πω / το ακριβές που είχα στο μυαλό μου / και να το φτύσω / στο κέντρο της παλάμης / σαν μπουκιά που μου / κάθησε / στον λαιμό.»

Η Γωγώ Πονηράκου εμφανίζεται με την πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον ιδιαίτερο αγγλόφωνο τίτλο Έξζιτ, που σε ελληνική μετάφραση σηματοδοτεί την έξοδο. Και είναι αλήθεια, πως η ανάγνωση της ποίησης της Πονηράκου οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα αναπόδραστο τέλος που εμφορείται, ωστόσο, από τον πόθο του ποιητικού υποκειμένου, να αναγεννηθεί, ως φοίνικας από τις στάχτες του. […] «Τη μαγιάτικη μέρα που/ ξαναγεννήθηκα κανείς σας δεν αγκάλιασε/το νέο πλάσμα, από εξαιρετική άγνοια,/βολική θαλπωρή και μαραμένη υποκρισία./Εμείς παρόντες γιορτάσαμε τη γέννησή μου/με λίγα τσιγάρα, καφέ και κινέζικο φαγητό…», Υπερεαλιστική αφήγηση, αντίστοιχες εικόνες και ζωηρές περιγραφές ντύνουν φωτογραφικά σχεδόν τους στίχους της ποιήτριας, καθώς η υπαρξιακή αναζήτηση εισβάλει στις κοινωνικές νόρμες και στηλιτεύει το αστικό τοπίο και την γκρίζα ακαμψία των κατοίκων του. Η ποιητική σύνθεση με τον επίσης αγγλόφωνο τίτλο Voodoo Death στη σελ. 37το επιβεβαιώνει: […] «Η Ομόνοια χωνεύει την πόλη/τημηρυκάζει (στα κρυφά) κάθε πρωί/για να χωνέψει πάλι αγέρωχα το βράδυ…Πολλά τα χθεσινά πτώματα/περιστέρια με κόκκινα πόδια/έφεραν μηνύματα σε οικείους/και λυπημένους (συγγενείς;)».

Η ποίηση της Πονηράκου οικοδομείται με ρήματα κίνησης και τα επίθετα υφίστανται για να περιγράψουν τη ζοφερότητα της ύπαρξης. Οι στίχοι της αντιγράφουν τον έσω κόσμο, χωρίς ωστόσο να φείδονται ρεαλιστικών, υπαινικτικών, αναφορών, […] «το χιούμορ χάραζε το μισό του πρόσωπο/το υπόλοιπο το διέτρεχε μια γαλήνη ανυπόκριτη/σαν μάσκα κλόουν/ένα αγκίστρι τραβούσε το στόμα προς τα κάτω/παραμορφωμένος…». Στην ποιητική της Πονηράκου κατοικεί η σύγχρονη ματιά μιας γενιάς ποιητών, που παλεύει να συμβολίσει ψυχαναλυτικά τη σκληρότητα του σύγχρονου βίου και να αντιγράψει την εσωτερική πάλη που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα και στις λέξεις της κατοικεί το παράπονο, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, το πένθος, ο πόθος της για κοινωνική δικαιοσύνη.

Η Πονηράκου στις ποιητικές της αφηγήσεις φωτογραφίζει συμβολικά, τον έρωτα, το πένθος, την απώλεια και την βίαιη πορεία προς την ωριμότητα που ακολουθεί η απώλεια ενός γονέα. Στις λέξεις της ποιήτριας το «Άλλο» είναι ο πατέρας, το αρσενικό, η αριστερή πλευρά το αντίθετο «Άλλο» που αποδημεί. Είναι ο Αδάμ που άλλοτε αποχωρεί, και άλλοτε αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων, υπηρετώντας τον ρόλο που τον έχρισε η θηλυκή υπερπροστασία. Εκείνη που τον κατέστησε αιώνιο έφηβο, παιδί σχεδόν, και το ποιητικό υποκείμενο οδηγείται στην απώλεια, στο πένθος ενός έρωτα που την μεταμορφώνει σε μάνα. […] «Αυτές είναι οι κατεψυγμένες/αναμνήσεις που έχω/από σένα/Μαζί με :/τασκισμένα αεσοπορικά/τα κουφέτα/από το πρώτο/μνημόσυνο/Έμεινες/για πάντα είκοσι τρία/Κι εγώ/έγινα/μαμά.»

Η μάνα στην ποίηση της Πονηράκου, ακόμα και κατά την αποδημία της, υποστηρίζει τον ρόλο της γονιμότητας και της αγνής προσφοράς,  […] «Τα περιστέρια βομβίζουν και/χύνουν δάκρυα/πάνω από φρεσκοσπαρμένα στάρια,/λιγοστά ρόδια/χοές στην ψυχή που/αποδήμησε». Ωστόσο, ο πόνος, το πένθος και η απώλεια αποδομούνται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπου η μοναξιά του πένθους συνορεύει με τη αντικειμενική πραγματικότητα και τα στερεότυπα κάθε κοινωνικής εκδήλωσης, […] «σαν γλυκό συκαλάκι/ο καφές της παρηγοριάς/από δίπλα ζεματιστός καφές/για τεθλιμμένους και μη,/υποκριτές/που μασώντας θλιβερά,/αναπολούν στιγμές/της γυναίκας που λείπει».

Η γυναικεία φωνή κατέχει ισχυρή θέση στο ποιητικό σύμπαν της Πονηράκου. Το «Άλλο» υψώνει τη φωνή του, διαμαρτύρεται, θλίβεται για τα όνειρα που χάνονται υπηρετώντας την ταυτότητα του φύλου του, καθώς, «…βουλιάζουν στον πάτο/του νεροχύτη, όλες οι θλίψεις τους/χωρίς υπόσταση κολυμπάν/οι φιλοδοξίες,/βρώσιμες κι ατάραχες – βάλτοι.». Την επόμενη στιγμή το διακείμενο δηλώνει το ισχυρό παρόν του στο ποίημα με τίτλο: Αν ζούσε σήμερα η Κατερίνα στη σελίδα 22, κάνοντας μνεία στην ανήσυχη φωνή της Κατερίνας Γώγου, όπου η κοινωνική ανησυχία πρόδηλη τοποθετεί την απελθούσα Γώγου, ανάστατη, να κάνει «πάνω – κάτω την Πατήσίων/Μ’ ένα γαλάζιο νυχτικό και/ξεπλυμένο πρόσωπο/απ’ τα δάκρυα για την κατάντια μας…». Και η Άνα (Ana Mendieta), η Κουβανή καλλιτέχνιδα της Performance, εκπρόσωπος της Earth body, αναζητά ακόμα δικαιοσύνη για τον θάνατό της στους στίχους της Πονηράκου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αποτίει τιμή στη δράση στη γυναίκα Άνα αποφαινόμενη πως, «…το εκτόπισμά της δεν μετριέται,/οι σιλουέτες της παίρνουν ακόμα/φωτιά, σαν μολότοφ.»

Μ’ ένα Δροσόφιλο μας αποχαιρετά η ποιήτρια στη σελίδα 46, όπου αφηγείται συμβολικά τον θάνατο του εντόμου ως ανάγκη για επιβίωση ψυχική και σωματική. Σε μια σουρεαλιστική εικόνα, «Το έντομο ασχημονεί/τεντώνοντας τη γλώσσα προς/ το δέρμα.», και το ποιητικό υποκείμενο διαιρείται, ο έσω κόσμος αντιδρά, κι εκείνο αντιλαμβάνεται την εξουσία, «Ανατριχιάζει! Η φοβία υποθάλπτει βιώματα που απωθούνται./ “Σκότωσέ την. Ματι περιμένεις”.» και ο εχθρός καταλήγει κατόπιν μιας προτροπής, μιας ζωώδους παρμόρμησης, ώστε να επικρατήσει ο ισχυρότερος και  ο χρόνος «που απομένει»διακόπτεται. Ο χρόνος που φέρνει πιο κοντά το παρόν, τους δικούς της «ξένους», γιατί η μοναξιά είναι θάνατος κι ο χρόνος αγαπά τη λησμονιά, την ψυχική ίαση, την επιβίωση, την αναγέννηση. Έτσι απευθυνόμενη γνέφει, προσκαλεί, αναμετράται με όσα θα φέρει ο χρόνος, χωρίς να εγκαταλείπει την αντίφαση. Μύχιες, ειλικρινείς σκέψεις, όπου τα δίπολα αντιμάχονται. Δύναμη κι αδυναμία, ελπίδα και φόβος για το άγνωστο:

Εσείς κοντινοί μου,
μπορείτε πια να φύγετε.
Οι μακρινοί πλησιάζουν,
τρύπα φιλόξενη –
κενό προς
τα κάτω._

*

©Κατερίνα Παπαδημητρίου