Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Στου Θωμά το μαγαζί

Χαιρετισμός στον Θωμά Γκόρπα

Έπεφτε μια ησυχία στο Μεσολόγγι, σκέτος θάνατος. Απρίλης ήταν, μέρες εξόδου, λίγα πράγματα θυμάμαι. Τα καφενεία ήταν άδεια και μόνον ένας δυο ξόδευαν τον καιρό τους στα τραπεζάκια του δρόμου. Πάνε διακόσια χρόνια τώρα που έφυγε και ο τελευταίος από τούτη εδώ την πόλη. Μέρες εξόδου, θυμάσαι, να λαλεί το πουλί, να παίρνει σπυρί και η μάνα να το ζηλεύει.

 Και είναι τα μεσημέρια, πένθιμα, ηρωικά και ασύδοτα έτσι όπως μαίνονται ώρες ολόκληρες υπό τη διαπασών του ήλιου. Ήθελα να ρωτήσω, να μάθω πού πήγαν όλοι μα έπνιγε τη φωνή μου εκείνη η ερημιά. Δεν είχα στη διάθεσή μου χάρτες και κατευθύνσεις, μόνο τον εαυτό μου, λυρικό αφάνταστα και αβαθή. Και εκείνη την ώρα ήταν που ανέβηκε στο στόμα μου μια πίκρα και είδα κάτι ξένους να με κοιτάζουν με τα κατακόκκινα μάτια των ζωντανών και των απεγνωσμένων.

Τραβούσα για τον «Ντόρο» και είχα για φάρο μου ένα παλιό, μικρό αφιερωματικό βιβλίο του Δημήτρη Β. Παπαθέου[1]. «Κινητή φιγούρα, τρικυμία γέλιων, φωνών, πειραγμάτων και ερωτικών νευμάτων»,γράφει ο συγγραφέας που βάλθηκε προτού να γίνει άστρο, να κάτσει και να γράψει  για κάτι παλιά χρονογυρίσματα στο Μεσολόγγι. Μια πόλη που σήμερα, τούτη την ώρα του μεσημεριού μ’ανήκει, μα αύριο σε κάποιον άλλον θα ανοίγει την αγκαλιά της και στο μέλλον ίσως σε κανέναν , έξω από εκείνο το λεφούσι τ’αγιασμένο που κατηφορίζει τις ντάπιες και ίσια στην απονενοημένη έξοδό του προχωρεί, γεννημένο μέσα από το εαρινό του κουκούλι. Στέκω εμπρός από την ζωγραφιά του Σολωμού πάνω σε κάποιον τοίχο. Στέκω και τον χαιρετώ, γεια σου μωρέ Διονύσιε, ιερομόναχε που τα’βαλες με την ασχήμια των Ελλήνων, γεια σου Διονύσιε και ώρα σου καλή. Μα εκείνος δεν αποκρίνεται, μόνο με κάτι σχεδιάσματα μιλά μέσα από τα βάθη της ιστορίας. Ένα τσούρμο μαθητές, – από πού φανήκανε δεν θα το μάθω, ίσως από κάποιον Ευαγγελισμό της ζωής που ατέλειωτα σφυροκοπούν τα νιάτα τα αλόγιστα – περάσανε με τρεχαλητά και με φωνές. Πηγαίνανε λέει στου Φρεντεμίτη να αγοράσουν κωκ, γερμανικά και κάτι θεσπέσια γαλακτομπούρεκα. Από εκείνη τη γεύση του βίου σήμερα τίποτε δεν σώζεται, μόνο οι λίγες λέξεις του Παπαθέου.

«Στον Άη Συμιό να ‘ρθείτε, τώρα δεν είναι καιρός πια, το Μεσολόγγι καίγεται με την άνοιξη. Μα τότε, τ’Άη Συμιού, τρεχάματα να δείτε, αθίγγανους που ξέρουν να βουρλίζουν τα άλογα ώσπου εκείνα να κάνουν πρόθυμα το κέφι τους. Και τριγύρω παιδομάνι και γέλια και χαρές. Άλλοτε ποτέ δεν είδα να αγαπούν έναν άγιο με τέτοιο τρόπο, μαζικό και αδιαπραγμάτευτο». Ήταν ξερακιανός, έμοιαζε με εκείνους τους χαρακτήρες τους μυθιστορηματικούς που μια ζωή επέρασαν με το κιούρτο και το κουπί, έτσι όπως το μετέφρασε ο Κακίσης και το ‘κανε λαϊκό και πένθιμο στίχο, να πυκνώνει για κάποιους την πίκρα που σαρώνει τον ανθρώπινο τον βίο.  Έφερα στο νου τούτες τις σκοτεινές τις τροπές που λαμβάνει ο βίος μας και ευθύς ανακάλεσα στη μνήμη μου εκείνον τον «κυάνεο της Φερσεφόνης τον θάλαμο», πλασμένο από τους επιγραμματοποιούς, μια φορά και έναν καιρό.

Την προσοχή μου απέσπασε μια φιγούρα, ίδια μ’αρνητικό ενός αρχαίου φιλμ. Ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και αθόρυβα διάβαινε μην τάχα και πληγώσει την μεσολογγίτικη ειρήνη. Και εγώ υπέθεσα πως για την περίπτωσή του ταιριάζει με τον Παπαδιαμάντη που ο Κακίσης τον είδε μεταμφιεσμένο σε Ελλάδα και γλώσσα, κόντρα στ’ανάποδα, τα στεγνά, τα αποκριάτικα και τα βασανιστικά. Ίσως να μην συγκρατώ αυτούσια εκείνη τη φράση μα κάτι τέτοιες αναπέντεχες σκηνοθεσίες συνιστούν απροσδόκητες παρεκβάσεις, ιδιότροπες παρουσιάσεις, λέξεις παράξενες που της στεφανώνει ένας ήλιος μεσημεριάτικος, στην πρώτη του εφηβεία ακόμη.

Σταθήκαμε αντίκρυ, σαν τάχα να το’χαμε σκοπό εκεί να ανταμώσουμε οι δυο μας.  Και μοιάζαμε όπως πριν χρόνια, όπως εκείνοι που έμειναν πιστοί στις εντολές τους. «Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» σκέφτηκα  και έσφιξα καλά στα χέρια μου εκείνο τον οδηγό που ‘χε πια τη ράχη του σπασμένη. Πετούσαν οι σελίδες του Παπαθέου, άλλη για το Παραλίμανο , εκεί «που άραζαν τα καίκια και από πάνω έφταναν τα βαγόνια του αλλατιού» και άλλη για το Αραπογιάλι, που είναι μελαγχολικό σαν αδικημένη αγάπη «με εκατομμύρια κοχύλια».

Μην σε νοιάζει, όλοι οι δρόμοι στο Μεσολόγγι οδηγούν εις την ελευθερία, μου ‘πε εκείνη η φιγούρα. Μου προσέφερε τσιγάρο , άναψε και εκείνος, ένας νοτιάς από την πλευρά της λιμνοθάλασσας σηκώθηκε ξαφνικά, όλα τα σάρωσε, κάποιοι κρυμμένοι ακόμη φανήκανε κάτω στον δρόμο, ανήσυχοι, σαν τα κοπάδια των ζώων που νιώθουν πως ήρθε η ώρα και αργά κινούν.  Το όνομά του δεν μου’πε μονάχα μερικούς στίχους. Συμπλήρωσε πως «εις τους αιώνας, το Μεσολόγγι θα μεσιτεύει υπέρ ημών,», υπέρ των πεποιθήσεων και της μοναξιάς μας. Δεν αντιλήφθηκα τον σκοπό όλων εκείνων των ασαφών υπολογισμών. Το εγχειρίδιο του Παπαθέου κυμαινόταν πια, ποιος ξέρει σε τι στερέωμα, όσο εγώ απομακρυνόμουν και τον άκουγα, με βαριά τη φωνή, να προφέρει εκείνους τους στίχους του, στερεώνοντας τη μοντέρνα μας ερημιά ή το τελευταίο σκοτάδι, αδιάφορο θα’ναι, αφού και τα δυο μ’εγκατάλειψη βάφουν τις νύχτες. Και ένιωσα το έλκος της χρηστής οδύνης, του πόνου που σιγοντάρει την ποίηση, καθώς ο Θωμάς – Θωμάς Γκόρπας, πυροβολητής του απείρου, αγνώστου σειράς, αναδύοντας πνεύμα και πατίνα νεοελληνική, αυτό ήταν το όνομά του – άναβε το τσιγάρο του και έμπλεκε με τις παρέες που μαζεύονταν σιγά. Γύρισα μια τελευταία φορά. Στο Μεσολόγγι δεν έριξα μήτε μια ματιά. Μα εκείνος, ο Θωμάς, αποπλανέτο , λέει του δρόμου, κατά το παπαδιαμαντικό και «φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια» χτυπούσαν απάνω στα σύρματα που μεταφέρουν τα νέα. Ο Θωμάς Γκόρπας αθροίζεται τη σήμερον εις τα βάθη της ψυχής του Μεσολογγιού. Στοπ. Αντίο Μεσολόγγι της τρίτης χιλιετίας.

Τραγωδία

[…]
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ʽχω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;

 

[1] «Ντόρος, Χρονογυρίσματα στο Μεσολόγγι», εκδ. Αιγαίον, Δημήτρης Β. Παπαθέου

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→