Ναι, ανήκω και εγώ στα αποκαΐδια. Αποτελώ κομμάτι ενός περιβάλλοντος τόσο τοξικού, που άπαξ και αναπνεύσει κανείς τον αέρα του, μέσα σε μόλις δυο λεπτά αισθάνεται άρρωστος.
Είναι αδιανόητο το πως χτίστηκε ολόκληρος κόσμος πάνω στις στάχτες και τα συντρίμμια. Το λάθος που κάναμε είναι ότι ποτέ μας δεν ξεφύγαμε από αυτά, αντιθέτως επιλέξαμε να τα αναγάγουμε σε θεμελιώδεις αξίες, γύρω από τις οποίες κατασκευάσαμε το τυπικό και άτυπο συμπεριφορικό μας δίκαιο.
Ανέκαθεν μου ήταν δύσκολο να αντιληφθώ την πίστη ορισμένων σε αυτό το ετοιμόρροπο οικοδόμημα που μας περιέβαλε. Ο καθένας βέβαια θα μου πεις διακατέχεται από διαφορετικές ιδεολογίες και κοσμοθεωρίες, όμως και πάλι οι εικόνες που αντίκριζα καθημερινά φάνταζαν ακλόνητες αποδείξεις, που με οδηγούσαν δειλά δειλά στην επιβεβαίωση των πιο ματαιόδοξών μου σκέψεων.
Θέματα σαν και αυτά, απασχολούσαν το αναθεματισμένο μου κεφάλι καθημερινά αλλά δεν θέλω να σπαταλήσω άσκοπα τον χρόνο σου.
Θυμάμαι μία νύχτα που ξάπλωνα στο χώμα περιτριγυρισμένος από κάθε λογής ζωύφια. Ένιωθα να πλήττω και αυτό γιατί δεν υπήρχε ούτε δείγμα συγκινήσεων στον ορίζοντα. Όλα έμοιαζαν άχρωμα, άγευστα και άοσμα. Ξαφνικά η γη που βαστούσε το κορμί μου ταρακουνήθηκε από ένα δυνατό βρόντο. Τρομοκρατήθηκα και πάγωσα, αλλά για πρώτη φορά αισθάνθηκα πως είναι να είσαι ζωντανός. Αντανακλαστικά σχεδόν έστρεψα το κεφάλι μου προς τον ουρανό, σαν να πίστευα πως όλη αυτή η αναστάτωση ήταν αποτέλεσμα θεϊκής οργής. Τα μάτια μου θαμπώθηκαν και στιγμιαία τυφλώθηκα. Όταν κατάφερα να τα ανοίξω αντίκρισα ένα θέαμα που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Πίσω από τα βουνά έκανε την εμφάνιση του ένας κεραυνός χρώματος πορτοκαλί, που μόνο δέος μπορούσε να προκαλέσει στον οποιονδήποτε παρατηρητή.
Είναι συγκλονιστικό το πώς μια στιγμή είναι ικανή να αλλάξει όλη σου την ζωή. Ξέρω πως είναι τετριμμένο και εσύ τα σιχαίνεσαι αυτά, όμως οφείλεις να παραδεχτείς πως είναι αλήθεια.
Την λάμψη που σκέπασε το σκοτεινό τοπίο εκείνη την νύχτα, πίστευα πως δεν θα την ξανά συναντήσω ποτέ στην ζωή μου. Ποσό λάθος ήμουν.
Ήμουν πάντα από αυτούς που φορούσαν μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, λες και πάνε σε κηδεία. Ας μην γελιόμαστε άλλωστε, οι περισσότεροι έτσι ντύνονταν.
Οι μαζώξεις ,οι παραστάσεις, τα πάρτι και οι κοινωνικές εκδηλώσεις χαρακτηρίζονταν πάντα από το ίδιο μουντό συνονθύλευμα ακουσμάτων ,συζητήσεων και καταστάσεων. Ο δε επαναλαμβανόμενος κύκλος αυτός, αποτυπωνόταν και στα πρόσωπα των παρευρισκόμενων, προσδίδοντας μια μπαρόκ γοητεία στα βλέμματά τους.
Θυμάμαι πως οι συναυλίες και τα γλέντια ήταν τα μοναδικά πράγματα που με συγκινούσαν. Η συγκέντρωση του κιθαρίστα ώστε να μπορέσει να κρατήσει τον ρυθμό, η ταχύτητα με την οποία κουνιόντουσαν τα δάχτυλα του μπουζουξή, που ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το ήρεμό του πρόσωπο καθώς και οι γεμάτοι νόημα στίχοι που έβγαιναν από το στόμα του τραγουδιστή, λειτουργούσαν καταπραϋντικά και με βοηθούσαν να αποδράσω από την καθημερινότητα.
Σε ένα γλέντι γνώρισα και εσένα. Στεκόσουν σε μία γωνιά μόνος σου και έπινες αργά το κρασί σου. Παρατηρούσες τα πολύχρωμα φωτάκια που βρίσκονταν πάνω από το τραπέζι σου ενώ παράλληλα χάιδευες μία γάτα που είχε έρθει για να κουρνιάσει στα πόδια σου.
Μια πρωτοφανής διάθεση κοινωνικοποίησης με είχε καταβάλει εκείνη την νύχτα, οπότε έσπευσα προς το μέρος σου για να συστηθώ. Με μία πρώτη ματιά έμοιαζες με έναν τυπικό άνθρωπο αυτού του κόσμου. Φορούσες και εσύ ένα μαύρο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι δίνοντας την εντύπωση ενός ατόμου που δεν επιθυμεί τις ματιές των άλλων. Αφού μιλήσαμε για μερικά λεπτά, θέλησα να παρατηρήσω διακριτικά την στάση του σώματός σου. Είχες καθίσει με σταυρωμένα τα πόδια και συνεχώς κουνούσες τα χέρια σου για να νοηματοδοτήσεις τα λεγόμενά σου.
Ξαφνικά ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνάει. Αισθάνθηκα το ίδιο δέος με εκείνο που με είχε καταβάλει την νύχτα του κεραυνού. Πότε δεν είχε ξαναέρθει στην θύμησή μου εκείνη η βραδιά. Σε κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω εμφανώς απορημένος, προσπαθώντας να κατανοήσω την αιτία της αναπάντεχης αυτής αναστάτωσης. Τότε ήταν που το παρατήρησα. Στην αριστερή τσέπη του πουκαμίσου σου είχες σφηνώσει ένα κατά κόκκινο μαντίλι.
Έμεινα ώρες να κοιτάω το μαντίλι σου, μαγεμένος από το έντονό του χρώμα και την ώθηση που αυτό μου έδινε ώστε να ζήσω την ζωή μου με πάθος, έρωτα και ανιδιοτέλεια. Με είχε σαγηνεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να ακούσω τα λόγια σου. Σε είχα αφήσει να μονολογείς ακατάπαυστα και εγώ απλώς σου απαντούσα μονολεκτικά.
Μετά από κάποιες ώρες, κατάφερα να στρέψω την προσοχή μου και πάλι στην συζήτησή μας. Χρησιμοποιούσες πάντα απλό λεξιλόγιο, ωστόσο ήσουν τόσο περιγραφικός που η κάθε σου κουβέντα μετατρεπόταν σε εικόνα, την στιγμή που έβγαινε από το στόμα σου. Καθίσαμε όλο το βράδυ στο ίδιο τραπέζι και αναλύαμε θέματα γενικής φύσεως διότι τα συγκεκριμένα δεν είχαν θέση στα μεθυσμένα μας μυαλά.
Θυμάμαι την στιγμή που μας προσέγγισε ο σερβιτόρος και μας είπε ευγενικά πως το κατάστημα κλείνει. Κοιταχτήκαμε ταυτόχρονα έκπληκτοι διότι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως ο ήλιος είχε ανατείλει.
Τον δρόμο για το σπίτι τον περπατήσαμε μαζί, ήμασταν γειτονάκια βλέπεις. Κατά την διάρκεια του γυρισμού συνεχίσαμε την κουβέντα μας περί ανέμων και υδάτων. Φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μας. Μιλούσαμε αργά και κάπου κάπου χάναμε τα λόγια μας εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας αλκοόλ που είχαμε καταναλώσει.
Μετά από αρκετό περπάτημα φτάσαμε στο σπίτι μου. Κοντοσταθήκαμε έξω από την πόρτα μου και συνεχίσαμε την συζήτησή μας. Με είχε καταβάλει η κούραση και η νύστα ωστόσο δεν ήθελα να σε διακόψω.
Η σπιρτάδα των ματιών σου έδωσε την θέση της στην μελαγχολία. Μια ξαφνική σιγή επικράτησε και μείναμε και οι δυο να κοιτάμε το πάτωμα σαν παιδιά που μόλις είχαν κάνει κάποια σκανταλιά. Πήρες μία βαθιά ανάσα και με κοίταξες στα μάτια. Μετά από λίγη ώρα άνοιξες το στόμα σου και ξεκίνησες ένα από τους πιο συγκινητικούς μονολόγους που έχω ακούσει στην ζωή μου.
Μου είχε φανεί πολύ αλλόκοτη η επιλογή σου, να εκμυστηρευτείς τις πιο βαθιές σου ανησυχίες σε έναν παντελώς άγνωστο. Βλέπεις τότε δεν είχα κατανοήσει πλήρως τι άνθρωπος ήσουν. Μου πήρε αρκετό χρόνο για να συνειδητοποιήσω ότι ήσουν φυσιογνωμιστής και αθεράπευτα ανθρωπιστής.
Σταμάτησες να μιλάς και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό σου. Με μία απότομη κίνηση, άπλωσες το χέρι σου και έβγαλες το μαντίλι από την τσέπη. Σκούπισες τα δάκρυά σου και με κοίταξες σαν να περίμενες να δώσω λύση στα προβλήματά σου. Σώπασα, σου έδωσα ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και κοίταξα το ρολόι μου νευρικά.
Το τελευταίο μας μισάωρο κύλησε κάπως έτσι, βουτηγμένο στην αμηχανία και την αμοιβαία σωματοποίηση του άγχους.
Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως ήταν ώρα να αποχαιρετιστούμε αλλά κανείς μας δεν έκανε την αρχή. Σου έδωσα το χέρι μου διστακτικά και εσύ με τράβηξες και με έσφιξες στην αγκαλιά σου.
Τα τελευταία λόγια σου τα θυμάμαι ακόμα. Τι περίεργο πράγμα και αυτό; Να θεωρείς πως εμείς οι δύο μοιάζουμε; Προτού προλάβω να απαντήσω είχες εξαφανιστεί. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, μήπως και καταφέρω να σε διακρίνω στον ορίζοντα. Μετά από πολύ προσπάθεια σε είδα να κατηφορίζεις προς την πλατεία.
Έχωσα τα τρεμάμενα χέρια μου βαθιά μέσα στην τσέπη, έβγαλα τα κλειδιά μου και μπήκα μέσα στο σπίτι.
Πάντα με προβλημάτιζε αυτή σου η άποψη. Πως γίνεται να θεωρείς πως εμείς οι δύο δεν διαφέρουμε; Εσύ είσαι η προσωποποίηση της ζωής, του χρώματος, του ρομαντισμού και της άνοιξης. Εγώ δεν είμαι παρά μία μουντή φιγούρα, που πιο πολύ με συννεφιασμένη φθινοπωρινή νύχτα μοιάζει. Τα λόγια σου είναι τόσο αληθινά που κανείς δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει. Τα δικά μου, πάντα ακροβατούσαν μεταξύ ειλικρίνειας και υποκρισίας.
Όσον αναφορά τους φόβους σου, που με τόσο θάρρος μου είχες εκμυστηρευτεί εκείνη την νύχτα, ένα πράγμα έχω να σου πω. Μην ανησυχείς το άστρο σου δεν θα σβήσει ποτέ, εσύ είσαι ο κεραυνός, εσύ είσαι και το μαντίλι.
Όπως και να ‘χει, αρκετά σε ζάλισα νομίζω. Η ώρα πέρασε και έχω και μια ρημάδα ρουτίνα να φέρω εις πέρας αύριο το πρωί.
Καληνύχτα φίλε, ελπίζω να τα ξαναπούμε.
*
©Άγγελος Δαφνής
φωτο: Στράτος Φουντούλης
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.