Αρχείο 27/11/2011
Από την ποιητική συλλογή, “Τακούνια καίγονται στο φούρνο”
Άνεμο Εκδοτική
H άμπελος
Η άμπελος, η άμπελος, είπε κι έτρεξε προς τα κει, σαν ελάφι που τα κέρατά του ήταν κλαδιά, και τα χνάρια του άδυτα. Έτρεξα πίσω του, παρόλο που δεν είχε πέρασμα ,αλλά μπορούσα συχνά και να πετάω. Τον βρήκα να μασάει τα κληματόφυλλα, να τρώει βουλιμικά τα σταφύλια. Ήπιε κρασί και μέθυσε κι άρχισε να λέει ακατάληπτα λόγια όπως ότι ο κύκλος του θα κλείσει τελειώνοντας στα δάχτυλά μου. Ότι σημαδεμένοι θα ζήσουμε στην τόση έκσταση της λατρείας και μετά κανείς δεν θα μας συγχωρεί. Μπορεί-έλεγε-να πάθουμε και κανένα κακό γιατί οι αμαρτίες πληρώνονται εδώ και γρήγορα. Είχα ακούσει ότι έκαιγε βοτάνια αγιόριζα και κινάμωμο προκειμένου να τους κάνει να μην με φωνάζουν μάγισσα άλλου καιρού-αυτό τον ενοχλούσε αφόρητα, πιθανόν γιατί μερικές φορές το πίστευε κι εκείνος. Κάποτε έτσι με κοίταζε σαν κινούμενο σκοτεινό είδωλο που -ορμητικός ποταμός- τον κυνηγούσε. Γι’ αυτό έτρεχε και τώρα προς την άμπελο γιατί με είχε δει στην παραφροσύνη. Ήθελε να γλιτώσει από μένα.
Στην άμπελο ζούσαμε και κανείς δεν το ήξερε πώς όλες τις νύχτες του μήνα είχε πανσέληνο-ερείπια που όρθριζαν και κυοφορούσαν το πιο εύθραυστο άνθος μιας άπληστης ερωτικής παράνοιας.
Ξαφνικά όλα σώπασαν-όλα έπρεπε να μείνουν βουβά-ως τη φανέρωση και το βήμα αλάνθαστο για μια νύχτα ακριβή όλο εξομολογήσεις. Σ’ αυτή την ευδία του μισοσκόταδου-το φεγγάρι μελάνιαζε αργά, ώσπου έγινε ολοστρόγγυλος μώλωπας στο κέντρο του ουρανού- το τάνυσμα του ανεξήγητου τον είχε τρελάνει και κλονισμένος είπε πως είναι η Σελήνη θαμμένη θεά κι εγώ στην ομίχλη των νερών δείχνω ξωτικό. Άρχισε να με φοβάται σίγουρα. Γι’ αυτό τον μεταμόρφωσα σε νερολούλουδο και του επέστρεψα το πρόσωπό μου σταγόνα σταγόνα όπως το ήξερε πριν μαγέψω. Στις σκήτες της αμπέλου τώρα με την όραση της Πυθίας φρουρώ την έρημο ενώ μόνο η θάλασσα με κατοικεί. Αυτός είναι ο τριγωνικός κύκλος αν θες να ξέρεις.
***
Nakus*
Από την πέτρα ως την άμμο της
Είναι η αναπνοή άλως
Πάνω από το φτερό του σταχυού
Που γράφει
Τη μονοκονδυλιά στο Χάρτη:
Θάλασσα του αδυνάτου
*(ενέργεια μιας σπάνιας πέτρας που
εξουδετερώνει την επίδραση των δηλητηρίων των φιδιών)
***
Kovτιvό πλάvo
Έτσι είναι αυτά τα φιλμ.-Εσύ με σκηνοθετείς, εγώ παίζω.
Οι αυθαιρεσίες παρακάμπτονται αφού έτσι κι αλλιώς το σενάριο
Είναι ατημέλητο και η ταινία αμφίβολου κτύπου.
Φτάνεις κάποτε στο πρόσωπο-κοντινό πλάνο-στα μάτια.
Εκεί φαίνεται η πίκρα της κατάποσης του δηλητηρίου-έτσι νομίζω.
Καθαρότερη πίκρα απ’ αυτή δεν υπάρχει.
Πιο ήρεμο δηλητήριο απ’ αυτό δεν υπάρχει.
Καμία έγκλιση δεν οδήγησε το πλάνο ψηλά.
Ο υδράργυρος είναι. Πυρετός θα έλεγε ο Άκης Πάνου.
Όταν παλιώνουν αυτές οι θερμοκρασίες αναρωτιέμαι αν
γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι ή καλύτεροι εραστές.
Έτσι που λες. Το συζητάς καμιά φορά.
Ειπώνεται και η πίκρα της Ανατολίας διαφορετικά.
Συνεχίζεται το νουάρ και το μπλανς.
Στα βυθισμένα στη γη ανάκτορα.
Στη σπουδαία θυσία στο κεφαλόσκαλο
κατά το Κούρμπαν Μπαϊράμι-πυροβολισμοί στον αέρα για τη γιορτή.
Μπορείς τώρα να πάρεις στα χέρια σου
τον ανατολικό μου κόσμο και να τον περιφέρεις
σε αμανέδες και σπαράγματα, στα στενά του Ακσαράι,
στα μικρομάγαζα, στα μισογκρεμισμένα τείχη,
στις θέρμες, στα ρωμαϊκά ερείπια, στα καφενεία με τους ναργιλέδες?
Επειδή σ’ αγαπούσα στο μεσαίωνα της Πόλης
επέστρεφες όπως κι εγώ γιατί η ζωή
στο σκοτάδι δεν μας έφτανε.
Μαυρόασπρα από παλιά αγαπιόμαστε.
***
Eπιτάφιos
Καμιά φορά στον ύπνο μου νιώθω το ευώδες
Από λυπημένα άνθη επιταφίου
Λες κι αυτές οι ώρες της ακινησίας εκπαιδεύονται
Από μια ψευδαίσθηση που ζεσταίνεται
Από πένθη και κλάματα
Θητεύοντας χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι
Ξυπνάω τότε γιατί θεριεμένο το αίμα
Ζητάει πάλι να θυσιαστεί σε ρευστά γράμματα
Για τις υπογραφές του πόνου
Τα θάβω όλα. τόσο βαθιά που να μην
Μπορούν ν’ανασάνουν.
Ξεκινάει ένας γλυκός θυμός απ’ το στομάχι
φτάνει στον ουρανίσκο-παλίνδρομος
από κείνους που άλλοτε Ισιώνουν το αίσθημα
κι άλλοτε το καμπυλώνουν μέχρι
Που γέρνει προς την περηφάνεια
Να επιμένει κανείς στη ζωή
Πιστεύω στην αφή που συναρμολογεί
Τη δύναμη που με κάνει να σταματάω
Να περιμένω εξηγήσεις για το αδιόρατο
Εγγυήσεις για το αυθόρμητο
Ψηλαφίζω μεταμελημένη τα πικρά κουκούτσια
Αντικείμενα φροϋδικού ονειροκρίτη
Για να τονίζεται ψυχικά το έμφοβο κάλλος
Κι όσες λέξεις δεν πρόλαβα
Όσες δεν είπα και δεν έγραψα
Αλλά τις κατάπια
Ακόμη γρατζουνάνε το λαιμό μου
…
Copyright©Χαριτίνη Ξύδη
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.