Από τις ΑΩ εκδόσεις
από την κάρτα του «Τρελού»
“…Τυμπάνιζε το στήθος του
μα γνώριζε το στράφι
«Θα βγω κι εγώ στο μέτρημα,
ποια δέσμη της αμμούδας;
Tα λόγια φάλτσα
και ξέθωρα τα έργα»
μονολογούσε αδρανής
αβάντζο για να δώσει των κυμάτων.
Ώσπου ο εγγονός της Πασιφάης
με τη λαλιά της φυρονεριάς
που ’χε κάποτε ανταλλάξει
μ’ ένα νεκρό αγόρι
για λίγες αφορμές πορφύρας·
του δώρισε μια χούφτα χώμα
κι είπε κείθε να ψάξει
το δίκιο των βράχων να βρει
να ξεχερσώσει τη φύτρα του ανέμου.”
*
Από την κάρτα του «Τυφλού»
“Έχω ξανάρθει εδώ,
σέρνοντας ξοπίσω
τον πυρετό που κρατεί τα κυνήγια
μπήκαμε αλαλάζοντας στο νερό
γραπώσαμε το σβέρκο ενός καταρράκτη
που οι ντόπιοι λέγαν πως θάλλει
αιμοσταγής στη λίμνη Ενθουσία
ωσ-που εκστατικοί και στάσιμοι
ακούσαμε στην αρχαία αλφάβητο του οίστρου
πως η ανατολή αναβάλλεται·
και ξανά στο δικό μου σκοτάδι.
Έχω ξανάρθει εδώ.”
…
“…Ήταν τότε που μετρούσα
τιμώμενους στο αγριολόγιό μου
μέχρι που μπήκα στην ίλη.
Στον 9ο κύκλο
μιας σειράς που μ’ είχε συνεπάρει
(της παρακμής γλυκό καλούπι)
είχα νοικιάσει έναν εαυτό
εμψυχωτής των αστεριών
στης ευμάρειας τους ψεύτικους κόσμους.
Δεξιωνόμουν την κάθοδο αδαής
ψηλάφιζα την άφεση
με άγαρμπη λαγνεία΄
αρραβωνιάρα του πενιχρού
δάνειο πλάσμα μιας άλλης Αρσινόης.”
*
Από την κάρτα της «Μάντισσας»
“…Αρχίζω από τον βρόντο
τι, λάθεψε ο κεραυνός κει στη μαρμαρυγή
κι έφκιαξε κείνον τον πρωτόλειο τρόμο
τον ως τότε ανήκουστο
που τώρα πνίγεται στο φως.
Μα δρόμος μου η ομίχλη
βούτηξα στην πλάνη των φωνών
κι οι δίνες μου μηνούσαν:
«μας προξενεύουν αλάστορες καιροί
έβγα στην κύρωση της μέθης
κι αντάλλαξε το αίμα με μελάνι
σαγίτα η πέμπτη λέξη να πετάει·
αρμόζοντας μια γλώσσα με γωνίες
του αφαλού το πλαδαρό
κανάκεμα να τρώσεις,
το αφημένο να κλώθει
τον κάματο της ύαινας
και τη σφαγή του σπαθοβότανου».”
*
Από την κάρτα του «Κρεμασμένου»
“…Οι μάχες που ενέδωσε τον πήραν στο κατόπι
δε γλίτωσε μήτε στάλα αγάπης
τόση απείραχτη αγάπη,
τόσο αίμα για μιαν απουσία.
Δεν ήταν όπως τα ’χε μετρήσει
όταν χίμαγε σε ξεχασμένο όνειρο
καλόπιστος κι αυτός σε μίαν αυταπάτη
φύτευε φωλιές στα δέντρα
αλλά δεν είχε ποτέ του φυτέψει ένα δέντρο
απέμεινε βασιλιάς με τρίχινο στέμμα
μαρτύριο και τούτο δίχως αίμα.”
*
Από την κάρτα του «Αναχωρητή»
“…Βαδίζω των νεκρών το ξύπνημα
φορώντας μάσκα τραγωδίας
τύμβο να υψώσω
των πεσόντων παραδείσων.”
…
“…Θερίζω τα κοντινά ερείπιά σας
στου νόστου λιχνιστήρι στομωμένη
η τέφρα που δεν έγινε
σαν πήραν να θρηνούν οι κολασμένοι”
…
“…Δεν έχω άλλη πεθυμιά
δε νιώθω πια ο ξενιστής
αλλότριων θριάμβων
το χώμα σου καταλλαγή
για πάντα ν’ ανθρωπέψω
στη μήτρα σου
να διαλυθώ ησύχως.”
*
©Βαγγέλης Ασημένιος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.