Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Ο Νίκος Ζάμπρος απόψε σκοτώνεται

Γεφύρι Της Χρυσαυγής. Κατά την παράδοση, το γεφύρι κτίστηκε το 1854 με τη χορηγία ενός ληστή, του Νικόλαου Ζάμπρου από το Πολυνέρι Γρεβενών. Σε μία καταδίωξή του από τα αποσπάσματα, δεν κατάφερε να περάσει το ρέμα που εκείνη τη μέρα ήταν πλημμυρισμένο και ζήτησε από τους Χρυσαυγιώτες να τον κρύψουν. Ως αντάλλαγμα χρηματοδότησε την κατασκευή του γεφυριού, και επιθεωρούσε το έργο κρυμμένος στον παρακείμενο νερόμυλο.

Μια ανταπόκριση που ταξιδεύει πάνω από γεφύρια και ρεματιές μιας άλλης Ελλάδας χτισμένης στον πιο απόκρημνο βράχο. Καθώς ο Ιούλιος σκοτώνει ότι αγαπήσαμε, στέκουμε στην κορυφή του τοξωτού γεφυριού και ακούμε τι τάχα έχει να μας πει το ποτάμι. Το βλέπουμε να κατηφορίζει τον δρόμο. Φορά κεφάλι Μινώταυρου, είναι το ποτάμι που πήρε τον Νίκο Ζάμπρο. Και όχι το απόσπασμα σε μια από τις ιστορίες που συμπλέουν με τον αστικό μύθο και κυκλοφορούν μες στην λαλιά μας, την σύγχρονη και την παλιά.

«Ο Νίκος Ζάμπρος έπεσε νεκρός έπειτα από σκληρό τουφεκίδι. Σκοτώθηκε μετά δεκαήμερης και ανελέητης μάχης με τις δυνάμεις της χωροφυλακής. Οι απώλειες βασάνισαν και τις δυο πλευρές. Μα ο Ζάμπρος ήτο σκληρός καθώς οι πέτρες των Ορέων. Αντέχει τους ανέμους που φυσούν ξαφνικοί και αγριεμένοι προτού κρυφτούν μες στις σπηλιές. Μικροί θεοί που παίζουν. 

Την πρώτη μέρα η χωροφυλακή εγκατέστησε τον σταθμό και το πυροβόλο. Τοποθετήθηκαν αντίσκηνα και ορίστηκαν οι σκοπιές μην τάχα και δραπετεύσει ο Ζάμπρος. Όταν όλα συμφωνήθηκαν αρχίνησε το πιστολίδι και γίνηκε χαλασμός τέτοιος που οι γραμμές αυτές αδυνατούν να περιγράψουν. Δώστε τους την συγχώρεση σας, μα ήτο ένα θέαμα φοβερό, να βουτάνε σαν τους γεράκια οι σύντροφοι του Ζάμπρου. Αν είχε στόμα τούτο το φαράγγι θα άφηνε το κλάμα του να ακουστεί. Μα δεν έχει ψυχή του νόμου το γράμμα και οι δυνάμεις της χωροφυλακής ενισχύθηκαν με πολεμοφόδια και απέκλεισαν τους ληστάς μες στο σπήλαιο του Γέρου που στέκει κοντά στο γεφύρι. Ο Ζάμπρος το γνωρίζει πως δεν έχει διαφυγή και κάθε αυγή χαιρετάει τα πουλιά και τις πεδιάδες και μέσα του μια γενναία, ολοκαίνουρια καρδιά γεννιέται. Την νύχτα πιάνουν τα λιανοτράγουδα μαζί η χωροφυλακή και ο λόχος του Ζάμπρου. Ακούς που σαλαγούν την σιγαλιά του κόσμου, κάπου την πηγαίνουν, ποιος το ξέρει; 

Και άμα φέξει πάλι στο τουφεκίδι, στην ντάπια, το χώμα, τις σφαίρες, τις βλαστήμιες που κάνουν το φαράγγι να σκιάζεται από ντροπή. Την όγδοη μέρα ο Ζάμπρος έμεινε μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του. Κατεβήκανε σε μια περίσταση που η χωροφυλακή παρέλαυνε πάνω κάτω στην ερημιά και χειροκροτούσαν τα δέντρα και τα θαμνιά. Ζήτησε να διαπραγματευτούν την ελευθερία του. Δεν το λογάριασαν οι αρχές και πήραν να πυροβολούν πιο λυσσασμένα. Τόσο ήταν το μίσος που ο Ζάμπρος τρόμαξε και λούφαξε στην κεντρική καμάρα. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί και ένιωθε φόβο πως ονειρευόταν μια βροχή. Και τότε εκεί εμπρός στα μάτια του, λίγο πιο πέρα από το νεκρό του πρωτοπαλίκαρο ερχόταν το σύννεφο. Ακροπατούσε στην αρχή μα ύστερα θύμωσε και πήρε την όψη του Μινώταυρου. Και σάρωσε όλη την ζωή, όπου την έβρισκε. Ο Ζάμπρος φυλάχτηκε κάτω από την καμάρα μα έβλεπε το ποτάμι που φούσκωνε. Οι χωροφύλακες του φώναζαν, παραδώσου μωρέ Νίκο, θα πνιγείς αλλιώτικα, άντε, να δώσουμε τα χέρια και καλή καρδιά μωρέ Ζάμπρο, άντε, έλα. Μα εκείνος ξέρει τι τέλος έχουν οι ληστές που πιάνονται από την χωροφυλακή. Τους κόβουν τα κεφάλια και τα αφήνουν να σιτέψουν στον δρόμο για την πόλη. Έτσι κανείς θυμάται πιο καθαρά. Έτσι κανείς μαθαίνει να φοβάται. 

Χτύπησε το κυπρί. Ξανά, επειδή ανέβαινε το νερό. Και ο Ζάμπρος δεν είχε τώρα από πού να κρατηθεί. Έρχονταν κλαδιά, ζωντανά, μια ολόκληρη πανίδα παλιάς, αθεράπευτης ζωής. Ξανά χτύπησε, μα τώρα ο Ζάμπρος ταξιδεύει κάτω στο ποτάμι. Σαν κουράστηκε, άφησε τα χέρια του να γλιστρήσουν. Οι χωροφύλακες, συγκινημένοι για την παλικαριά του Ζάμπρου, λένε πως τον είδαν να βυθίζεται μια φορά και έπειτα φάνηκε πάλι. Μα ήταν μοιραίο και έτσι τον πήρε κάτω η τρύπα του ποταμού, πάλεψε μα ήταν γραφτό του Νίκου Ζάμπρου να πάει από την πνιγμονή και όχι από το απόσπασμα. 

Η τοπική φυλλάδα κυκλοφόρησε με την πνιγμένη του μορφή. Το έντυπο γίνηκε ανάρπαστο. Τα παιδιά το κοιτούσαν και έλεγαν τι ήσυχα που κοιμούνται οι ήρωες στις φωτογραφίες. Στο μεταξύ τα γιοφύρια συνεχίζουν να αντέχουν στον χρόνο της πατρίδας μας, πέτρες που στηρίζουν ολόκληρη την ράτσα και την λαϊκή μας μαστοριά. Κάποτε πέφτουν και σκοτώνονται μα αφήνουν στα συντρίμμια τους μια αιθέρια λεπτομέρεια, ας πούμε ένα ακρόπρωρο ή μια μορφή ανάγλυφη μαζί με τα ονόματα, τα γένη, του ευεργέτες, όπως χειρόγραφα σε γωνιές.

Ώρα σου καλή Νίκο Ζάμπρο».

Και το ρεπορτάζ ολοκληρώνεται με φωτογραφικό δείγμα και μαρτυρίες του νεκρού ληστή. Ακολουθούν κάτι δακρύβρεχτα χρονογραφήματα που όμως δεν συγκρίνονται με εκείνη την τρομερή βραδιά που το κυπρί λαλούσε κάτω από τα αιώνια γεφύρια. 

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→