Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ ―από την Κατερίνα I. Παπαδημητρίου

Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ, εκδόσεις Ενάντια

Ένας πυρήνας συμπιεσμένος γεμάτος (ποιητικό) μάγμα

Mε αφορμή τον τίτλο της συγκεκριμένης συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την ιδιορρυθμία του, την πρωτοτυπία του ίσως. Προχωρώντας όμως στο εσώφυλλο συναντά τη σκληρή πραγματικότητα ενός αυτοάνοσου νοσήματος όπως η Σκλήρυνση Κατά Πλάκας η οποία δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, ενώ αποδεικνύει την ευέλικτη λειτουργία της δημιουργικής αφορμής στην τέχνη. Εδώ, η δημιουργός καταθέτει έναν ρεαλισμό που συμπίπτει με τον βιωματικό χαρακτήρα του ποιητικά αφηγηματικού της σύμπαντος, ο οποίος αποτελεί και τη θεματική της. Το ποιητικό σύμπαν της Χ. Λιναρδάκη αποτελεί μια ευθεία απάντηση στην ερώτηση, αν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη, μα δεν μπορεί κανείς και να μην θαυμάσει τον τρόπο που η ποιήτρια μετουσιώνει τον πόνο ώστε να υποδεχτεί την ποίηση στις λέξεις της.

Στις («ΟΥΛΕΣ»), την πρώτη ενότητα της ποιητικής συλλογής, ο αφηγηματικός χαρακτήρας είναι κυρίαρχος, «…έτσι άρχισαν όλα» («Πτώση βλεφάρου»), ωστόσο ο ρυθμός είναι πάντα παρών σε λέξεις πάντα μετρημένες, σε ποιήματα συχνά ολιγόστιχα, μα τόσο συνοπτικά, ώστε να αποκαλύπτουν την τραγικότητα μιας κατάστασης, η οποία βαίνει επιδεινούμενη και απειλητική για τον άνθρωπο που την αφηγείται. Η διάγνωση, περιγράφεται σαν παύση της περιστροφής της Γης, «…η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean//Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» («Mediterranean Ηospital»), ενώ το δικό της σύμπαν μεταλλάσσεται για να μετατραπεί σε ποιητικό και ο πόνος στην επόμενη ποιητική σύνθεση ενώνει τον έσω με τον έξω κόσμο σε πέντε στίχους, «…ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/την όψη/σε μετατρέπει σε//σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν». («Ηλεκτρομυογράφημα»). Με λογοτεχνική γενναιοδωρία επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης της θεματικής της η ποιήτρια, αφού δεν ξεχνά από που την απέκλεισαν τα τείχη της ασθένειάς της. Δεν ξεχνά ότι έξω από τις πόρτες των διαγνωστικών ιατρείων, των νοσηλευτικών ιδρυμάτων η ζωή συνεχίζεται.

Η ποίηση της Χριστίνα Λιναρδάκη δεν έχει σημεία στίξης, καθόλου τελείες, σαν να θέλει να δηλώσει το συνεχές μιας επίπονης ανάβασης, αλλά και τη συνεχή πάλη, η οποία δηλώνεται μέσα από τη δύναμη των στίχων της. «Μα κάνεις κουράγιο/τι άλλο μπορείς». («Στη νευρολογική κλινική») Τίτλοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, δηλωτικοί για την πορεία της νόσου και για τις επιπτώσεις της στο σώμα της, ωστόσο η ελπίδα καταφέρνει και βρίσκει ρωγμές για να φωτίσει τις δυναμικές αντιθέσεις που  κατοικούν στο σκληρά ρεαλιστικό σύμπαν της ποιήτριας. Ακόμη, ο («Ιατρικός ρομαντισμός») της νευρολόγου της, «…πως στα φάρμακα/βρίσκεται η θεραπεία» βρίσκει τόπο στην ψυχή της, παρόλη τη δυσθυμία της, «Κατά βάθος/το πιστεύω κι εγώ μα/το αναπόδραστο/της κατάστασής μου/κάθε μέρα  με διαπερνά και με συνθλίβει».

Το αφηγηματικό σύμπαν της Χριστίνας προοδευτικά διαστέλλεται για να χωρέσει υπερρεαλιστικές ψηφίδες, οι οποίες αναφέρονται σαφέστατα στις ψυχαναλυτικές τους επιρροές, καθώς στο τέλος της πρώτης ενότητας, δύο ποιήματά της, προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την επόμενη, όπου επιχειρείται η σύνδεση της παιδικής ηλικίας, με όσα τραύματα αυτή επέσυρε, με την ίδια τη νόσο. «Όλα μετατρέπουν/το σώμα/σε ρηγματώδη πλανήτη/μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο/γεμάτο μάγμα» («Θεωρία»). Το σώμα και το πνεύμα, δύο αλληλένδετες οντότητες που τροφοδοτούν η μία την άλλη.

Στις «ΠΛΗΓΕΣ», τη δεύτερη ενότητα της συλλογής, οι ανάδρομες αφηγήσεις επιχειρούν τη λύση, την αποφόρτιση, τη δραματική λύση, καθώς ο στίχος αποκτά πυκνότητα, ενώ δεν εγκαταλείπουν τα ρήματα κίνησης, σε μια προσπάθεια να ξορκιστεί το τραύμα, να συμφιλιωθεί με τον πόνο που προκάλεσε τη διαφυγή του μάγματος, να απελευθερωθεί από ό,τι απομένει κάτω από το δέρμα, «Πλέκω και ξεπλέκω/το νήμα των αναμνήσεων/η θύμησή σου κουβάρι, μαμά…»(«Νήμα»). Ένας απολογισμός η δεύτερη ενότητα όπου το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να κλείσει τους λογαριασμούς του, καταλογίζοντας, ακόμα και στον εαυτό την σκληρότητα με την οποία τον αυτοδιαχειρίζεται και μια θεραπευτική συνειδητοποίηση, «…Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ/γι’ αυτό που έγινα και είμαι» («Εγώ»).

Η τραγωδία αλληλένδετη με την κάθαρση, αφού ο Αριστοτέλης πολύ σωστά, αναλύοντας τη λειτουργία της, διασαφήνισε τον θεραπευτικό της ρόλο. Πίσω από κάθε μπόρα ζει ένα ουράνιο τόξο. Πίσω από το σκοτάδι κρύβεται το φως. Αυτό το φως αποτελεί πυξίδα και για τη Χριστίνα Λιναρδάκη. Αν και αδύναμο, φωτίζει έναν νέο δρόμο, όπου το φως δεν θα είναι τόσο μακριά, ούτε τόσο αδύναμο, αλλά λαμπρό και ελπιδοφόρο, γιατί αυτό που επιζητούμε, αυτό είναι που διαμορφώνει και την πραγματικότητά μας.

A beacon in the darkest hours

Τα μεσάνυχτα
με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου
πηχτό σκοτάδι γύρω
αδιαπέραστο μαύρο
μόνο κάπου μακριά
ένα φως αδύναμο

Συγκλονίστηκα
απ’ το προφανές

Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά._

*

©Κατερίνα I. Παπαδημητρίου