Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Άλμα

μικρό θεατρικό σε μια
μεγάλη σκληρή σκηνή

λαμπ Σόλιντορ. Παρίσι, Πορτ ντ’Ιταλί, συνοικία κακόφημη με αερογέφυρες και αυτοσχέδιες σόμπες με βαρέλια των καινούριων αθλίων. Το μαγαζί δεν δίνει σημάδια για την ύπαρξή του. Μονάχα μια επιγραφή με σβησμένα όλα τα γράμματα εκτός από το «ρ» της μυστηριώδους λέξεως Σόλιντορ. Οι μύστες ξέρουν και στη σκηνή μες στο μισοσκόταδο, με ένα φανάρι του δρόμου μόνο και την είσοδο εκείνου του μαγαζιού κάτι σκιές περνούν και χάνονται πίσω από τα σκηνικά, επαναλαμβανόμενα, έρχονται και φεύγουν όπως οι σκιές στις ζωές μας, ακριβώς έτσι. Αργά πέφτει σκοτάδι, τώρα ακούγονται μόνο τα βήματα και αχνοφέγγει το φανάρι του δρόμου, χαμηλωμένο και αυτό, κίτρινο, όλο ντροπή.

 Απόλυτο σκοτάδι και επαναφορά στο εσωτερικό του μαγαζιού. Τραπέζια αναποδογυρισμένα, καρέκλες σπασμένες, τραπεζομάντιλα ριγμένα χάμω, δίσκοι, νοσοκόμες του ερυθρού σταυρού, αστυνομικοί, ένας ολόκληρος κόσμος συνομιλεί, φωτογραφίζει, θεραπεύει, σημειώνει. Κάποιοι είναι ξαπλωμένοι κάτω και οι νοσοκόμες φροντίζουν με επιδέσμους τις πληγές, ορισμένοι είναι σοβαρότερα, μα όλοι τους παράξενα κεφάτοι. Πριν από λίγο μια παρέα προκάλεσε την Άλμα, κατά κόσμον Αρτούρο Βιδάλ, λογιστή β’τάξεως στο επάγγελμα, ένα κορίτσι φυλακισμένο σε σώμα αγοριού. Τον φωνάζουν Άλμα, στην αρχή ήταν Άλμο, επειδή πάντοτε διάλεγε τα πιο κόκκινα φουστάνια και όλος ο κόσμος τριγύρω του φάνταζε μια φανταχτερή πινακοθήκη του κόκκινου, του κίτρινου, του ηλεκτρισμένου μπλε, σαν τα κοστούμια του Αλμοδόβαρ. Το πρωί επόπτευε τις απογραφές στις υπό εκκαθάριση επιχειρήσεις και το βράδυ ντυνόταν κορίτσι. Και έπαιρνε τα βήματα όπως καμιά στην πασαρέλα του Σόλιντορ και όσοι απλά μεθούσαν, τώρα έστρεφαν τα πρόσωπά τους, καταγοητευμένοι από τα στρας και τη μελαγχολία και τους στίχους των τραγουδιών. Η Άλμα υπήρξε το γεγονός του μαγαζιού, μα απόψε τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Μια παρέα, μερικοί παλικαράδες κάνανε μια χοντρή πλάκα στον μικρό Νταμιάν του βεστιαρίου και εκείνος έβαλε τα κλάματα και έπειτα ένας παλικαράς είπε τα χειρότερα για την Άλμα. Νομίζω ότι τότε κέρδισε στα σημεία ο Αρτούρο και του κατάφερε δυο καλές γροθιές, τόσο καλές που ο παλικαράς ζαλίστηκε και τότε οι άλλοι, θες από ευθύνη και ανδρική αξιοπρέπεια, ριχτήκαν πάνω του. Ο Αρτούρο έχει μεγαλώσει σε ένα υποβαθμισμένο, παριζιάνικο διαμέρισμα και ξέρει από αυτά. Όμως εκείνο το βράδυ στο μαγαζί έχει έρθει ο πατέρας του. Ο Ρίνο Βιδάλ, παγοπώλης και περήφανος. Πάνε δυο χρόνια τώρα, κάτι θα θέλει μα βρίσκεται και αυτός μες στον καυγά. Μια νοσοκόμα του φροντίζει το τραύμα κάτω από το δεξί του μάτι. Ο ιδιοκτήτης Ρομάν δίνει σε όλους κουράγιο και τεκίλα. Οι αστυνομικοί αρνούνται, οι νοσοκόμες ωστόσο, αποδείχτηκαν γερά ποτήρια.)

 Άλμα : (προς τον πατέρα του, με ένα κομμάτι πάγο στο μέτωπό του) Θα μπορούσες να βρεις μια καλύτερη βραδιά για να ‘ρθεις.

 Ραμόν Βιδάλ, πατέρας: Το ξέρεις πως έχω αυστηρό πρόγραμμα.

 Άλμα: Η λοταρία, σωστά;

(Δεν μιλά ο Ραμόν, σκουπίζει με ένα μαντίλι το χείλος του που αιμορραγεί)

Σου ορμήξανε και σένα, ε;

Ραμόν Βιδάλ: Ναι, εκείνος εκεί με τα γένια, το ‘λεγε η καρδιά του. Όταν τον είδα…

Άλμα: Ας ξανάρθουν και δεν θα προλάβουν μήτε το πόδι τους να πατήσουν.

Ραμόν Βιδάλ: Ήταν παλιόπαιδα, τους άξιζε το μάθημα.

Άλμα: Και εσύ, βλέπω το κουράγιο σου δεν χάθηκε. Σε είδα πως ρίχτηκες στον κοντό. Μια, δυο, και πάρτον κάτω.

Ραμόν Βιδάλ: Ναι, ήταν καλές γροθιές, του άξιζε. Κάθαρμα ήταν, δεν μετανιώνω παιδί μου.(Αμηχανία, μιλά ο Ραμόν)  Άκου παιδί μου…

Άλμα: Πατέρα καλύτερα…

Ραμόν Βιδάλ: Δεν ξέρω πώς να στο πω. Μα αυτά τα δύο χρόνια παλεύω να καταλάβω για ποιον ακριβώς λόγο κρατήθηκα μακριά σου.

Άλμα: Πατέρα δεν χρειάζεται να…

Ραμόν Βιδάλ: Μου φαίνεται πως θα ‘σαι ο επόμενος! (δείχνει τις γροθιές του, έπειτα τρυφερά, σαν νικημένος) Δεν βρήκα λοιπόν κανένα λόγο. Και συμπέρανα πως είμαι ένα κάθαρμα, ένας τιποτένιος που βρίσκει λόγους να σκοτώνει τον καιρό του, δίχως να κάνει τίποτε σπουδαίο, δίχως να αγαπά, να παραστέκεται, να μοιράζεται. Καμιά φορά λέω στην εξομολόγηση πως αν ποτέ βρεθώ στη θέση να απαριθμήσω τις καλές μου πράξεις, εκείνες που μπορούν να αλλάξουν κάτι μικρό μες στον κόσμο, δεν θα ‘χω και πολλά να πω. Αντιθέτως, θα πρέπει (αγγίζει το πρόσωπο του παιδιού του), να παραδεχτώ πως φέρθηκα ανάξια, ναι, ακριβώς αυτή είναι η λέξη, τότε και τώρα και πάντα. Αρτούρο, δεν κάνει να μένει κανείς μακριά από το παιδί του, το παιδί του παραμένει κρυμμένο κάπου μες σε εκείνον τον άνθρωπο, φοράει για πάντα τα ρουχαλάκια του, παίζει και χτυπά Αρτούρο και χρειάζεται καμιά φορά βοήθεια για να σηκωθεί, μια στάλα ιώδιο, ένα φύσημα εκεί που έσκαψε το χαλίκι. Καταλαβαίνεις Αρτούρο;

Άλμα: Νομίζω πως ναι, καταλαβαίνω πατέρα και χαίρομαι πραγματικά. Δεν διαφέρουμε πολύ εμείς οι δυο, μονάχα είναι που εγώ αγαπάω αλλιώτικα. Μα κάθε μέρα καταλαβαίνω πως εκεί έξω λίγη σημασία έχει αυτό.  Μπορούμε αν θέλεις να μεθύσουμε, ε Νταμιάν, τι λες αντέχεις;

(στον πατέρα του, πιο σοβαρά, με ευγνωμοσύνη)

Τόσο πολύ καταλαβαίνω πατέρα που θέλω να κλάψω από τη χαρά μου, το έχεις νιώσει ποτέ;

Νταμιάν: Μα και βέβαια, μου αρέσει η περιποίηση της Μπεά (η νοσοκόμα γελάει πονηρά) εδώ πέρα και έχω ξεχάσει τι δουλειά έχουμε για να σταθεί όρθιο ξανά αυτό εδώ το παλιομάγαζο. Μα πίνω, στην υγειά όλων σας, πίνω ευχαρίστως, ότι προτιμάτε!

Άλμα: Αυτός είσαι Νταμιάν. (σκουπίζει τα μάτια του)

Ραμόν Βιδάλ: (τρυφερά ξανά στο πρόσωπο και τους ώμους του Αρτούρο. ) Νομίζω πως καταστράφηκε το μακιγιάζ σου.

Άλμα: Μπαμπά, θα το φροντίσω εγώ.

Ραμόν Βιδάλ: Ξέρεις Αρτούρο, τότε και τώρα ίσως περισσότερο, νιώθω περήφανος γιατί ο γιος μου  που έχει καρδιά μικρού παιδιού, ξέρει αν χρειαστεί να βάζει στη θέση του αυτόν τον άσχημο κόσμο.

Άλμα: Ο γιος σου Αρτούρο.

Ραμόν Βιδάλ: Που μακιγιαρισμένος ή μετά από έναν καυγά, θυμίζει περισσότερο κάποιον που αγαπώ αληθινά.

Άλμα: Ποτά για όλους! Κύριε αστυνόμε, δεν θα μου αρνηθείτε! Και εσείς Μπεά, μπορούμε αύριο να σας παντρέψουμε με τον Νταμιάν.

Νταμιάν: Και εσύ, τίποτε εσύ;

Άλμα: Εγώ μπορώ να πω κανά δυο τραγουδάκια.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης