Εισαγωγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Πατάκη
Παρουσίαση
Το δοκίμιο Πολιτική ανυπακοή (1849) -ένα από τα σημαντικότερα κείμενα πολιτικού στοχασμού- καλεί τους Αμερικανούς πολίτες να αρνηθούν να καταβάλουν τη φορολογία που τους είχε επιβάλει η τότε κυβέρνηση του Τζέιμς Πολκ, κυβέρνηση που αποδεχόταν τη δουλοκτησία ως νόμιμο δικαίωμα και είχε το 1846 κηρύξει πόλεμο στο Μεξικό, με σκοπό να επεκτείνει τη δουλεία σε περιοχές που θα κατακτούσε. Ο Θορώ διατυπώνει εδώ το δόγμα της «παθητικής αντίστασης» προς την εξουσία με την εκδήλωση ανυπακοής. Αυτό επιτάσσει, λέει ο συγγραφέας, η αίσθηση του δικαίου και η επίγνωση του καθήκοντος. Κάτι ανάλογο είχε διατυπώσει και ο ρομαντικός ποιητής Π. Μπ. Σέλλεϋ, στο ποίημά του «Η μάσκα της αναρχίας» (1819), έργο το οποίο επηρέασε βαθιά τον Θορώ. Για τον Θορώ, η εκδήλωση της πολιτικής ανυπακοής ως επιταγής της συνείδησής του δεν ήταν άλλο παρά πραγμάτωση της ατομικότητάς του. Η ανυπακοή γίνεται η μέθοδος προάσπισης της ελευθερίας της συνείδησης και των ατομικών δικαιωμάτων.
Μεταξύ των πολιτικών στοχαστών οι οποίοι επεξεργάστηκαν την ιδέα της πολιτικής ανυπακοής στις πολιτικές συνθήκες της εποχής τους, αποδίδοντας την πατρότητα του όρου στον Θορώ, σημαντικότεροι υπήρξαν ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ο πρώτος σημαντικός συγγραφέας που πρόσεξε το κείμενο του Θορώ στην έκδοση του 1866 ήταν ο Λέων Τολστόι, ο οποίος εξαιρεί τις ιδέες του στην Ανάσταση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
*
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Ποια είναι η τρέχουσα αξία ενός έντιμου ανθρώπου και πατριώτη σήμερα; Διστάζουν, και λυπούνται, και ενίοτε υποβάλλουν κάποιο αίτημα· αλλά δεν κάνουν τίποτα στα σοβαρά και με αποτέλεσμα. Θα περιμένουν με αγαθές προθέσεις κάποιους άλλους να θεραπεύσουν το κακό, ώστε οι ίδιοι να μη χρειάζεται άλλο πια να λυπούνται. Το πολύ πολύ να προσφέρουν στο δίκαιο μια φτηνή ψήφο και μια χαλαρή ενθάρρυνση και ένα «ο Θεός μαζί σου», καταπώς τους έρθει. Υπάρχουν εννιακόσιοι ενενήντα εννιά θιασώτες της αρετής για κάθε έναν ενάρετο άνθρωπο. Αλλά είναι πιο εύκολο να ασχοληθεί κανείς με τον αληθινό κάτοχο ενός πράγματος παρά με τον προσωρινό φρουρό του. [σ. 46]
*
Αυτός είναι ουσιαστικά ο ορισμός μιας ειρηνικής επανάστασης, εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Εάν ο φοροεισπράκτορας ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος υπάλληλος με ρωτήσει, όπως πράγματι συνέβη κάποτε, «Μα τι πρέπει να κάνω;», η απάντησή μου είναι: «Αν θες πραγματικά να κάνεις κάτι, παραιτήσου». Όταν ο υπήκοος έχει αρνηθεί την αφοσίωση και ο υπάλληλος έχει παραιτηθεί από τη θέση του, τότε η επανάσταση έχει επιτευχθεί. Αλλά ας υποθέσουμε πως θα χυθεί αίμα. Άραγε δεν χύνεται κάτι σαν αίμα όταν πληγώνεται η συνείδηση; Από αυτή την πληγή ξεχύνεται η πραγματική φύση και αθανασία ενός άνδρα, που πεθαίνει αιώνια αιμορραγώντας. Βλέπω τώρα να χύνεται αυτό το αίμα. [σσ. 62-3]
*
Όταν βγήκα από τη φυλακή –αφού κάποιος πήγε και πλήρωσε τον φόρο– δεν αντιλήφθηκα τις μεγάλες αλλαγές στον δημόσιο χώρο τις οποίες παρατηρεί όποιος μπει νέος και βγει ένας ταλαίπωρος και γκριζαρισμένος γέρος· κι όμως, τα μάτια μου αντίκρισαν μια αλλαγή στο σκηνικό –στην πόλη, την Πολιτεία και τη χώρα– μεγαλύτερη από οποιαδήποτε θα μπορούσε να επιφέρει ο χρόνος. Είδα ακόμα πιο καθαρά την Πολιτεία όπου ζούσα. Είδα σε τι βαθμό μπορούσα να εμπιστευτώ τους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ζούσα, ως καλούς γείτονες και φίλους· είδα ότι η φιλία τους ίσχυε μόνο όταν οι μέρες ήταν καλές· ότι δεν προτίθεντο ιδιαίτερα να κάνουν το σωστό· ότι, κρίνοντας με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες τους, αποτελούσαν μια φυλή διαφορετική από εμένα όσο οι Κινέζοι και οι Μαλαισιανοί· ότι στις θυσίες τους για την ανθρωπότητα δεν διακινδύνευαν τίποτα, ούτε καν την περιουσία τους· ότι δεν ήταν και τόσο ευγενείς, αλλά αντιμετώπιζαν τον κλέφτη όπως αυτός τους είχε αντιμετωπίσει, και ήλπιζαν πως θα σώσουν την ψυχή τους τηρώντας τους τύπους και κάνοντας μερικές προσευχές και περπατώντας από καιρού εις καιρόν σε ένα συγκεκριμένο ίσιο αν και άχρηστο μονοπάτι. Μπορεί να κρίνω αυστηρά τους συνανθρώπους μου· διότι πιστεύω πως πολλοί από αυτούς αγνοούν πως έχουν τον θεσμό της φυλακής στο χωριό τους. [σσ. 77-8]
*
Όσοι δεν γνωρίζουν αγνότερες πηγές της αλήθειας, όσοι δεν έχουν ανεβεί ψηλότερα στον ποταμό της, εμμένουν, και σοφά εμμένουν, στη Βίβλο και το Σύνταγμα, και «ξεδιψούν» εκεί με ευλάβεια και ταπεινότητα· όσοι όμως τη βλέπουν απλώς να ποτίζει με το νερό της την τάδε λίμνη ή τη δείνα δεξαμενή, ετοιμάζουν τα πράγματά τους για μία ακόμα φορά και συνεχίζουν την πορεία του προσκυνητή προς την πηγή. [σ. 90]
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.