☙
(στην φίλη γ. ν.
α. λ.)
Άνοιξη στη Δύση
Στους τόπους τους ιερούς ανάμεσα, σύντομα
Θα πρασινίσει, καθώς, ξανά θροΐζουν καμπαναριών αρμονικές
Με του τρωγλοδύτη τις νότες, τις μονότονες, γλυκές.
Κάτω από γαλάζιους θόλους, η πεδιάδα θα ’ναι σύντομα
Μέσα στον ήλιο φωτεινή, απέραντη, στο ρόδινο βαμμένη,
Χρόνο πολύ, κι όταν τελειώσει η μέρα,
—————————–στο φεγγάρι ακουμπισμένη.
Γρήγορα, η παράξενη θα ’ρθει, η ψυχοσηκώστρα εποχή,
Όταν, εκεί που δεν υπήρχε τι, μέσα απ’ το σκοτάδι χαράζει ακόμη,
Κλεφτά θα μπαίνει ο ψίθυρος ο μυστικός, του χορταριού που μεγαλώνει·
Και μια χαρά θα κατέχει την ψυχή, σαν πόνος δίχως αφορμή,
Εκεί που ανοίγεται η μέρα και βυθίζεται η νυχτιά,
Με την διάφανη, παγωμένη, του μουσκεμένου αστρόφωτου ευωδιά.
☙
Άωρη βροχή
Στα αρωματικά τα δάση θα πορευτούμε
Και το πουρνάρι, στο χιόνι να κολυμπά, θα δούμε.
Ψηλά, μέσα στα φύλλα τα μπουμπουκιασμένα
Ένα περιστέρι, απ’ τα μωρά του πάνω, ξαγρυπνά
—————————–και κλαίει θλιμμένα·
Τα ξέφωτα με μουσική ανάμεικτη παρακινούν,
Κι άγρια οι τρυποκάρυδοι γελούν.
Όσον η αύρα, στα πέταλα, κρυσταλλώνεται, της μουρζιάς,
Να τα τά δέντρα τα πλεγμένα της ξαγκαθιάς
Σφιχτοδεμένα με μπουμπούκια, διάφανα τόσο και χλωμά
Όσο το φρέσκο χαλάζι και τα χρυσά νερά –
Σαν μια καταιγίδα να ’χε σταθεί, από βροχή,
Στα δάσος το αγκάθινο, κι ’χε μαγευτεί,
Και νεραϊδοφωνών καλέσματα ακολουθώντας,
Ζυγιάζοντας κρεμάστηκε, να πέσει πώς, ξεχνώντας.
☙
απόδοση ©Ασημίνα Λαμπράκου
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.