Ευγενία Μπογιάνου, «Φανή» -προδημοσίευση

Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Όσο τον κοιτάζω να γράφει το μήνυμα μού έρχεται στο μυαλό, έτσι απρόσκλητα όπως γίνεται πάντα, μια παιδική ανάμνηση. Είμαι εφτά χρονών, ο Νίκος με κρατά από το χέρι και περπατάμε για ώρα κάτω από έναν ήλιο σκληρό που τονίζει τα περιγράμματα με δύναμη, δίνοντας στα πράγματα οριστικότητα. Προηγουμένως φυσούσε, ο αέρας έκανε τα δέντρα να μονολογούν, τώρα έχει πέσει άπνοια. Η άπνοια και η κάψα του μεσημεριού μας ακολουθούν, έχουν πρόσωπα. Ακούω την αναπνοή του, ένα γουργουρητό, σαν κάτι χαλασμένο βαθιά μέσα του, φοβάμαι πως θα πέσει κάτω, πως δεν θα σηκωθεί ποτέ ξανά, αλλά εκείνος συνεχίζει με γρήγορο ρυθμό, δίχως να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες μου, που δεν τις εκφράζω με λόγια, αλλά μόνο με ένα επίμονο τράβηγμα του χεριού του. Όμως μου τραβά κι εκείνος το χέρι και μάλιστα με δύναμη, σχεδόν με σέρνει στο πλάι του, με αναγκάζει να κάνω πολλά βήματα μαζί για να προλάβω ένα δικό του. Φοράω κάτι πράσινες πλαστικές σαγιονάρες με δυο, επίσης πλαστικές, φέτες καρπουζιού να προεξέχουν πάνω στα δάχτυλά μου. Οι σαγιονάρες παίζει να είναι και δυο νούμερα παραπάνω από το κανονικό, φεύγουν από τα πόδια μου και τις κυνηγάω, κάνουν το βάδισμά μου ακόμη πιο προβληματικό. Στην ανάμνηση οι συγκεκριμένες παντόφλες είναι απολύτως υπαρκτές, στην κανονική μου ζωή δεν θυμάμαι να είχα τέτοιες. Ή παρόμοιες. Αλλά θα σεβαστώ απολύτως τις επιτάσεις της ανάμνησής μου. Οι κόκκινες πλαστικές φέτες καρπουζιού πάνω στα δάχτυλά μου υπήρξαν, τις φέρνω στο μυαλό τώρα με κάθε λεπτομέρεια. Όπως φέρνω στο μυαλό μου και το τι ένιωθα, με μια οξύτητα σχεδόν τρομακτική. Αγανάκτηση. Αυτό είναι το συναίσθημα. Όχι θυμός αλλά αγανάκτηση. Σκέφτομαι, νιώθοντας τον ιδρώτα να ποτίζει τα ρούχα μου, πως ούτε στις κούκλες μου δεν φέρομαι έτσι. Πότε δεν τις τραβολόγησα με τόση εμπάθεια. Ποτέ δεν αδιαφόρησα έτσι γι’ αυτές. Δεν είμαι παιχνίδι, αυτό θέλω να του πω, νομίζω πως το λέω κιόλας, αλλά εκείνος ούτε που μ’ ακούει, η φωνή μου δεν φτάνει στ’ αυτιά του, βλέπω ένα περίβλημα αλαζονείας γύρω του, δεν το λέω έτσι τότε, αλλά την ουσία του την αντιλαμβάνομαι με όλη την καθαρότητα της εφτάχρονης περηφάνιας μου. Η έννοια της αδικίας με βασανίζει και τότε. Από τότε. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στο μυαλό μου η εν λόγω ανάμνηση. Θα μπορούσα να πω πως είναι μια εικόνα που δεν ξέχασα ποτέ πως, με κάποιον τρόπο, δεν έπαψα ποτέ να την κουβαλάω πάνω μου. Βλέπω πάντα το ίδιο σημείο του δρόμου, ένας μικρός κατήφορος έξω από το μαγαζί με τα παγωτά, μόλις πάρουμε τη στροφή θα φανεί η θάλασσα, το νησί των πρώτων παιδικών καλοκαιριών, αλλά ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε τη στροφή, ποτέ δεν φτάνουμε στη θάλασσα, μόνο να τη μυρίσουμε μπορούμε, μια μυρωδιά αλατιού και ανεμελιάς, είμαστε πάνω σ’ έναν κινούμενο διάδρομο, το φόντο πίσω μας μένει πάντα το ίδιο, όσο κι αν τρέχω δίπλα του δεν φτάνω πουθενά.

Και μετά θυμάμαι τον τηλεφωνικό θάλαμο. Ο μοναδικός που είχε τότε το νησί. Ένας τηλεφωνικός θάλαμος με μπλε τελειώματα στις γωνίες απ’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια ή, αν υπάρχουν κάποιοι, στέκουν άδειοι σαν φαντάσματα, ξεχασμένοι για πάντα, μάρτυρες μιας άλλης εποχής που τόσο γρήγορα έγινε πολύ μακρινή. Σχεδόν αφύσικα γρήγορα. Βάζει την κάρτα στη σχισμή, σχηματίζει ένα νούμερο. Προσπαθώ να αποστηθίσω τη σειρά των αριθμών, αλλά δεν προλαβαίνω. Βάζει το ακουστικό στο αυτί του, περιμένει για λίγο και μετά το τοποθετεί, το πετάει σχεδόν, πάνω στην υποδοχή. Βγάζει την κάρτα και την ξαναβάζει πάλι πίσω. Επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις, περιμένει. Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι και τον κοιτάζω, οι σαγιονάρες μπροστά μου, τα πόδια μου γυμνά, κρέμονται, τα κουνώ ρυθμικά, σκέφτομαι πως θα βαρεθεί και θα σταματήσει, αλλά εκείνος επιμένει. Νομίζω πως περνά πολύ ώρα έτσι, αλλά δεν μπορεί παρά να ήταν μόνο λίγα λεπτά. Δευτερόλεπτα ίσως. Βλέπω το σημάδι από τον ιδρώτα πάνω στο μπλουζάκι στην πλάτη του να απλώνει, παίρνει ένα ακαθόριστο σχήμα που δεν μ’ αρέσει, προσπαθώ να φανταστώ πως μοιάζει με κάτι συγκεκριμένο. Και μετά ο ήχος της φωνής του. Διακεκομμένες φράσεις μέσα από τον καπνό του τσιγάρου του, φράσεις δίχως συνέχεια και δίχως νόημα. Υψώνει τη φωνή χωρίς έλεγχο, αμέσως μετά σαν να το συνειδητοποιεί, τη μετατρέπει σε ψίθυρο. Η φωνή του απειλητική και παρακλητική μαζί. Είναι αναψοκοκκινισμένος και ιδρώνει συνεχώς. Προσπαθώ να καταλάβω τι λέει, σε ποιον απευθύνεται αλλά οι ήχοι που βγάζει είναι άγνωστοι, μιλά σε μια άλλη γλώσσα, με έχει εξορίσει από τον κόσμο του, το τείχος που χτίζει γύρω του δεν μ’ αφήνει να δω τίποτα. Με αποκλείει από τον κόσμο του. Ο σκοπός του τηλεφωνήματος είναι αυτός: να με αποκλείσει. Ξέρω με μια αυτάρεσκη σιγουριά πως αναφέρεται σε μένα. Και σε μένα. Προσπαθώ να καταλάβω αν μέσα σ’ αυτούς τους ακατάληπτους ήχους προφέρει το όνομά μου. Φανή. Παντού ακούω γύρω τον ήχο του ονόματός μου. ΦΑΝΗ. Fani. Όχι όμως από εκείνον. Πάμε να φύγουμε, θέλω να του πω. Γυρνάει, με αναζητά με το βλέμμα, κάνει ένα νεύμα, δεν είναι κάλεσμα, είναι μια κίνηση καθησυχαστική, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του, τα σκουπίζει με το ελεύθερο χέρι του, γυρνά πάλι από την άλλη, χώνεται μέσα στο κουβούκλιο. Κλαίει. Είμαι σίγουρη πως κλαίει. Μισώ αυτόν που έχει τη δύναμη να τον κάνει να κλαίει. Αρχίζω να τραγουδώ ένα παιδικό τραγούδι. Δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορώ. Γυρίζει πάλι, σώπα μου κάνει, αλλά εγώ συνεχίζω. Είναι η στιγμή που νιώθω την παρουσία στην άλλη άκρη της γραμμής, το ακουστικό ξεχειλίζει αναφιλητά, είναι τα δικά μου, τα δικά του, τα δικά μας, είναι μια οικογενειακή μας υπόθεση. Ένα αεράκι φυσά ξαφνικά και φέρνει μαζί του τους ήχους της θάλασσας. Μπλε και σκούρο πράσινο. Με αρπάζει από το χέρι και πάμε.

©Ευγενία Μπογιάνου