Μανώλης Μεσσήνης, «Από τον καιρό των ανέμων»

I

Μνήμες της νύχτας σημαδεμένες
το τίναγμα του ίσκιου από τα βλέφαρα
το ξέχειλο ποτήρι της οργής και της θλίψης
και ο δρόμος στη σκοτεινιά μακρύς

II

Κομματιασμένα πώς να τα πεις τόσο φθαρμένα πράγματα
Και η θάλασσα χωρίς το φως του ήλιου χωρίς τους γλάρους
Και της καρδιάς παρατημένο το τραγούδι
Ό,τι στη μνήμη φόρτωσες βαρύ
θα’ ναι μια σαϊτιά στη σιγουριά του ύπνου
αφτιά που ακούνε χωρίς τύμπανα
στόμα βροντής χωρίς τη γλώσσα
νυμφίος σιωπηλός σε άδεια κρεβατοκάμαρα

Αύριο κιόλας δε θα σου ανήκει ούτε ο χτύπος του ρολογιού

Τούτη τη θλίψη σου μην τη χαρίσεις στο σκοτάδι
Έχει η σιωπή την πιο απόμερη γωνιά
το πιο βαθύ ποτάμι λογισμού

III

Ο κόσμος που ήξερες δυο σπιθαμές πάνω από τη γη
βουλιάζει
Ας ήξερες
πόσο πλατιά κυκλώνει η θάλασσα τα πάθη
που χορταίνουμε μ’ ανάσες
Οι κρύες ημέρες όλο βροχή στον πηγαιμό
στον γυρισμό και πάλι πίσω
ακούγεσαι να ιστορείς τον Οδυσσέα που ταξιδεύει

IV

Αρχίζει να νυχτώνει σε τούτο το υπόγειο
των λογισμών
Περπάτησα
Συντρόφεψα νεκρούς σε κρύες νύχτες
Είν’ ένα αίνιγμα μεγάλο η ανάγκη
και ο πηγαιμός σε φως και σε σκοτάδι μοιρασμένος
Η μέρα που τα πλάτη εξουσιάζει
στου σκοταδιού σε φέρνει αργά τον δρόμο

Στην τέλεια άκρη τούτης της απόστασης
υπάρχουν κάτι τέλεια φεγγάρια
που λες και δεν περπάτησα
παρά για τέτοιες νύχτες

V

Ακούραστα
και με το βήμα του χαμένου παραδείσου
το ξέφρενο πήγαιν’ έλα των καιρών

Μεσουρανίς το χρώμα το πιο γκρίζο
Μεσοστρατίς το χρώμα το πιο ξέθαμπο του ονείρου
Από μακριά τόσο πολύ χλωμό όσο η πνοή του ανέμου

VI

Τα ρίγη που γεννήθηκαν από τις παγωμένες λάμψεις
όσο ανοιγόκλειμα βλεφάρου μπορεί εικόνα να κρατήσει
του σκοταδιού μόνο γνωρίζουν τις ανάσες
και τ’ ανημέρευτα νερά, που βυθισμένους κράτησαν πυλώνες
Και όσοι για χρόνους νοιάστηκαν μελλούμενους
μέσα σε τούτο το καμίνι δοκιμάζουν
πως κάθε ρίγος που ξυπνά η αγριεμένη όψη
μια σπιθαμή βαθύτερα και από τ’ ακίνητα νερά σε πάει

©Μανώλης Μεσσήνης

φωτο: Στράτος Φουντούλης