ΛΟΓΟΣ Β΄ – Η διαθήκη
Ξύπνησα γέροντας
στη μελανή σινδόνα της Βενετίας.
Γεμάτος από όνειρα μιας ήττας,
στάθηκα στο παράθυρο
κι ακολούθησα τον Ήλιο
από τη μήτρα της Ανατολής
έως τους καθεδρικούς της Δύσης.
Στάθηκα ανάμεσα σε δύο κόσμους,
βάδισα κι εγώ όπως ο Ήλιος,
κάθε ημέρα μ’ άλλο φως.
Όμως, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου
σήμανε μέσα μου ένας νόστος,
σήμανε μέσα μου ένας χρόνος,
κι έτρεχε απ’ τα κοινόβια τ’ Ουρανού
έως τις πύλες του Άδη.
Κι είχε ο χρόνος δυο μεγάλες σκαλωσιές,
στη μια ανέβαινε ο αρχάγγελος Μιχαήλ
και ο ψυχοπομπός Ερμής στην άλλη.
Κράτησα το κάτοπτρο,
που μου είχε χαρίσει στη Θεσσαλονίκη
ο Θωμάς ο Μάγιστρος.
Κι αφότου βλαστήμησα κι εδώ
το Σκρίνιο των Βαρβάρων
και όλες τις θυσίες της διπλωματίας,
για λίγο στάθηκα στο δώμα,
στάθηκα σαν το στοιχειό,
το οποίο μ’ επισκέφτηκε
κατά την αγρυπνία.
Ήταν ο Δρουγγάριος της Βίγλας·
τον μνημόνευσα…
σαν σήμερα χάθηκε
έξω από τη Χαλκή Πύλη.
Επέστρεψε στοιχειό, επέστρεψε,
φέροντας μ’ ετούτο εδώ τον κώδικα
δώδεκα χειρόγραφα,
που σφραγισμένα έμειναν
πάνω από έναν αιώνα.
«Στον κώδικα αυτόν κρύβω
τη διαθήκη μιας ολάκερης γενιάς.
Αγωνιστές ενάρετοι,
που έπεσαν στα τείχη του Βοσπόρου,
μ’ αρνήθηκαν να χτιστούν εκεί.
Μου άφησαν μονάχα ένα πρόσταγμα:
Επίστρεψέ μας,
επίστρεψέ μας στην πατρίδα».
ΛΟΓΟΣ Δ΄ – Ο θρίαμβος του Μαύρου Θανάτου
Πέρασε ο Μαύρος Θάνατος
μ’ ένα χορό μακάβριο,
με τροβαδούρους ξακουστούς-
τους μαύρους αρουραίους.
Κι ήταν το χώμα ελαφρύ
σαν κράτησε το βήμα.
Ποιες σάρκες τον γνωρίσανε
και ποιες τον κουβαλήσαν.
Πες μου ποιοι θάψανε τους γιους
και ποιοι τους πατεράδες.
Πες μου ποιοι κόρες θάψανε,
και ποιοι έθαψαν μανάδες.
Ήταν η Στύγα που έκλαιγε
πάνω στα θύματά της.
Ήταν η Στύγα μας, κυρά
πάνω στα κρίματά της.
*
©Δημήτρης Ξυδερός -Από το ποίημα «Αθλοφόροι», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2018
Φωτο: Στράτος Φουντούλης, από βιτρίνα ζαχαροπλαστείου της ιστορικής Βελγικής πόλης Dinant…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.