Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, Ο Αδάμ και το μήλο ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Από τις εκδόσεις Οδός Πανός

Παρουσίαση

Αφηγήσεις και διηγήματα διάφορα:
Με κλωστές, ξέφτια, ρέστα, κουρέλια, σιωπές και παύσεις, πληγές και ράμματα.
Μ’ ερείπια, με χαλάσματα.
Μα ούτ’ ένα ψέμα. Τίποτε φτιαχτό:
Κόντρα σε τόσα δισεκατομμύρια που γελούν άχαρα, μ’ έναν πονεμένο μορφασμό πάντα.
Έχοντας την αριστοκρατική πολυτέλεια τής γνώσης μόνο· λίγο είναι;
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Pagotό

Στην Κίμωλο είπανε; Στη Φολέγανδρο· δεν θυμάμαι· θα σε γελάσω. Ήτανε πάντως καμιά εικοσαριά χρόνια πριν· τότε που σταματήσαν οι πολλές δραχμές· κι ένα ματσάκι άνηθος κόστιζ’ ένα ευρώ και μας φαινόταν τζάμπα. Τότε, ο Παναγιώτης ο ψαράς, νοίκιασε για όλο τον Αύγουστο το σπίτι του σε έναν μεγαλομόδιστρο απ’ το Παρίσι: Ο monsieur Marc τάδε. Ο κυρ-Μάρκος. Καμιά σαρανταριά, ψηλούτσικος, κοντά μαλλιά, λιγνός πετσί και κόκκαλο, μ’ ένα κινητό συνέχεια κολλημένο στο αυτί. Ήθελε ηρεμία· κανείς να μην τον ενοχλεί, τίποτα να μη βλέπει, να μην ακούει τίποτα. Μόνο αυτός να μιλάει απ’ το κινητό. Και με το αμόρε του: Έναν σχεδόν ίδιον μ’ αυτόν· μόνο λίγο πιο σκούρο. Μαροκινός. Εντάξει, Ο.Κ. No problem: Ησυχία, ηρεμία!

Κι έστειλε ο Παναγιώτης, για να μην ενοχλήσει, την άλλη μέρα το πρωί, τον γιο του τον Αγαθοκλή -ούτε πέντε χρονών παιδάκι- να σκουπίσει το κεφαλόσκαλο και τα παρτέρια γύρω. Κι ο άλλος από μέσα, το ’κανε χάζι το μικρό, να σαρώνει σκουπιδάκια και μαμαλίθρες με μια σκούπα δυο φορές σαν το μπόι του. Ρώτησε κι έμαθε πως το ice cream, οι ιθαγενείς εδώ, το λένε pagotό. Και πιάνει και τού δίνει ένα ευρουλάκι· ίσα-ίσα για να πάρει ένα pagotό. Τρελάθηκε ο Αγαθοκλής· περιχαρής τον παίρνει τον μισθό του. Κι όπως δεν ήταν διόλου βλάξ, το ’πιασε αμέσως· πως το παγωτό οι μεγαλομόδιστροι στο Παρίσι το λένε pagotό: ‘Pagotό’ έλεγε ξανά και ξανά. Κι όλο γλειφότανε με κουνιστό κεφάλι και μάτια υγρά, τουρλώνοντας έξω τα χείλια και σκάζοντας στα γέλια μόνος: ‘Pagotό’.

Και την επομένη το πρωί, μια και δυο παίρνει τη σκούπα και πάει πάλι μόνος κι αρχίζει να σκουπίζει το σπίτι γύρω, αρχίζοντας από την πίσω μεριά. Κι ύστερα πάει και χτυπάει την εξώπορτα με το σκουπόξυλο. Μες απ’ τα κουρτινάκια δεν βλέπει κανέναν ο μεσιέ Μάρκ -πού τον δει τον μπόμπιρα- ανοίγει, και τονε βλέπει να τον κοιτά σε στάση προσοχής, με την παλάμη τεντωμένη και να τού λέει, με τέλεια προφορά, σουφρώνοντας τα χείλια: ‘Pagotό!’. Έλιωσε ο μόδιστρος: Τι έξυπνοι που είν’ οι Έλληνες, τι unic greek islands, τι υπέροχος λαός· κι άλλα τέτοια, ανέξοδα.

Από τότε πήρε το κολάι ο μικρός και πήγαινε κάθε μέρα, σάρωνε και ζήταγε pagotό. Και ο κυρ-Μάρκος τού έδινε. Δεν υπήρξε φορά να μην τού δώσει. Τριάντα ευρώ εξτρά τού κόστισε το σκούπισμα· χαλάλι! Όλοι όμως εκεί τον λάτρεψαν: Τι κύριος· ευγενικός, διακριτικός· ποτέ δεν ενόχλησε με τον Μαροκινό του, τι χουβαρντάς!

Κι ο Αγαθοκλής έγινε λαϊκός ήρωας, σ’ όλο το νησί· που από πολύ νωρίς έμαθε να τα παίρνει απ’ τους ξένους… Θα κοντεύει στα τριάντα τώρα. Όλα καλά κι όλοι ευχαριστημένοι… Κι εκείνη η πενηντάρα η ηλιοκαμένη -κάτι σαν artistic director λέει, γενικώς, και real estate- που μάς έλεγε χτες τούτη την ιστορία· Ελληνίδα, πολύ φίλη με τον Marc, -και νονά τού Αγαθοκλή, παρακαλώ!- ακόμα πιο ευχαριστημένη, περήφανη· μονοπωλώντας άνετα και πολύ φτηνά, τη γενική βαρεμάρα.

Εγώ όμως· γιατί ήθελα να βάλω τα κλάματα ακούγοντάς την; Και ήταν όλοι στην παρέα ένας κι ένας, υποτίθεται· γαμώ το…

*

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος