Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Καμένα βούρλα

«Και καμένος και βούρλο!»

Ήταν το μικρό μας αστειάκι με το φιλαράκι μου για πολλούς και διάφορους που μας περιστοίχιζαν στα ξενυχτάδικα του κέντρου τις μικρές ώρες της νύχτας. Μα μεταξύ μας και’ μεις καμένα βούρλα είμασταν που καταδεχόμασταν να συχνάζουμε σε τέτοια μέρη όπου βασίλευε ο φθόνος, οι λυκοφιλίες και οι πάσης φύσεως κατινιές καταπίνοντας άδεια λόγια και στριμμένα μπάσα σε γενναίες δόσεις αλκοόλ. Μάλλον, ανατρέχοντας σε κείνες τις άχαρες εποχές, από κάτι προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε σα στρουθοκάμηλοι που έβρισκαν τα πιο ακατάλληλα καταφύγια διαλύοντας το συκώτι και κυρίως την έρημη την τσέπη τους.

Θα το συνειδητοποιούσα πολύ αργότερα από τι ακριβώς θέλαμε να δραπετεύσουμε, ήταν μια Ελλάδα που άλλαζε και άλλαζε δυστυχώς προς το χειρότερο καθιστώντας μας όχι πρωταγωνιστές αυτού του άχαρου και κακόγουστου έργου αλλά θλιβερούς κομπάρσους της κοινής λογικής που πάσχιζε να πρυτανεύσει σαν την παλαβή στα καφενεία κάποιας ξεχασμένης επαρχιακής πόλης.

Ένα χρόνο μετά η «Χρυσή Αυγή» μπήκε στη βουλή, τα τρένο της «Πρώτης φορά αριστερά» έφτασε στον τερματικό μαζί με ψευτοδιλλήματα μαθητευόμενων μάγων που κυκλοφορούσαν με κλαρωτά πουκάμισα σα μοντέλα σε πίστα συνοικιακής βιοτεχνίας. Τα λεφτά όμως στέρευαν μέρα με τη μέρα, οι ελπίδες έδιναν τη θέση τους σε καθημερινούς, μικρούς εκνευρισμούς, στριγκά κορναρίσματα, θυματοποιημένους υπερήρωες και πατενταρισμένους προφήτες. Από όλα είχε ο σουρεαλιστικός καμβάς της μεταμνημονιακής Ελλάδας εκτός ίσως από το πιο βασικό συστατικό της επιβίωσης: Την αυτοκριτική.

Και όσο το καράβι βούλιαζε ακυβέρνητο τόσο ο δείκτης υψωνόταν προπετής και αμετανόητος, με τον ίδιο τρόπο που τα καμένα βούρλα έστρεφαν την αποτυχία τους στον άλλον τις μικρές εκείνες ώρες της νύχτας, με τη λύσσα που ο πνιγμένος απέδιδε τον πνιγμό του στη θάλασσα και όχι την απροθυμία του να μάθει κολύμπι.

«Και καμένος και βούρλο»

Τους ξαναείδα στην πιο αστεία τοπωνυμία της χώρας μαζεμένους να απειλούν έναν αόρατο εχθρό. Μα κυρίως να απειλούνται από την ίδια τους την ύπαρξη περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Με άδειες τσέπες και προδομένες ελπίδες. Σαν την πιο εφιαλτική αντανάκλαση ενός τόπου από τον οποίο πάντα προσπαθούσα να δραπετεύσω και πάντα επέστρεφα στο ίδιο σημείο. Σαν καθηλωμένο αεροπλάνο που δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να τροχοδρομήσει πάνω στην κακοτράχαλη πίστα της απανθρωπιάς και της ματαίωσης…

*

©Αχιλλέας Σωτηρέλλος

φωτο: Στράτος Φουντούλης