Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Noel

Αρχείο 26/12/2017

Η ζωή σου
υπήρξε η
τέχνη σου

Ίσως να μην τους έχετε προσέξει. Ίσως πάλι να μην ακολουθήσατε ποτέ  εκείνους τους μυστικούς, παράλληλους δρόμους που περιβάλλουν την πόλη και που κρατούν ζωντανούς  τους πιο δραματικούς χαρακτήρες της ζωής μας.

Είναι σκληρές οι νύχτες για τα παιδιά του μικρού, πλανόδιου θεάτρου. Μόλις νυχτώσει, -έρχεται πάντα μια ώρα που η ζωή μας φέγγει στις βιτρίνες -, που σαν άγγελοι όλοι οι κομφερασιέ αυτής της γης επιστρέφουν σε κάποια μυστικά πατρίδα. Διασχίζουν τις πολιτείες κρατώντας το ίσο της ανθρώπινης ψυχής τους, υπερασπίζονται σκοπούς που παραμένουν αναλλοίωτοι μες στους αιώνες. Ο δικός τους ο άνεμος έρχεται από το βάθος παλιών αιώνων. Ο ρόλος τους διαθέτει δυο τρεις λέξεις, βαθύτατα ψυχικές και ύστερα ένα σωρό αστεία απ΄αυτά που λέγονται ευρέως. Και όμως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι με ένα ασυναγώνιστο φορτίο πάντα δίνονται στο αγώνισμα της ζωής.

Ένας νεαρός κρατά τον ρόλο του μίμου, βαμένος, έξοχα δραματικός, βγαλμένος απ΄την πιο τρυφερή, ιταλική παράδοση. Η Νοέλ εκτελεί περίτεχνες, γυμναστικές επιδείξεις, ομορφότερη από ποτέ. Ένας νεαρός, αναλαμβάνει ρόλο τεχνικού, στήνει με το τίποτε τη σκηνή, την πλατεία. Μονάχα το βεστιάριο έχει αφεθεί κάπως στην τύχη του,  έτσι που τα δαντελένια φουστάνια να γίνονται τ΄άδεια της ζωής μας σώματα.

Όλοι τους συμμετέχουν με το σεβασμό και την ευλάβεια που απαιτεί η θεσπέσια τέχνη τους. Και όταν πιάνουν τις πιο φημισμένες σκηνές του παγκόσμιου ρεπερτορίου, τα πρόσωπα τους ξεχνιούνται σε ό,τι αγαπούν.

Το φόντο της μικρής σκηνής τους έχει κάτι απ΄τις επαρχίες. Ένα τρυφερό πράσινο από ακρυλικό, δέντρα από λάδια και κραγιόν και κάρβουνο και ένα σωρό παράξενες τεχνοτροπίες συνθέτουν το εξαίσιο σκηνικό. Τα ρούχα τους μοιάζουν κάπως παλιά, όμως ταιριάζουν στις νευρώδεις κινήσεις τους. Οι κακουχίες είναι ζωγραφισμένες πάνω στα πρόσωπά τους, ωστόσο όλη τους η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσευχή, μια προέλαση κόντρα στο λογικό, η τελευταία έφοδος ως τ΄ακρότατο όριο της κατεστραμένης φαντασίας.

Η Νοέλ δεν θα΄ναι πάνω από είκοσι χρονών μα μπορεί να υποδύεται δίχως να μιλά το δέντρο ή το φεγγάρι ή την άπιαστη μπαλαρίνα ενός φανταστικού μπαλέτου. Αλλάζει επιδέξια φουστάνια και παίρνει πόζες ευρωπαϊκές, χαμογελώντας επαγγελματικά στο κοινό που σταματά και ύστερα χάνεται ξανά στο ρεύμα της πολιτείας.

Δεν γνώρισε μητέρα η Νοέλ. Όλη της τη ζωή την έχει δαπανήσει σ΄αυτό το παράξενο θέατρο. Θυμίζει κάτι από νιότη θα γράψουν μετά από δεκαετίες οι ελάσσονες ποιητές, εννοώντας τ΄άδειανό της χέρι που μεταμορφώνεται σε χαρακτικά, σ΄αγκαλιά, σε συνείδηση και πράξεις ανθρώπινες.

Αυτό το θέατρο δεν έχει φώτα, σημαίνει μοναξιά και όνειρο. Όσοι τους αγαπούν πονούν βαθιά όταν τους αντικρίζουν να τραβούν κατά τον νότο, φορτωμένοι με τα ετερόκλητα υλικά τους. Τους πλένουν τότε δειλοί φωτισμοί, τους προσμένουν εποχές γεμάτες απ΄την ακέραια και άπιαστη ευτυχία.

Και ο μικρός κομφερανσιέ που για χάρη του γεννήθηκε τούτο το κάδρο, εκεί, καταμεσίς του έρημου δρόμου, παθιάζεται μ΄όσα περιέχονται σ΄αυτήν την ανεπαίσθητη ρωγμή της πόλης και αλλάζει το ρυθμό της.

Αν θέλετε να δείτε με τα ίδια σας τα μάτια πώς ανθίζουν τα κορίτσια, αν για σας η μόνη αξία αφορά τούτο το παράφορο φεγγάρι, αν είναι οι ρόλοι σας φθαρμένα ρούχα βιολετί, αν οι ζωές σας, τότε σταθείτε για λίγο εμπρός απ΄αυτή τη σκηνή. Και όχι με μια, μα με άπειρες καρδιές και με μάτια, με πρόσωπα, μ΄αστέρια έτοιμα για τον χαμό, προσευχηθείτε στ΄όνομα της ομορφιάς που χάνεται, αγαπητοί μου.Εμπρός λοιπόν, για το θέατρο του δρόμου, για τις αγάπες και τους βυθούς. Ελάτε, φίλοι μου, στο φως.

Ώσπου να τελειώσει, εκείνος ο κόσμος είχε πια χαθεί. Οι φίλοι, θυμάμαι επέστρεφαν για πάντα στις σταθερές τροχιές τους.

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης