✱
Έργο παιγμένο
Σε σαλονάκι
Αμερικάνικης
κούρσας
(M ια ασημένια κούρσα με αμερικάνικη κοψιά σταμάτησε. Ο Μάρσαλ έφερε κάμποσα τέτοια πριν από χρόνια. Θέλουν μονάχα πετρέλαιο και μια σταλιά λάδι. Και δεν σε προδίδουν ποτέ. Ο οδηγός κορνάρει ρυθμικά, εκείνοι που περιμένουν κάνουν την είσοδό τους έξω στον κόσμο. Εκείνη, μια κυρία πολύ καθώς πρέπει με προσεγμένη σιλουέτα και μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου. Εκείνος, άνθρωπος με ολοφάνερη αδυναμία, ψηλός και αδύνατος με ένα κατάμαυρο κοστούμι και μερικά έγγραφα ανά χείρας. Οι δυο τους μοιάζουν τόσο ταιριαστοί και απόλυτα κυριευμένοι από μια πολύ προσωπική υπόθεση. Ο οδηγός της κούρσας ανήκει στους λεγόμενους γραφικούς τύπους. Καλοκαιρινό πουκαμισάκι, γένια δυο ημερών, με τεράστια, δυνατά χέρια που πνίγουν το τιμόνι της κούρσας του. Στο ταμπλό προσεύχεται ο Άγιος Ιακώβ με τις άκρες της χάρτινης εικόνας του φριχτά τσακισμένες. Το ζευγάρι διασχίζει τον κήπο, κλειδώνει την καγκελόπορτα, το ταχυδρομικό κουτί, ρίχνει μια ματιά πίσω στα παράθυρα, περιμένοντας να συναντήσει την δική του σιλουέτα που μακραίνει κιόλας από αυτήν την ζωή. Ο άνδρας την κρατά τρυφερά από τους ώμους, την προτρέπει να προχωρήσουν. Η κούρσα τους φαντάζει υπέροχη και οι δυο τους πρέπει να προχωρήσουν ίσια εμπρός στην τρομερή απόφαση που αν και δεν το δείχνουν τους διασκεδάζει αφόρητα. Τόσο που δεν γελούν.)
Οδηγός: (ανοίγει τις πόρτες και χαιρετά διά χειραψίας τον άνδρα) Δεν άργησα, σωστά;
Άνδρας: Καθόλου, καθόλου. Είστε τόσο Βρεττανός, όσο κανείς αγαπητέ μου.
Οδηγός: Να με συμπαθάτε κύριε, μα τα κοστούμια τους δεν τα προτιμώ καθόλου, αν με καταλαβαίνετε. Οι φίλοι στο καφενείο λένε μια αστεία ιστορία για τις κοψιές που…
Γυναίκα: Καλύτερα να πηγαίνουμε. Ας παραμείνουμε στο πρόγραμμα κύριε οδηγέ.
Οδηγός: Ναι βέβαια (αμήχανα, ντροπιασμένος) Περάστε, περάστε παρακαλώ! (συνοδεύει την κυρία ως την πόρτα του αυτοκινήτου. Εκείνη μοιάζει συγκρατημένα κολακευμένη. )
Άνδρας: (τεντώνεται από την θέση του πίσω από τον οδηγό) Μας είπαν ότι γνωρίζετε όλους τους δρόμους εδώ γύρω. Και πως σίγουρα μπορείτε να μας ξεναγήσετε, έτσι δεν είναι; Θέλω να πως, ας καθυστερήσει αυτό το ταξίδι. Υπάρχουν τόσοι δρόμοι, τόσες λέξεις για κάθε φράση.
Οδηγός: Η οδήγηση σε αυτά τα μέρη είναι κοπιαστική. Δεν θα ΄χα αντίρρηση, μα, ξέρετε, τα χρόνια περνούν γρήγορα, οι αντοχές κάποιου εκμηδενίζονται. Όλα φαντάζουν αδύναμα, κύριε.
Γυναίκα: Θα πληρωθείτε καλά! Αυτό νομίζω θα αναπτέρωνε τις αντοχές σας, , σωστά;(με νόημα, εκείνος συμφωνεί. Μα πώς αλλιώς όταν εμπρός σου έχεις μια τέτοια κομψή κυρία με αφόρητο χαρακτήρα και μπόλικους παράδες.)
Οδηγός: Αθήνα, είπατε;
Γυναίκα: Ναι. Πηγαίνουμε εις την πόλην, όπως λένε εδώ γύρω.
Οδηγός: Είναι αφόρητη η κατάσταση εκεί. Πιστέψτε με δεν επιθυμώ να βρίσκομαι στην θέση κάποιου που την επισκέπτεται. Αν ζηλεύω κάτι είναι αυτοί οι κινηματογράφοι που παίζουν γουέστερν. Πόσο αγαπώ αυτά τα φιλμ με τους ήρωες που λένε πάντα λίγα. (Προσποιείται πως πυροβολεί κάποιον περαστικό. )
Άνδρας: Όμως η υπόθεσής μας, κύριε…
Γυναίκα: Μην κουράζεσαι καλέ μου (τον αγγίζει τρυφερά, εκείνον που δίνει την εικόνα ενός παλιού κιόλας, ετοιμοθάνατου όγκου βαλμένου μες στις κουβέρτες ενός πολεμικού νοσοκομείου. Ξανά στον οδηγό) Θάνατος, κύριε. Εκείνο που θέλει να πει ο άνδρας μου, είναι πως ο θάνατος μας ταξιδεύει τούτη την ώρα στην ανυπόφορη πόλη σας.
Οδηγός: Λυπάμαι (σκουπίζει το μέτωπό του με ένα μαντίλι, βγάζει για λίγο το κασκέτο του, έπειτα το φορά. Ο θάνατος πέθανε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Τον βρήκαν στην Σαλαμίνα να θρηνεί το άσχημο και δίχως δόξα τέλος του.)
Γυναίκα: (γελά δυνατά, ο οδηγός σαστίζει) Ο θάνατος αυτός είναι ο δικός μας.
Οδηγός: Δικός σας;(στρίβει απότομα το τιμόνι του)
Γυναίκα: Αν δεν προσέξετε θα γίνει και δικός σας, κύριε. (γελά συνωμοτικά)
Άνδρας: Ο δικός μου θάνατος, για την ακρίβεια κύριε. Βλέπετε, πάσχω από μια εκφυλιστική ασθένεια, οι πόνοι είναι φριχτοί, δείτε με πώς σαλεύω σαν άγριο ζώο. Τούτη την ώρα νιώθω πως η ψυχή μου θα βρει το τέλος της και όμως αντέχω, επειδή υπάρχει αυτός ο θάνατος. Ονειρεύομαι την πόλη. (Οι ανάσες του βγαίνουν δύσκολα.)
Γυναίκα: Μια ένεση, δυο τρία λόγια αποχαιρετισμού και η δυστυχία σου παίρνει τέλος, κύριε. Ω μα δεν μπορείτε να νιώσετε πόσα φριχτά χρόνια περάσαμε εξαιτίας αυτής της ασθένειας. (χαϊδεύει τα μαλλιά του αρρώστου.)
Οδηγός: Μια ένεση;
Άνδρας: Ακριβώς.
Γυναίκα: Δέκα χιλιάδες δολάρια, μια ένεση.
Οδηγός: Μην μου λέτε! Οι αρχές εδώ πιο κάτω μου ζήτησαν τα μισά για λίγα μάρμαρα.
Γυναίκα: Να αρνηθείτε!
Άνδρας: Είναι κλέφτες!
Οδηγός: Θα τους καλέσω με την πρώτη ευκαιρία! Θα πω, δυο φίλοι, -έχω την άδειά σας-, δυο φίλοι μου είπαν πως μια ένεση κοστίζει δυο φορές τα μάρμαρά μου, είστε κλέφτες!
Γυναίκα: Μην ταράζεστε. Εκεί που πάμε έχουν έκτακτες μπροσούρες με τιμοκατάλογο και τα λοιπά.
Οδηγός: Έκτακτα, λοιπόν! Σαν τις μπροσούρες σας! Έκτακτα!
Άνδρας: Είναι κλέφτες!
Γυναίκα: Μην λυπάστε! Τώρα πια ξέρετε περί τίνος πρόκειται! (κοιτάζει γύρω της, κάνει στον οδηγό το νεύμα της σιωπής) Αποκοιμήθηκε κιόλας.
Οδηγός: (χαμηλόφωνα) Και εσείς μετά ; Θέλω να πω, είστε νέα, με τόσο ωραίο παρουσιαστικό.
Γυναίκα: Είστε κόλακας, κύριε, το ξέρετε; Εγώ σας λέω για τον ηθελημένο μας θάνατο και εσείς! Την ώρα που κοιμάται ο άνδρας μου! Πώς τολμάτε!
Οδηγός: Να με συγχωρήσετε για το θάρρος μου, κυρία.
Γυναίκα: Ας είναι. Τέρμα όμως τα λόγια. Οδηγείστε γρήγορα για την πόλη. Η διεύθυνσης είναι στον φάκελο που σας έδωσα. Να μην λέτε πολλά και να φροντίσετε για τον σκοπό αυτού του ταξιδιού.
Οδηγός: Μάλιστα!
(Μετά από ώρα σιωπής)
Άνδρας: (μες στον ύπνο του) Το σπίτι διαθέτει δυο σκισμένα παράθυρα και απ΄εκεί μέσα ξεχωρίζει κανείς όσα ποτέ του επόθησε. Το σπίτι αυτό είναι περιουσία όσων αγγίζουν σήμερα τα τρομερά φάσματα. Το σπίτι διαθέτει το υλικό μας, για εκείνους που θα μας αναζητήσουν. Εκείνοι που φύγαμε θα υπάρχουμε στα σκεύη, τις περιποιημένες γωνιές, στο άδηλο, στον αδειανό χώρο πίσω από το πιάνο, τραγουδώντας ζωηρά, πάντα ζωηρά, θαμπωμένοι από το ταξίδι του Λίγηρα, τι λέξη όμορφη! Λίγηρας, Λίγηρας!
Γυναίκα: Γλυκέ μου! (ζητά από τον οδηγό να κάνει ησυχία) Οδηγείστε πιο γρήγορα και ίσως μετά βρούμε λίγο χρόνο για μας. Το σκέφτηκα και βρήκα κάπως υπερβολική την αντίδρασή μου. Μα μην παίρνετε θάρρος, προς Θεού! Έχουμε έναν θάνατο να προλάβουμε.
(Ο οδηγός χαμογελά, την κοιτάζει από τον καθρέφτη, εκείνη αφήνει μια ιδέα από το πόδι της να φανεί. Ο άνδρας έχει πέσει σε λήθαργο. Ονειρεύεται την ένεσή του και τα μάτια του ανακτούν την τελευταία τους λάμψη. Η γυναίκα έχει πια καταστρέψει το μακιγιάζ της και αναζητά μάταια λίγη δροσιά, κοιτώντας μια το ρολόι της, μια την δειλινή θάλασσα που είναι σπαρμένη θαύματα τέτοια ώρα.
Μικρή παύση. Η τελευταία σκηνή θέλει τον οδηγό και την γυναίκα να ερωτοτροπούν στην άκρη του παλιού λιμανιού. Η κούρσα με τον άρρωστο άνδρα διαθέτει το βέβαιο φορτίο της και έτσι οι εραστές δεν έχουν λόγο να φοβούνται, να δειλιάζουν δεν έχουν λόγο. Οι δυο τους φιλιούνται επάνω στον γιαλό καθώς ο άρρωστος ανακτά τα χαρακτηριστικά ενός Αργοναύτη, εμπρός στην άβυσσο. Όλα δείχνουν πως ο έρωτας προηγείται του θανάτου, πως δεν γνωρίζει από μαγικά φίλτρα και προγραμματισμένες εκδηλώσεις. Κατά παράφραση των σεφερικών στίχων, η αγάπη, ω ναι η αγάπη, έρχεται πάντα αναπόφευκτη στο τέλος.)
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.