Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι ―Από την Κατερίνα I. Παπαδημητρίου

Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2020

Εκεί όπου ο ρεαλισμός μαγεύεται: Ο Τόπος με τα Μεγάλα Μάτια

Γράφει η Κατερίνα Παπαδημητρίου

«Το μπόι του κάθε ανθρώπου δεν είναι το ανάστημά του αλλά το μπόι των ανθρώπων που βλέπει.».Με τούτα τα λόγια τουFernando Pessoa από Το βιβλίο της ανησυχίας καθησυχάζει ο πατέρας του τον Γιάννο, έναν από τους χαρακτήρες του έργου Δημήτρη Χριστόπουλου. Και είναι αλήθεια γιατί ο Χριστόπουλος αναμετριέται με το μπόι ομότεχνών του τιμώντας τις αναγνώσεις του διακειμενικά. Ο Γιώργος Χειμωνάς ο Στρατής Τσίρκας, ο Ντοστογιέφσκι και ο Φερνάντο Πεσσόα, οι ποιητές Χρήστος Μπράβος, Αργύρης Χιόνης, Μάρκος Μέσκος, Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργης Παυλόπουλος, Μίμης Σουλιώτης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Γιώργος Χρονάς, Κώστας Καναβούρης, Πάνος Κυπαρίσσης και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, κατοικούν στις σελίδες του περήφανα και δικαιωματικά, και είναι τιμή τόσο για τους εκλιπόντες όσο για τους εν ζωή λογοτέχνες.

Ο Χριστόπουλος αναμετριέται μαγικά με τον ρεαλισμό και, ψυχογραφεί τους χαρακτήρες του, καθώς πισωπατώντας αναμετριέται με το μπόι της ιστορίας φτάνοντας στις ρίζες του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου που ακολούθησε. Ο λόγος του ασθμαίνων, λυρικός, έχει το χρώμα της ώχρας. Ντύνεται την ομίχλη της Εορδαίας, την ατμοσφαιρική μόλυνση, όπου νεράιδες και ξωτικά συγκατοικούν με αληθινές ανάγκες. Όνειρα, ζωές – χαμένες άδικα- η νύχτα, το παρελθόν, το μέλλον, η αιωνιότητα και οι ζωές που παλεύουν ν’ αναστηθούν και ν’ αναστήσουν έναν τόπο που φέρει εκείνο το χρώμα που συναντάται στις περιηγήσεις του Πέδρο Πάραμο. Οι χαρακτήρες του Χριστόπουλου ακροβατούν μεταξύ ενός ρεαλισμού που δεν επιδέχεται παρανοήσεις και του ονείρου. Εκεί, όπου το επέκεινα συγχέεται δραματικά με τον παρόν.

Η Ξάκω, ο Βασίλης, Η Σόμαινα, ο Λεωνίδας και η Ουρανία, ο Γιάννος, η Μάγδα, Η Ανδριανή, ο εγγονός του Γρηγόρη και Τζασμίνας, ο Κωνσταντής και η Χάνα, η Μίρκα και ο θείος του Κωνσταντή, ο Πανίκας, ο δάσκαλος Ιάκωβος Σιούλας, ο παπά  Μελέτης, οι οικογένεια των Τσεπέλη και Τσεκιρίδη, οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είναι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος του Χριστόπουλου. Είναι οι ζωές τους όπως τις κρυφοκοιτά ένα αλλόκοσμος επισκέπτης. Το σήμερα εισβάλλει στο χτες και οι ιστορίες των χαρακτήρων του ξετυλίγουν το κουβάρι όχι πολύ μακριά από εκείνων που πέρασαν στην άλλη όχθη, μα ωσεί παρόντες διαβαίνουν τα μονοπάτια πλάι στους ζωντανούς κι εκεί, […] «Όλοι εμείς, ζωντανοί και πεθαμένοι – πλάσματα μεταξύ γης και ουρανού – λες κι ερχόμασταν από διαφορετικούς κόσμους ο καθένας με τις πληγές του κι εκείνη τη στιγμή γεννιόμασταν, ήταν γραφτό μας να ξαναβρεθούμε. Την Ημέρα των Ψυχών. Στον Τόπο των Νεκρών.»

Από τον λόγο του Χριστόπουλου, πράγματι, δεν λείπει ο λυρισμός, ωστόσο τα ρήματα έχουν κι αυτά πρωταγωνιστικό ρόλο, κι έτσι αριστοτεχνικά τα έχει μοιράσει. Το αλλόκοσμο έχει για ντύμα του τον λυρισμό και η στυγνή πραγματικότητα πορεύεται με τα ρήματα, κινείται περιγράφει, ποθεί, διαμαρτύρεται, αναπολεί και αναθυμάται. Ο τόπος όπου όλα συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβούν είναι ουσιαστικά ο χωροχρόνος, μα στυλώνει τα πόδια του στα Σόψιθα, μια μικρή ορεινή κοινότητα στο Σνιάτσικο της Εορδαίας, όπου η ποντιακή διάλεκτος, αλλά και η τοπική διάλεκτος, πλουτίζουν την παλέτα του λόγου του Χριστόπουλου, αφού οι κάτοικοι στην πλειονότητα τους είναι Πόντιοι που θα συμβιώσουν με τους ήδη υπάρχοντες κατοίκους Βλάχους στην καταγωγή κατά πλειοψηφία. Τόπος φανταστικός, διακειμενικά υπαρκτός, καθώς ο συγγραφέας καταθέτει την υπερκειμενική του αναγνωστική εμπειρία, τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε έναν τόπο ονειρικό, κρυμμένο στις σκιές, άγνωστο στον χάρτη.[…] «Και μην κάνεις, σε παρακαλώ, τον κόπο να ψάξεις σε κάποιον χάρτη. πουθενά δε θα βρεις σημειωμένο τον Τόπο μετα Μεγάλα Μάτια, μονάχα ένα κενό σημείο, που οι τόποι αδυνατούν να προσδιορίσουν τις συντεταγμένες του…» Ο τόπος υφίσταται στις ψυχές των ηρώων του, με την ονομασία του να προκύπτει από αναγραμματισμό, από την Άψινθο (Σόψιθα), παρηχούμενης με το λέξη «σώψυχα». Σόθιψα, εκεί, όπου οι άνεμοι ακούν στο όνομα Τζίντες και είναι αγελλοκρουσμένοι και υπάρχουν για να παρέχουν προστασία και συνομιλούν με το επέκεινα και συνδιαλέγονται με τον ουρανό και ότι ονομάζουμε θείο. Οι Τζίντες, σαν τις νεράιδες, κατοικούν σ’ ένα βουνό με το όνομα Πόθος, […]«…κανείς δεν ξέρει από πότε…».

Όλα έχουν τη θέση τους στο έργο του Χριστόπουλου. Χαμένες πατρίδες και άνθρωποι χαμένοι, ψυχές που μετοίκησαν ακολουθώντας τους δικούς στον ξεριζωμό κι από εκεί άλλοι πόλεμοι, άλλοι αγώνες κι άλλες ψυχές και άλλα κενοτάφια, […] « Ο Βασίλης πήρε με την άκρη του ματιού του την Αδριανή μέσα στην εκκλησία του κοιμητηρίου και μετά την έχασε από το βλέμμα του. Αργότερα πάνω από τον τάφο – η σορός στάλθηκε αναγκαστικά στη Βουδαπέστη – οι δυό τους σκύψανε και ρίξανε μια χούφτα χώμα μέσα στον ίδιο λάκκο.», μύθοι και δοξασίες, προγονικές μνήμες οικοδομούν έναν νέο τόπο, όπου ζυμώνονται παλιοί και νέοι κάτοικοι οικοδομώντας τη δική τους ιστορία. Ο Τσεπελής αφήνει πίσω του […] «συντρόφους θαμμένους  στο Αλβανικό, άλλους στο Γράμμο κι άλλους στο Βίτσι κι άλλους στη μανία του Σκαλούμπακα-και δεν επέστρεψε από τότε.»

Μια ιδιαίτερη σύλληψη το κείμενο του Δημήτρη Χριστόπουλου, πολύ κοντά στον μαγικό ρεαλισμό του Χουάν Ρούλφο και του άξιου συνεχιστή του, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Ο Χριστόπουλος χειρίζεται εξαιρετικά μελετημένα τους αφηγητές του και στα είκοσι κεφάλαια τριτοπρόσωπης αφήγησης αλλά και σ’ εκείνα, τα δεκατρία κεφάλαια όπου πρωταγωνιστεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τους ίδιους τους χαρακτήρες του. Στις σελίδες του Χριστόπουλου ζουν οι άνεμοι την ώρα που καυτηριάζονται οι κοινωνικές αδικίες. […] «Αν για μια στιγμή μείνει ασάλευτος με τα μάτια κλειστά, τα χέρια ανοικτά και τον καλέσεις, θα πάρει το σχήμα σου και θα σε ντύσει Μαΐστρο, Λεβάντε και Γαρμπή, Πουνέντε, Γρέγο και Σορόκο, Τραμουντάνα, Όστρια και αιγαιοπελαγίτικο μελτέμι. Τον άνεμο να τον ακούς. μέσα σου να τον ακούς.» Οι χαρακτήρες συνομιλώντας με προγονικά ήθη, σηματοδοτούν το τίμημα που πληρώνει ο σύγχρονος πολιτισμός επιτελώντας ανυπολόγιστες οικολογικές καταστροφές, καθώς το «φευγιό» στη γη του ονείρου τους εκφράζει συμβολικά την άρνηση στην αλλοτρίωση και τον πόθο τους να ξανασυνδεθούν με τις ρίζες τους, να βιώσουν την «κοινωνία», το μοίρασμα, αυτού που απομένει αν αφαιρέσει κανείς από τη λέξη «επι – κοινωνία» τον σύνδεσμο «επί» της επιφάνειας.

Ο Χριστόπουλος στις διακόσιες τριάντα σελίδες του μυθιστορήματός του, επιχειρεί μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα και τούτο είναι το άξιον λόγου, αφού εγκαταλείπει το υπερκείμενο και εκτείνεται στον χωροχρόνο εκμεταλλευόμενος τις αφηγηματικές τεχνικές του αξιοζήλευτα. Το έργο του είναι ένας καμβάς αριστοτεχνικά κεντημένος, ο οποίος επικαλούμενος το διακείμενο, δικαιώνει τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος που ονειρεύεται ο Χριστόπουλος είναι η ίδια η ουσία του κι ακόμα κι αν φυσάει διαβολεμένα ο άνεμος της ιστορίας όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αξέχαστος Τάκης Σινόπουλος στον επίλογο του Χριστόπουλου […] «Στὸ μυαλό μου διαρκῶς φυσάει / Φυσάει πίσω ἀπ’ τὰ κλειστὰ παράθυρα / Ὅπως πάντα στὴν Ἱστορία φυσάει διαϐολεμένος ἀέρας», ο Χριστόπουλος ελπίζει στις Τζίντες. Τις επικαλείται. Τις παρακαλεί έμμεσα με παράπονο να μην σιγήσουν, καθώς αναρωτιέται επικαλούμενος τον στίχο του Γιώργη Παυλόπουλου: […] «Άραγε τους είδα, άραγε με είδαν που τους κοίταζα και πόναγα γι’ αυτούς;». Γιατί ο άνθρωπος τι θ’ απογίνει μόνος του, χωρίς τις Τζίντες να φυσούν προστασία; «Τι απομένει να σώσουμε όταν με παράπονο ηχήσουν οι Τζίντες;»._

*

©Κατερίνα Παπαδημητρίου