Ειρήνη Πολυδωροπούλου, Το σπίτι στο τέλος του δρόμου

Το παλιό σπίτι βρισκόταν στο τέλος του δρόμου, τα παράθυρά του ήταν ανοιχτά και η οροφή του κατέρρεε. Ήταν το είδος του σπιτιού για το οποίο τα παιδιά ψιθύριζαν σε χαμηλούς τόνους, φαντάζονταν κάθε είδους σκοτεινά και απειλητικά πράγματα να κρύβονται μέσα στους σάπιους τοίχους του. Καθώς στεκόμουν μπροστά στο παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι, ένα προαίσθημα με κατέκλυζε.

 Είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχα πατήσει το πόδι μου σε αυτό το μέρος, αλλά οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας με ακολουθούν ακόμα, γιατί ήμουν το μόνο παιδί που ήξερε τι συνέβαινε σε αυτό.

Για χρόνια, είχα αποφύγει αυτό το μέρος, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τους φόβους μου. Επρόκειτο να πουλήσω το σπίτι, να προχωρήσω μακριά από τις οδυνηρές αναμνήσεις, που με είχαν στοιχειώσει τόσο καιρό. Ενώ περπατούσα μέσα στα σκοτεινά και σκονισμένα δωμάτια, δεν μπορούσα παρά να νιώσω μια αίσθηση τρόμου να με γεμίζει με σταγόνες παγωμένου ιδρώτα. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξεφλουδισμένη ταπετσαρία και ο αέρας ήταν ποτισμένος με το άρωμα της αποσύνθεσης. Όλα έμοιαζαν να με κοροϊδεύουν, θυμίζοντάς μου τον φόβο και τον πόνο που είχα βιώσει σε αυτό ακριβώς το σημείο.

Ο πατέρας είχε πεθάνει σε αυτό το σπίτι από μεγάλη δόση ναρκωτικών σε συνδυασμό με αλκοόλ, είπαν. Όταν το έμαθα νόμιζα ότι οι φόβοι μου είχαν πεθάνει μαζί του και κάτω από το κρύο μάρμαρο δεν θα με ακουμπήσουν ξανά. Ήλπιζα ότι θα μπορούσα επιτέλους να τους ξεριζώσω, να προχωρήσω στη ζωή μου, αλλά καθώς στεκόμουν μπροστά στο παλιό, ερειπωμένο σπίτι, μπορούσα να νιώσω τον φόβο να σέρνεται πίσω μου. Καθώς περνούσα μέσα από τα παλιά, σκονισμένα δωμάτια, δεν μπορούσα να ξεφύγω από την αίσθηση ότι κάτι με παρακολουθούσε.

Τα βιώματα που είχαν καταρρακώσει την παιδική μου ηλικία ήταν τώρα πίσω. Οι τοίχοι έμοιαζαν να κλείνουν, οι σκιές να μεγαλώνουν, να γίνονται πιο δυσοίωνες με κάθε βήμα που έκανα. Ο πατέρας συνήθιζε να με κλειδώνει στο δωμάτιο κάθε φορά που ήταν σε οργή και οι τοίχοι έμοιαζαν να πέφτουν πάνω μου, πνίγοντάς με από φόβο. Μεταφέρθηκα πίσω στο χρόνο. Μπορούσα να νιώσω το βάρος του θυμού του πατέρα να με κυριεύει, τον ήχο της φωνής του να ηχεί στα αυτιά μου κι ο φόβος με έκανε να τρέμω, να τρέμω τόσο, πολύ περισσότερο από όσο πλέον τρέμει η ετοιμόρροπη κεφαλόσκαλα.

Κάθισα σε μια γωνία, δεν αισθανόμουν καλά. Ο πατέρας μου στεκόταν μπροστά μου, τα μάτια του κρύα και νεκρά, αλλά πιο ζωντανά από τότε, η έκφρασή του πλημμύριζε  από θυμό. Έπεσα πίσω σοκαρισμένος, κοίταξα στην κουζίνα, είδα πάλι ένα σπασμένο μπουκάλι από ποτό· η κραυγή της πάλι μέσα στα αυτιά μου να αντηχεί χωρίς τέλος. Έτρεξα όπως τότε, βγήκα από το σπίτι. Η πόρτα έκλεισε. Κάποιες κορνίζες έπεσαν, ακούγονταν σαν να γελάνε. Ναι, πραγματικά γελούσαν και μου φώναζαν πως οι φόβοι δεν πουλιούνται.

Σταμάτησα να αναπνέω για λίγο, προσπαθώντας να απομακρυνθώ από την πνιγηρή ατμόσφαιρα του παλιού σπιτιού. Ζούσα σε μνήμες που θα ξεπουλούσα και το τελευταίο κομμάτι ψυχής για να ξεχάσω.

Κλείνοντας την πόρτα του παλιού σπιτιού, η σκιά του παρελθόντος συνεχίζει να πνίγει την ψυχή μου. Οι σκοτεινές μνήμες, σαν ανθισμένα λουλούδια της καταστροφής, αναδύονται από τα σκοτεινά βάθη του παλιού σπιτιού ακολουθώντας τα βήματά μου στον δρόμο.

Καθώς απομακρύνομαι, τα ερείπια της παιδικής μου ηλικίας παραμένουν πίσω, αλλά οι σκιές που ρίχνουν φαίνονται να μην είναι διαχωρισμένες από το φως. Οι τοίχοι που μια φορά με κράτησαν αιχμάλωτο συνεχίζουν να με περιβάλλουν, σαν να είναι ένα μέρος της ψυχής μου, που δεν μπορεί να αποφύγει την ιστορία του.

Το παλιό σπίτι δεν ήταν απλά μια κατοικία. Ήταν ένας χώρος τραγωδίας, όπου ο θάνατος και η καταστροφή συναντούσαν τη σιωπή. Καθώς βαδίζω μακριά, φέρνω μαζί μου το βάρος των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και της αβεβαιότητας.

Η νύχτα είναι πλέον σε ένα χορό αστεριών συνοδευμένη από μια σκοτεινή ορχήστρα. Κάθε βήμα μου είναι ένα χορευτικό μέσα στη μελωδία της μελαγχολίας. Το παρελθόν είναι ένας ισχυρός πολιτισμός που ποτέ δεν θάβεται εντελώς.

Καθώς στρίβω, το σπίτι στο τέλος του δρόμου χάνεται από την όρασή μου. Μπορεί να έκλεισα την πόρτα, αλλά η συμφωνία με το στοιχειό του παρελθόντος παραμένει.

Με το πέρασμα του χρόνου, βρέθηκα να συνεχίζω να παλεύω με τα φαντάσματα. Κάθε νύχτα, οι εφιάλτες με συνόδευαν, οι αναμνήσεις του σπιτιού και της τραγωδίας. Εκείνο το βράδυ τον είδα ξανά να είναι μεθυσμένος· η οργή στο αίμα του ήταν περισσότερη από το αλκοόλ. Τον είδα ξανά να σπάει το μπουκάλι του ποτού του και χωρίς κανένα συναίσθημα, παρά μόνο με το αίσθημα της ικανοποίησης να την αρπάζει από τα μαζεμένα μαλλιά της. Θυμάμαι την κραυγή, το αίμα, τον φόβο. Κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής μου βλέπω τις τελευταίες στιγμές της μητέρας μου.

Το βράδυ αυτό, όμως δεν άντεξα σηκώθηκα, βρήκα το πρώτο μαγαζί που θα μπορούσα να πιώ. Ήπια τόσο, που πλέον ένιωθα τα σωθικά μου να με παρακαλούν να σταματήσω, για να μην γίνω αυτός, να μην γίνω ο πατέρας μου.

Όταν επέστρεφα, αντίκρισα μια μυστηριώδη φιγούρα που περιφερόταν έξω από το παλιό ερειπωμένο σπίτι. Το πλάσμα φαινόταν να είναι μια ανθρώπινη σκιά, αλλά με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν απλά ένας άνθρωπος. Η σκιά περιβάλλονταν από έναν αέρα μυστηρίου.

Ακολούθησα το πλάσμα, όλο και περισσότερο καθηλωμένος από την περιέργειά μου και τον ανεξήγητο τρόμο που γινόταν ένα κουβάρι στο στέρνο μου. Με οδήγησε προς ένα παλιό νεκροταφείο που βρισκόταν στην περιοχή. Εκεί, στο σκοτεινό μεσονύκτιο, έπεσα σε μια βαθιά, μαύρη λάκκο.

Καθώς έπεφτα στο άγνωστο βάθος, οι αναμνήσεις μου ξέσπασαν σε παραλήρημα. Ένιωσα μια ανυπόφορη απελπισία να με πνίγει. Στον σκοτεινό λάκκο, η φωνή του πατέρα μου αναδύθηκε από τα βάθη του, υπενθυμίζοντάς μου τα εγκλήματα που είχαν συμβεί σε εκείνο το σκοτεινό σπίτι.

Την επόμενη μέρα βρήκαν το πτώμα μου. Ήταν κρεμασμένο από το ετοιμόρροπο φωτιστικό. Το σπίτι είχε μυρωδιά αποσύνθεσης, πολύ αργότερα μόνο κατάλαβαν ότι η σηπτική οσμή,  που πίστεψαν ότι προέρχονταν από το φρέσκο αίμα μου ήταν οι σαπισμένες πια μνήμες.

Οι αναμνήσεις πια σαν μαύρα πουλιά με κοιτάζουν από ψηλά, παραμένοντας πιστές στον όρκο τους· να μη με αφήσουν ποτέ.

*

©Ειρήνη Πολυδωροπούλου

φωτο: Στράτος Φουντούλης