Δημήτρης Μπαλτάς, Στο κουρείο

Απόγευμα Πέμπτης. Στο στενό της πλατείας, δίπλα απ’ το ραφτάδικο, ο κουρέας με κόμπους ιδρώτα στο μέτωπό του δούλευε απρόθυμα. Μια μύγα τον περιτριγύριζε και τον τσιγκλούσε, όσο ο ανεμιστήρας μάταια αγκομαχούσε.

Ο μεσόκοπος πελάτης, βαρύθυμος, βυθισμένος στην καρέκλα και τις σκέψεις του, αδιαφορούσε για τις άσπρες τούφες που γέμιζαν το πάτωμα – παράσημα του χαμένου χρόνου.

Κι ο κουρέας περνώντας νωχελικά τη μηχανή από σβέρκο και κροτάφους, αναπολούσε, Κύριος οίδε, ποια πεθυμιά μετέωρη, ποια ματαιωμένη προσμονή.

Την πένθιμη σιωπή τάραξε ο ακέφαλος καβαλάρης των ονείρων κουρσεύοντας το ερειπωμένο στενό της πλατείας. Κουρσεύοντας, αψύς κι απρόσιτος, κάθε ψηφίδα σκουριασμένης θύμησης.

Η μύγα κινούνταν εμμονικά στην τροχιά του ανεμιστήρα.

Έξω ο Αύγουστος έλιωνε την άσφαλτο, τα κλιματιστικά έσταζαν στα κεφάλια των λησμονημένων, οι γάτες στο κατώφλι ικέτευαν για λίγο παγωμένο νερό και τα δέντρα των πεζοδρομίων απελευθέρωναν όλη την αστική μυρωδιά τους.

Άλλη μια φορά το καλοκαίρι προσήλθε μπαμπέσικα. Έτοιμο να δυναμιτίσει τις πιο καλά καταχωνιασμένες ελλείψεις‧ τις πιο ανομολόγητες ανάγκες μας.

Το καλοκαίρι κατέφτασε. Έτοιμο να ξεράσει τη συριστική ηχώ της απώλειας.

*

©Δημήτρης Μπαλτάς

φωτο: Στράτος Φουντούλης