Λεωνίδας Καζάσης, Σημεία

Κοιτώ επίμονα στα μάτια σου, επίμονα τα μάτια σου κοιτώ, στα μάτια σου κοιτώ, δεν υπάρχει τίποτα, τώρα, εκτός από τα μάτια σου. Κοιτώ στα μάτια σου και στο πρόσωπό σου, που, τα μαλλιά σου από πάνω ευρίσκονται.
Το πρόσωπό σου κοιτώντας, οι άκρες των δαχτύλων μου τα μαλλιά σου ψηλαφούν, ενώ τα μάτια σου, ενώ στα μάτια σε κοιτώ, τα μαλλιά σου ψηλαφώ, συνεχίζω , στα μάτια να σε κοιτώ.
Τώρα οι άκρες των δακτύλων στο μέτωπό σου απαλά σέρνονται, το μέτωπό σου αγγίζουν ενώ δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή, τα μάτια μου να είναι αφοσιωμένα, στων ματιών σου το κοίταγμα.
Οι άκρες των δαχτύλων μου αγγίζουν το μέτωπό σου, αργά, αργά, αργά κατεβαίνουν, αγγίζοντας τα φρύδια, τα βλέφαρά σου, και εγώ στα μάτια σε κοιτώ.  Αγγίζω τα βλέφαρά σου ενώ τα μάτια μου ευρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα μάτια σου, αγγίζω μόλις με τις άκρες των δαχτύλων μου τα βλέφαρά σου. Αγγίζω τα βλέφαρά σου, κοιτώντας τα μάτια σου. Με κοιτάς. Οι άκρες των δακτύλων μου κατεβαίνουν, τα ζυγωματικά σου, αμυδρά, αγγίζοντας. Τα ζυγωματικά σου οδηγούν τις άκρες των δαχτύλων μου στις παρειές σου. Οι άκρες των δαχτύλων μου τις παρειές σου ψηλαφούν, στις παρειές σου σταματούν, τις παρειές σου ψηλαφώντας. Ψηλαφώ τις παρειές σου ενώ στα μάτια σε κοιτώ.
Από τα μάτια σου ανακλούν οι άκρες των δακτύλων μου, που τις παρειές σου ψηλαφούν. Οι άκρες των δαχτύλων μου τις παρειές σου
ψηλαφούν, οι άκρες των δακτύλων μου τις παρειές σου ψηλαφούν, πέρασαν εννέα χρόνια από ημέρες, μεσημβρίες, απογέματα, νύχτες,
ψηλαφώντας τις παρειές σου οι άκρες των δακτύλων μου. Είμαστε άϋπνοι. Τα ακροδάχτυλά μου τώρα αγγίζουν μόλις τους ώμους σου, οι παλάμες μου το κεφάλι σου πιάνουν και, βοηθώντας οι βραχίονές μου, το κεφάλι σου αγκαλιάζω, στον στέρνο μου τοποθετώντας το. Επάνω κοιτάζοντας, εγκαταλείπω, φεύγοντας. Εσύ, λυπημένη, εσύ, χαρούμενη για την διάρκεια της στιγμής της πρωτόγνωρης, ασθενοφόρο καλείς, τον δραπέτη , τυπικά, να φυγαδεύσει.

*

©Λεωνίδας Καζάσης

φωτο: Στράτος Φουντούλης