Ανδρέας Δαβουρλής, Τριθέκτη ώρα ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Από τις εκδόσεις Ελκυστής

οι σιωπές μας

Στις σιωπές μας
απόψε να σταθούμε
ν’ αφουγκραστούμε
ο ένας πλάι στον άλλο
με προσοχή μεγάλη
όσα δεν είπαμε τόσο καιρό να πούμε
μέσα στου κόσμου την ανεμοζάλη
Ψίθυρους της ψυχής μας
και του νου
να μοιραστούμε
ν’ αρτυθούμε λίγη ελπίδα*
τριθέκτη ώρα

Την τριθέκτη ώρα –των Ασωμάτων την ώρα–
ο δεσμοφύλακας ξεκλείδωσε όλες τις πόρτες
Του λίθου αποκολληθέντος
και βγήκαν ανυποψίαστες οι ψυχές στην αυλή
Κρέμασαν έναν ήλιο από χαρτί ψηλά σ’ έναν ευκάλυπτο
ζεστάθηκε
φωτίστηκε η ψυχή τους
Πάτησαν πάνω σε σκορπιούς και σε φίδια
τσαλαπατώντας τις άθλιες αναμνήσεις
που ολονυκτίς άφηναν πολλούς άγρυπνους
τούτα τα τρομερά ζώα
Ανακουφίστηκαν περπατώντας το δροσερό χορτάρι ξυπόλυτοι
Περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα
κρεμασμένα όνειρα –θύμισες κι αλυσίδες στα κλαδιά–
αμαρτίες εκούσιες κι ακούσιες αντάμα
πονηροί λογισμοί κι αυταπάτες
«Μυστήριον ξένον»
το δέντρο των Χριστουγέννων
φέτος ήταν πάλι φορτωμένο με λάθη
–ανθρώπων λάθη– κι όνειρα
Έπειτα μπήκαν οι ψυχές πάλι μέσα στα κελιά τους
–στα σώματα–
Ο δεσμοφύλακας τα κλείδωσε ένα-ένα
«του λίθου σφραγισθέντος» σάλπισε σιωπητήριο

*

ατέλειωτο τραβέρσο

Ένα ατέλειωτο τραβέρσο
είν’ η ζωή μου
Το μωρουδιακό μου κλάμα
γίνηκε κραυγή
κεραυνός
Τρύπησε από τότες
το μεγάλο μπαλόνι
που ’χε φυλακισμένη
τη τραμουντάνα

           ‘’

γυναίκα

(στη Σωτηρούλα μου)

Γυναίκα με τη φλόγα στα μάτια
που καίει αέναα
με αετίσια φτερά στους ώμους
Γυναίκα όμορφη
γίνεσαι ομορφότερη
στο χλωμό φως του φεγγαριού
σύμβολο αιώνιας έλξης
κυματοθραύστης του έρωτά μου και λιμάνι
Γυναίκα στρογγυλή σαν σφαίρα
σαν Υδρόγειος
με τις θάλασσές σου
πότε γαλήνιες ειρηνικές
και πότε θυελλώδεις
Γυναίκα των βράχων
αφέντρα των γκρεμών
και της κοιλάδας
που όμορφα κυλούν
τα νερά τους τα ποτάμια
κελαρύζοντας
παιχνιδίζοντας
στο γυμνό σου κορμί
Γυναίκα μου λεπτή
και φινετσάτη
σαν μεταξιού υφή
γλυκιά σαν σιροπιασμένο γλυκό Κυριακής
Μα και πικρή και ξινή
σαν άγουρος καρπός πρώιμης Άνοιξης
Γυναίκα γοργόνα των μακρινών πόντων
Λυγερόκορμη δελφίνα
των ναυτικών τη ρότα
–τη ζωή τους– ορίζεις
και προστάζεις
Γυναίκα ένα πανέρι φρέσκο ψωμί
αντίδωρο μυσταγωγίας πρωινής
απ’ άγγιξε γλυκά
την όσφρησή μου
το γεύτηκε η γλώσσα
τρύπησε το μυαλό μου
Γυναίκα που πατάς
που περπατάς
πάνω σε βδελυρά ερπετά
σε τρομερούς σκορπιούς και φίδια
και τα συντρίβεις με το κραταίωμά σου το υψηλό
Γυναίκα μου φως γιορταστικό με τις χρυσές αχτίνες
και τις μοσκοβολιές των λουλουδιών
των λιβαδιών των βουνών
Τις μυστικές θαλασσινές σπηλιές
που περιμένουν –ανεξερεύνητες– εξαγνισμό από σένα
Ω γυναίκα
αιώνων σοφία κουβαλάς κι αξιοσύνη
στον ύπνο μου έλα
τα όνειρά μου κι εμένα φόρτωσε
στο στολισμένο με πρωινά άνθη της Ροδιάς άρμα σου
κι απέ στα φωτεινά τα μονοπάτια πήγαινέ μας
Τρέξε μαζί μου χαίρου με
Ω γυναίκα
πλάσμα εσύ φωτιά γης κι αέρας
της ερημιάς ανθός
χάρισμα απαντοχή και καρτερία
όμορφη στις τόσες ομορφιές του κόσμου
πόθος κρυφός και φανερός
Γλυκιά παρηγοριά μου κι ελπίδα

[στο νησί]

 

✳︎